EΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ νὰ διαβάζει τὸ μυθιστόρημα ἐδῶ καὶ λίγες μέρες. Τὸ
εἶχε ἀφήσει γιατὶ μεσολάβησαν ἐπείγουσες ὑποθέσεις καὶ τὸ
ξανάπιασε στὸ τρένο, γυρνώντας στὸ κτῆμα του· ἀργὰ-ἀργὰ
ἀφηνόταν νὰ τὸν τραβήξει τὸ ἐνδιαφέρον, ἡ πλοκή, ἡ
περιγραφὴ τῶν προσώπων. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἀφοῦ ἔγραψε ἕνα
γράμμα στὸν πληρεξούσιό του καὶ συζήτησε μὲ τὸν ἐπιστάτη γιὰ
τὸ μίσθωμα ἑνὸς χωραφιοῦ, ξανάπιασε τὸ διάβασμα στὴν
ἠρεμία τοῦ ἀναγνωστήριου, ἀπ’ ὅπου ἡ θέα ἁπλωνόταν στὸ
πάρκο μὲ τὶς βελανιδιές. Χωμένος στὴν ἀγαπημένη του
πολυθρόνα, μὲ τὶς πλάτες γυρισμένες πρὸς τὴν πόρτα γιὰ ν’
ἀποφύγει τὴν ἐνοχλητικὴ πιθανότητα κάποιων ἐνδεχόμενων
περισπασμῶν, χάιδευε ποῦ καὶ ποῦ μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι τὸ
πράσινο βελοῦδο καὶ στρώθηκε νὰ διαβάζει τὰ τελευταῖα
κεφάλαια.