Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

21 Νοε 2011

Φρανσουά Μαρί Αρουέ, François-Marie Arouet, επιλεγόμενος Voltaire, (21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778)

Γάλλος Διαφωτιστής, κορυφαίος εκπρόσωπος του ντεϊσμού (deisme), δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε από την μεσοαστική οικογένεια του συμβολαιογράφου και ανώτερου υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών Francois Arouet (1650 – 1722) και της Marie Marguerite d' Aumart (περ. 1660 – 1701), στο δε διάστημα 1704 - 1711 έλαβε υψηλού επιπέδου μόρφωση, πρώτα από τον σκεπτικιστή και στην πραγματικότητα ντεϊστή νονό του αββά του Chateauneuf και μετά στο ιησουϊτικο λύκειο του «Μεγάλου Λουδοβίκου» (Louis-Le-Grand) των Παρισίων, όπου και έμαθε να διαβάζει και να γράφει στα λατινικά και τα ελληνικά.

Από το 1711 έως το 1713 σπούδασε Νομικά και στην συνέχεια εργάσθηκε στην Γαλλική πρεσβεία της Ολλανδίας ως ιδιαίτερος γραμματέας του πρέσβη και διεύρυνε τον γνωστικό του ορίζοντα μαθαίνοντας επίσης αγγλικά, ιταλικά και ισπανικά. Στην Ολλανδία ερωτεύθηκε την όμορφη, αλλά και άφραγκη και προτεστάντισσα, γαλλίδα φυγάδα Catherine Olympe Dunoyer ή «Pimpette», αλλά ο πατέρας του φρόντισε να πνίξει το σκάνδαλο με μία ταχεία ανάκληση του υιού του στο Παρίσι.
Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι άρχισε να γράφει σατιρικούς στίχους και θεατρικά έργα, που σιγά – σιγά τον έκαναν γνωστό στους αριστοκρατικούς κύκλους, στους οποίους και παρουσίασε το πρώτο θεατρικό έργο του, την τραγωδία «Οιδίπους» («Oedipe»), διασκευή του «Οιδίποδος» του Σοφοκλέους, πρώτη από τις συνολικά 27 τραγωδίες που συνέγραψε.

Εξαιτίας όμως κάποιων τολμηρών γραπτών του αλλά και της εν γένει συμπεριφοράς του που συστηματικά στρέφονταν κατά των αρχών και της Εκκλησίας, έγινε πολύ σύντομα στόχος της πολιτικής εξουσίας και των θεοκρατών. Τον Μαϊο 1716 εξορίστηκε στην Tulle και μετά στο Sully για σατιρικά κείμενά του κατά του αντιβασιλιά Φιλίππου του Β της Ορλεάνης, στις δε 16 Μαϊου 1717 φυλακίστηκε επί 11 μήνες στην Βαστίλη ως ο συγγραφέας δύο ανώνυμων λίβελων με τίτλους «Puero Regnante» και «J’ai vu». Μέσα στην φυλακή άρχισε να συγγράφει το έργο «Ενριάδα» ή «Ερρικειάδα» («Henriade», με θέμα τους θρησκευτικούς πολέμους στην Γαλλία και την θρησκευτική μισαλλοδοξία) και αποφάσισε να υιοθετήσει εφεξής το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Βολταίρος», ενώ η τραγωδία του «Οιδίπους» ανέβηκε με επιτυχία στις 18 Νοεμβρίου 1717 στο «Theatre Francais» και παίχθηκε επί 45 συνεχείς βραδιές, αποφέροντας στον συγγραφέα της χρήματα και φήμη.

Όταν απελευθερώθηκε από την φυλακή τον Απρίλιο 1718, επένδυσε τα κέρδη του από τον «Οιδίποδα» σε μετοχές της «Εταιρείας των Ινδιών» («Compagnie des Indes») και μέχρι τον θάνατο του πατέρα του το 1722 ολοκλήρωσε 2 ακόμα τραγωδίες, τις «Artemire» και «Μαριάννα» («Marianne») και την κωμωδία «Ο αδιάκριτος» («L’ indiscret»), το δε 1723 εξέδωσε την «Ενριάδα» ή «Ερρικειάδα», η οποία πούλησε 300.000 αντίτυπα.

