Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

11 Νοε 2012

ΕΥΑ, ΣΠΥΡΟΣ Λ. ΒΡΕΤΤΟΣ


Η Εύα τoυ είπε:
«Για ποιού Θεού τη χάρη
ούτε ματιά δεν έριξα
έξω από τον παράδεισο
που νόμιζα πως υπάρχει;

Εντάξει. Το δέντρο εκείνο στην αυλή
το φύτεψες για μένα.
Κι ούτε μου απαγόρευσες τον ίσκιο του.
Κι ήσουν εσύ το φύλλωμα
όταν αυτό δεν είχε.

Όμως, δεν θα σου πω πως με αγάπησες.
Δεν θα σου πω ασφαλώς και πως με αρνήθηκες.
Φαντάζουν και τα δύο
δύσκολα πολύ να τα παλέψω.
Μα θα σου πω για τον παράδεισο που έφτιαξες
κι ήταν απ’ την αρχή χωρίς νερά
και δίχως δέντρα.

Με ένα δέντρο μόνο
που παράσταινε καρπούς
και όταν τους άπλωνα το χέρι
αντί γι’ αυτούς έπιανα αέρα,
άντε και λίγο φύλλωμα
όταν εσύ παράσταινες τα φύλλα
καθώς αυτό ποτέ δεν είχε.

Σε βλέπω. Έτοιμος να πεις
πως φρόντισες μην αμαρτήσω
και πως γι’ αυτό κι ευχήθηκες
το δέντρο μας να μην καρπίσει.
Το όνομά μου, Εύα, σαν πολύ και να σου άρεσε
μα σαν πολύ και να σε τρόμαζε.»

Kι αφού έτσι του μίλησε
στάθηκε για λίγο στην ανοιχτή πόρτα.
Σα να ’θελε αντί να μείνει, να φύγει.
Μα έκλεισε γρήγορα την πόρτα.
Τράβηξε και τον σύρτη να μη τους δουν.
Τον αέρα ωστόσο στο παράθυρο
τον άφησε για τα μαλλιά της.
Κλεφτές ματιές στο τζάμι το ανοιχτό
για το γυμνό της σώμα.

Της είπε:
«Ωραία τον σύρτη έσυρες.
Και τα μαλλιά σου
ωραία που φθάνουν στο κρεβάτι
από τον δυνατό αέρα.»

Κι αυτή:
«Ενδίδω και πάλι.
Το αισθάνομαι.
Το όνομά μου, αλλά κι εγώ
πλαστήκαμε γι’ αυτόν τον μέτριο παράδεισό σου.»

ΣΠΥΡΟΣ Λ. ΒΡΕΤΤΟΣ  (από τη συλλογή ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ)