ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΜΕΓΑΛΟ, μὲ δυὸ πατώματα, πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελα,
μέσα στὰ δέντρα. Ὅμοιο μὲ τ’ ἄλλα σπίτια τοῦ μεγάλου δρόμου καὶ
μαζὶ ἀνόμοιο, ξεχωριστό. Μέσα του ἔσφυζε ἡ ζωή: Ἄνθρωποι
ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν τὶς σκάλες του, ἄνοιγαν κι ἔκλειναν
τὶς πόρτες, κάθιζαν στὶς καρέκλες, μιλοῦσαν μεταξύ τους,
ἔτρωγαν κι ἔπιναν, κοιμοῦνταν. Ἄνθρωποι. Μὲ χαρὲς καὶ μὲ
λύπες, μὲ σκέψεις, μὲ ὄνειρα.
Η συνέχεια εδώ