Το βιβλίο «Μιλώντας στους μεγάλους για τα βιβλία των
μικρών» της Βασιλικής Νίκα, σε εικονογράφηση του Τόμεκ
Γιοβάνη από τις Εκδόσεις Πατάκη, εστιάζει στη συστηματική και
τεκμηριωμένη υποστήριξη των ενηλίκων που συνοδεύουν τα παιδιά στη σχέση τους με
το βιβλίο. Δεν απευθύνεται στα παιδιά, αλλά σε γονείς, εκπαιδευτικούς και
φροντιστές που λειτουργούν ως μεσολαβητές ανάμεσα στο παιδί και τον αναγνωστικό
κόσμο, με λόγο σαφή, σοβαρό και επιστημονικά θεμελιωμένο.
Η συγγραφέας προσεγγίζει την ανάγνωση ως μακρόχρονη
αναπτυξιακή διαδικασία και όχι ως αυθόρμητη δεξιότητα ή στιγμιαίο ενθουσιασμό.
Η θέση ότι η αγάπη για το διάβασμα μοιάζει περισσότερο με μαραθώνιο παρά με
sprint διατρέχει το βιβλίο και επανατοποθετεί την ανάγνωση στο πεδίο της
σχέσης, της σταθερότητας και της συναισθηματικής ασφάλειας, σε συμφωνία με τις
σύγχρονες θεωρίες για τον αναδυόμενο γραμματισμό.
Από τις πρώτες σελίδες, η ανάγνωση εντάσσεται στον δεσμό
γονέα και παιδιού και παρουσιάζεται ως μορφή φροντίδας και κοινής εμπειρίας. Η
αναλογία της ανάγνωσης με την τροφή αναδεικνύει με καθαρό τρόπο πώς οι
πρακτικές των ενηλίκων μπορούν είτε να υποστηρίξουν είτε να απομακρύνουν το
παιδί από το βιβλίο, μια προσέγγιση που συνομιλεί με τη σκέψη της ψυχιάτρου και
ψυχαναλύτριας Μαρί Μποναφέ για την πρώιμη σχέση παιδιού και λογοτεχνίας.
Η δομή του βιβλίου ακολουθεί μια αναπτυξιακή πορεία από τη
βρεφική ηλικία έως την εφηβεία, με τον ρόλο του ενήλικα να μετασχηματίζεται
σταδιακά από ενεργό αφηγητή σε διακριτικό συνοδοιπόρο. Η έμφαση στη μεγαλόφωνη
ανάγνωση, στη ρουτίνα και στη συνανάγνωση εντάσσεται σε κοινωνικοπολιτισμικές
προσεγγίσεις της μάθησης που τονίζουν τη σημασία της σχέσης και της
αλληλεπίδρασης.
Το βιβλίο αντλεί από τη σύγχρονη παιδαγωγική, τη γνωστική και
αναπτυξιακή ψυχολογία χωρίς να γίνεται ακαδημαϊκά δυσπρόσιτο. Η θεωρία
μεταφράζεται σε πρακτικό λόγο, φωτίζοντας τη συγκρότηση της αναγνωστικής
ταυτότητας και τον ρόλο του αναγνωστικού περιβάλλοντος. Η εικονογράφηση του
Τόμεκ Γιοβάνη λειτουργεί διακριτικά, υποστηρίζοντας τον στοχαστικό χαρακτήρα
του κειμένου.
Η φιλοσοφία του βιβλίου συνομιλεί με τη θεώρηση της
λογοτεχνίας του D. L. Ulin, που αντιλαμβάνεται την ανάγνωση ως φωνή καθαρής
έκφρασης και όχι ως εργαλείο χρησιμότητας. Σε έναν κόσμο κορεσμένο από θόρυβο,
η λογοτεχνία προσφέρει μια παύση, έναν εσωτερικό χώρο παρουσίας και ακρόασης.
Ως άνθρωπος που γνωρίζει τη συγγραφέα και παρακολουθεί
σταθερά την πορεία και τον λόγο της στον χώρο της φιλαναγνωσίας, το προτείνω
ανεπιφύλακτα ως ένα έργο που πατά γερά στη γνώση, σέβεται τον αναγνώστη και
υπηρετεί ουσιαστικά το παιδί.
