Μια αρκούδα ή ακρίδα με τέσσερα κεριά στη δεξιά της ράχη,
έσκαβε μιά καθημερινή εκατόμβη,έχοντας στο σαγόνι ένα κόκκινο αρχαίο λείψανο,
που στήριζε μια ξύλινη λαβή περασμένη από το αριστερό αυτί.
Άναψα τα δύο κεριά, μέρα μεσημέρι,
αναστατώνοντας τους περαστικούς.
Κανείς δεν κάνει κάτι τέτοιο, εκτός και αν είναι μεσάνυχτα.
Τα βλέμματα τους ήταν δακρύβρεχτα και νοσηρά.
Πάνω στον περιοδεύων θίασο, σταλθήκαν όλα τα παιδιά, τρικλίζοντας και χασκογελώντας.
Άλλη μια κραυγή θα βγάλουμε να ακούσουμε στα δευτερεύοντα κράτη και στα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Πρόστυχα λερωμένα σακάκια, φορεμένα από χωριάτικες γίδες,
Βραστές και ψητές μέσα στα πιάτα των τουριστών.
Με χτυπημένα δόντια και αριστερά πόδια.
Καταπίνοντας βότσαλα πεταμένα στα ρηχά,
Πιστεύοντας ό,τι κι αν μας πουν οι μεγαλύτεροι,
ό,τι φύλο κι αν είναι.
Τα γεγονότα που δεν μάθαμε και ακόμα περισσότερο
που δεν έγιναν ποτέ,
διαφεντεύουν το διάβα μας και διαποτίζουν το είναι μας
με ψεύτικα χαμόγελα και ανατριχιαστικά κοκαλιάρικα κλαδικά ακούσματα
ανακατεμένα με παιχνιδιάρικα επιφωνήματα.
Δεν μπορούμε να ακούσουμε λόγια ούτε να πούμε κουβέντες καθαρές και δεν θέλουμε πια.
Η σαφήνεια της έκφρασης της αρκούδας ή της ακρίδας
είναι αυτή που ξεκαθάρισε το μέλλον των γενεών που έρχονται
και το παρελθόν που θα έρθει
από αυτούς που το αποφάσισαν ανάβοντας τα κεριά όπως πρέπει
για να είναι το κοινό χαρούμενο και πειθήνιο
γιατί έτσι μπορούν να επιπλεύσουν.