Το 1725 προσεβλήθη από τον αριστοκράτη Chevalier de Rohan - Chabot, τον οποίο κάλεσε σε μονομαχία, με αποτέλεσμα ο δειλός αριστοκράτης και η οικογένειά του να εξασφαλίσουν την έκδοση ενός από τα περιβόητα «μυστικά εντάλματα» («lettres de cachet»), με τα οποία οι αριστοκράτες φυλάκιζαν ή εξόριζαν δίχως δίκη τον όποιον αντίπαλό τους. Την ημέρα της αναμενόμενης μονομαχίας ο Βολταίρος συνελήφθη για μία ακόμη φορά και κλείστηκε στην Βαστίλη. Προτιμώντας την εξορία από το να σαπίζει στην φυλακή, ο Βολταίρος δέχθηκε μετά από φυλάκιση 2 εβδομάδων να φύγει για 3 χρόνια στην Αγγλία, όπου ήλθε σε επαφή με σημαίνοντας άγγλους λογοτέχνες της εποχής, αλλά και με τις φιλοσοφικές θέσεις του Τζων Λοκ (John Locke) και τις ιδέες του μαθηματικού Ισαάκ Νεύτωνος (Isaac Newton). Επίσης, γνώρισε τους «αιρετικούς» Κουάκερους (Quakers) και θαύμασε βαθιά την απουσία ιερατείου, καθώς και την απλότητα και ανεκτικότητά τους. Το πνεύμα του διευρύνθηκε αρκετά και αποφάσισε να εστιάσει εφεξής στα ζητήματα Δικαίου, στον φιλοσοφικό Ορθολογισμό και την σπουδή των φυσικών επιστημών, ενώ συνέγραψε στα αγγλικά τα πρώτα 2 δοκίμιά του με τίτλο «Δοκίμιο για την επική ποίηση» και «Δοκίμιο για τους γαλλικούς εμφυλίους πολέμους», τα οποία κυκλοφόρησαν το 1727, καθώς και μία αντιπολεμική βιογραφία του Κάρολου 12ου της Σουηδίας, η οποία κυκλοφόρησε το 1731.

Όταν επέστρεψε στην Γαλλία το 1728, ο Βολταίρος συνέχισε το θεατρικό συγγραφικό έργο του («Βrutus», 1730, «Zaire», 1733, κ.ά.), το δε 1733 κυκλοφόρησαν το αντιχριστιανικό «Επιστολές στην Ουρανία» («Epistles to Uranie») και στα αγγλικά το «Επιστολές σχετικά με το αγγλικό έθνος» («Letters concerning the English Nation», ένα ευαγγέλιο φιλελευθερισμού). Το τελευταίο εκδόθηκε την επόμενη χρονιά και στα γαλλικά ως «Lettres philosophiques», αλλά πολύ σύντομα προκάλεσε αντιδράσεις και η κυκλοφορία του απαγορεύθηκε σε όλη την γαλλική επικράτεια, επειδή κρίθηκε «σκανδαλώδες και αντικείμενο στην θρησκεία και τα ήθη» και επικίνδυνο για όλο το πολιτικό σύστημα, το οποίο κατηγορείτο ως αυθαίρετο και στηριζόμενη αποκλειστικά και μόνο στο «θεόθεν δικαίωμα». Ο εκδότης του βιβλίου φυλακίστηκε στην Βαστίλη και αντίτυπα του βιβλίου κάηκαν δημόσια στο Παρίσι από τον δήμιο της πόλης.

Έχοντας καταφύγει στην επαρχία της Λωρραίνης (Lothringen, Lorraine) για να γλιτώσει από το εναντίον του μένος, και έχοντας ήδη καταλάβει ότι χρειάζεται να αυτοπεριορίζεται στα γραπτά του για να αποφύγει άλλες δυσάρεστες συνέπειες, γνώρισε το 1733 και ερωτεύθηκε την 27χρονη μαθηματικό Εμιλί ντυ Σατλέ (Emilie μαρκησία του Chatelet, Madame Du Chatelet), με την οποία συνέζησαν στο Cirey της Λωρραίνης μέχρι τον θάνατό της στις 4 Σεπτεμβρίου 1749 από επιπλοκή τοκετού, σε ηλικία μόλις 43 ετών και αφού προ 4 μόλις ημερών είχε ολοκληρώσει την εξαντλητική μετάφραση από τα λατινικά στα γαλλικά του ογκώδους έργου του Νεύτωνος «Principia».
Το 1738 εξέδωσε ένα ακόμη αντι-δεισιδαιμονικό βιβλίο του, το «Ο Προληπτικός» («Le Preservatif»), το οποίο προκάλεσε και αυτό την μήνη των θεοκρατών, εκ των οποίων ο αββάς Desfontaines συνέγραψε και ένα αντιρρητικό βιβλίο, το «Η Βολταιρομανία» («Le Voltairomanie»). Το 1741 ανέβηκε στην Λιλ και τον Αύγουστο του 1742 στο Παρίσι το έργο του «Ο φανατισμός, ή ο Προφήτης Μωάμεθ» («Le fanatisme, ou Mahomet le Prophete», γραμμένο το 1736), στο οποίο μέσω του ιδρυτή της μωαμεθανικής θρησκείας γινόταν έμμεση αλλά εμφανής επίθεση στον φανατισμό των χριστιανών και φυσικά οι ρωμαιοκαθολικοί θεοκράτες χαρακτήρισαν το έργο «προσβλητικό και βέβηλο» και προχώρησαν στο δημόσιο κάψιμο και του σχετικού βιβλίου.

Κατά την διαμονή του στο Cirey, όπου με την βοήθεια της Εμιλί είχε συγκεντρώσει μία βιβλιοθήκη 21.000 τόμων τους οποίους μελετούσαν μαζί, διευρύνοντας τον γνωστικό ορίζοντά τους, ο Βολταίρος ασχολήθηκε, πειραματίστηκε και συνέγραψε για την Χημεία και την Φυσική (το 1736 συνέγραψε τα «Στοιχεία της φιλοσοφίας του Νεύτωνος», «Elements de la philosophie de Newton»), συνέγραψε μερικά ακόμη θεατρικά δράματα («Μωάμεθ», «Mahomet», 1742, «Μερόπη», «Merope», 1743, «Σεμίραμις», «Semiramis», 1748) και από τον Μάρτιο του 1736 άρχισε αλληλογραφία με τον διάδοχο του θρόνου της Πρωσίας Φρειδερίκο (τον μετέπειτα Φρειδερίκο τον 2ο τον «Μεγάλο»), ενώ με την βοήθεια της ερωμένης του Γάλλου βασιλιά Madame de Pompadour και «όχημα» κάποια χλιαρά γραπτά και ποιήματά του, αναγνωρίστηκε το 1745 ως «βασιλικός ιστοριογράφος» και το 1746 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Καθώς και τα έργα του «Φιλοσοφικές Επιστολές» και «Ζαντίγκ» ή «Το πεπρωμένο» («Zadig», 1748, ένα φιλοσοφικό διήγημα) προκαλούσαν εντονότατες αντιδράσεις, εγκαταστάθηκε τελικά το 1750 στην Αυλή του αυτοκράτορα πλέον αλλά αρκετά αντικληρικαλιστή Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας, στο Πότσνταμ (Potsdam). Η εκεί παραμονή του δεν ήταν όμως ήρεμη αλλά μάλλον θυελλώδης, καθώς συχνά ερχόταν σε σύγκρουση απόψεων με τον αυτοκράτορα και δημιουργούσε πρωτόγνωρες για την Αυλή καταστάσεις. Κατά την παραμονή του πάντως στο Πότσνταμ ο Βολταίρος συνέγραψε τον «Μικρομέγαλο» («Micromegas», 1752), στην υπόθεση του οποίου δύο πρέσβεις από άλλον πλανήτη φθάνουν στην γη και διαπιστώνουν την ανθρώπινη ανοησία και μικρότητα.
Τον Ιανουάριο του 1754 εξέδωσε το «Essai sur les moeurs» και την επόμενη χρονιά διαφώνησε τελικά με τον πιο έντονο τρόπο με τον Φρειδερίκο το 1755, έχασε την ευμένειά του και κατέφυγε στην εξοχή της Γενεύης, προκειμένου να αποφύγει μία πιθανή σύλληψη και συναντήθηκε μάλιστα με τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ (Jean - Jacques Rousseau). Στην συνέχεια, καθώς πολύ σύντομα οι αρχές της περιοχής έδειξαν εχθρικές προθέσεις λόγω των ιδιωτικών θεατρικών παραστάσεων που πραγματοποιούσε στο κτήμα του «Les Delices», μετακόμισε ξανά στα τέλη του 1758 στο Ferney, ακριβώς επάνω στα γαλλο-ελβετικά σύνορα.

