λιγάκι παραπέρα, ώσπου απρόσμενα
νυχτώνει μέρα μεσημέρι μες στο ποίημα.
Κρύβομαι στ' άδυτα των στίχων και τρομάζω
πιότερο απ' όλα τη δική μου σκέψη
παρά τους ίσκιους των παλαιών δωμάτων.
Λούτρινο πια κουρνιάζει το κοράκι στο σαλόνι
ανίσχυρο, δίχως τους Πόε και τους ποετίσκους
και δίχως την ανταμοιβή του χρόνου
που έπαιξε κάποτε το ρόλο του συμβόλου.
Το φοβερό εκείνο nevermore
δεν συγκινεί κανέναν πλέον και δικαίως
αφού τα πάντα περιστρέφονται ευστόχως, πλην
ματαίως, στα μπαρ με το καλύτερο ντεκόρ.
Πηγή: Περιοδικό "Γραφή"