Από εκεί εξέδωσε το 1756 ένα από τα σημαντικότερα έργα του, το «Δοκίμιο περί των ηθών και του πνεύματος των εθνών», το οποίο είχε ως θέμα του την παγκόσμια Ιστορία και το 1759 το εξαιρετικό «Καντίντ» («Candide»), που από πολλούς θεωρείται το αρτιότερο έργο του. Σε λίγο επίσης, η απόσταση βοήθησε στην συμφιλίωση του με τον Φρειδερίκο και στην συνέχιση της αλληλογραφίας τους. Από το Ferney, το οποίο σήμερα έχει μετονομαστεί προς τιμή του σε Ferney - Voltaire, ο Βολταίρος, που πίστευε στην αγαθή φύση των ανθρώπων, πολέμησε δυναμικά με επιστολές του την θρησκοληψία, τον κληρικαλισμό, την δεισιδαιμονία, την θαυματολαγνεία και την πολιτική αυταρχία και πρότεινε ένα φιλοσοφικό σύστημα ανθρωπισμού και ανεκτικότητας, καθώς και πίστης, όμοια με τους άγγλους ντεϊστές, σε ένα αόριστο ανώτερο ον παντελώς άσχετο προς τον Θεό των μονοθεϊστών («είναι αδύνατο ένας πάνσοφος Θεός να έχει κάνει νόμους για να τους παραβιάζει»). Θεωρούσε ότι ο ιουδαϊκός μονοθεϊσμός προερχόταν από ένα «αμόρφωτο και βάρβαρο λαό», ότι Χριστιανισμός ήταν κατάλληλος μόνο για τους χαμηλού επιπέδου ανθρώπους, θεωρούσε «αχρείο» τον ιδρυτή της (γι’ αυτό άλλωστε και τελείωνε σε κάποια εποχή όλες τις επιστολές του με την προτροπή «συντρίψτε τον Αχρείο!», «Ecrasez l' infame!»), αλλά παράλληλα εναντιώθηκε στον αθεϊσμό του βαρώνου Χόλμπαχ («ακόμα και εάν ο Θεός δεν υπήρχε θα έπρεπε να εφευρεθεί», τόνιζε το 1770 στην έμμετρη «Επιστολή στον συγγραφέα του βιβλίου Οι Τρεις Απατεώνες»: «Si Dieu n' existait pas, il faudrait l' inventer»). Κτυπούσε τις αυθαιρεσίες του φεουδαρχικού απολυταρχισμού και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα του ανθρώπου, την πολιτική ελευθερία και την ισονομία, θεωρώντας επίσης τον πόλεμο κατά της Εκκλησίας απαραίτητη προϋπόθεση για την αρχή της όποιας κοινωνικής κριτικής, ενώ παράλληλα προτιμούσε την αργή μεταβολή των κοινωνιών από την επανάσταση, απεχθανόμενος την αμάθεια των μαζών, τον φανατισμό και την βία. 

Το 1762 αγόρασε την πρώτη έκδοση του «Κοινωνικού Συμβολαίου» του Ζαν - Ζακ Ρουσσώ, μελέτησε το έργο και κράτησε σημειώσεις στο περιθώριο των σελίδων, πολλές από τις οποίες ήταν αρνητικές ή και πικρόχολες (αποκαλούσε τον Ρουσσώ «κατεργάρη» και χαρακτήριζε κάποιες θέσεις του ψευδείς ή αλαζονικές). Το συγκεκριμένο αντίτυπο βρέθηκε πρόσφατα από τον γάλλο συγγραφέα Μισέλ Αντουάν Μπιρνιέ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, στην Βιβλιοθήκη της οποίας φυλάσσεται ολόκληρη η βιβλιοθήκη του Βολταίρου και τα «σχόλια» είδαν το φως της δημοσιότητας. Ο Μπιρνιέ ανέφερε σε συνέντευξή του: «το μίσος μεταξύ των δύο ανδρών ήταν γνωστό... ο Βολταίρος αντιτάσσεται κυρίως στην άποψη του Ρουσσώ που υπερασπίζεται τον πρωτόγονο άνθρωπο… μισούσε τον άνθρωπο που ήθελε να καταργήσει το θέατρο, που υποστήριζε ότι ο άνθρωπος πρέπει να εγκαταλείψει τον πολιτισμό και να επιστρέψει στην Φύση».

Επέστρεψε στο Παρίσι το 1778 μετά από 28 χρόνια ξενιτεμού, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, και παρακολούθησε το ανέβασμα του τελευταίου θεατρικού έργου του «Ειρήνη» («Irene»), όπου κυριολεκτικά αποθεώθηκε από το κοινό. Πέθανε ενώ κοιμόταν στις 30 Mαϊου 1778 και η Εκκλησία αρνήθηκε την ταφή του σε εκκλησιαστικό έδαφος (προκειμένου να κηδευτεί είχε υπογράψει μια μερική ανάκληση των γραπτών του), αλλά τελικά ενταφιάστηκε κρυφά στο αββαείο Scellieres της πόλης Champagne. Συνεπής προς τον ντεϊσμό του, ο ίδιος είχε γράψει σε έναν φίλο του: «πεθαίνω λατρεύοντας έναν Θεό που αγαπά τους φίλους μου, δεν μισεί τους εχθρούς μου και βεβαίως απεχθάνεται την καταπίεση». Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1791, οι ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης φρόντισαν, αποσπώντας ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης, να μεταφερθούν τα λείψανά του στο Παρίσι και να τοποθετηθούν στο Πάνθεον, όμως αργότερα, το 1814, ο επιβλητικός τάφος του καταστράφηκε από φανατικούς και το περιεχόμενό τους εξαφανίστηκε. 

Πηγή: http://knol.google.com