Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29 Αυγ 2015

Κώστας Χατζόπουλος, ΤΑΣΩ

Σε μια βουνίσια λαγκαδιά είχαμε μαζευτεί ένα καλοκαίρι μια μικρή συντροφιά. Ήταν εκεί κάποια λουτρά κι ένας φίλος μου, που ήρθε να γιατρέψει τους ρεματισμούς του, μ' έσυρε και με μαζί του. Όξω από τους χωριάτες, που είχανε στήσει στην πλαγιά τις πρόχειρες καλύβες τους από ελατόκλαδα, βρήκαμε κι άλλους πεντέξι της δικής μας τάξης. Πάνε πολλά χρόνια από τότε και μου μείνανε καθαρά στο νου μόνο τρεις απ' αυτούς. Ένας έμπορος από κάποια μικρή πόλη εκεί κοντά, ένας γιατρός από μιαν άλλη κάτω στον κάμπο κι ένας απόστρατος σπαθοφόρος. Κι οι τρεις ήτανε πενηντάρηδες κι απάνω. Ο έμπορος πάντα λιγόλογος και μαζεμένος, οι άλλοι δυο λογάδες κι ανοιχτόκαρδοι. Ο έμπορος, θυμούμαι, έπαιζε πάντα με τη χοντρή χρυσή αλυσίδα του ρολογιού του, ή μπλέκοντας τα χέρια του έφερνε γύρους αδιάκοπους, ατέλειωτους με τα δυο μεγάλα δάχτυλα, σε βαθμό που πείραζε τα νεύρα του απόστρατου σπαθοφόρου, κι άρχιζε και κείνος και φυσούσε τα ρουθούνια ζαρώνοντας μουστάκια και μάγουλα. Ο γιατρός δε φαινότανε πως είχε διόλου νεύρα. Όλοι μας είχαμε καθένας την καλύβα του, μα για περσότερη ευκολία -μια και πιάσαμε γνωριμιά, όπως γίνεται όταν βρίσκουνται στην ερημιά κάμποσοι άνθρωποι μαζεμένοι- μας μαγέρευε ο υπηρέτης του γιατρού και τρώγαμε όλοι μαζί κάτω από έναν πλάτανο. Το μέρος όμορφο δεν ήταν· πληχτική ξεραΐλα μόνο, στενός ουρανός αποπάνω και δυνατό λιοπύρι γύρω στα στουρνάρια. Τις πρωινές πηγαίναμε κυνήγι στα ριζά ολοτρόγυρα με το γιατρό και με το φίλο μου. Ο απόστρατος μας έδινε μονάχα το σκυλί του. Ο πόνος στο γοφό δεν τον άφηνε τον ίδιο να 'ρχεται μαζί μας. Έπειτα το ρίχναμε ολημέρα στα χαρτιά, όσο φωτούσε του Θεού το φως. Σαν κουραζόμαστε κατά το βράδυ, ξαπλωμένοι στα κλαδιά και μισονυσταγμένοι ακούγαμε το γιατρό ή το σπαθοφόρο που μας λέγανε διάφορες ιστορίες. Το γιατρό με πιο πολλή ευχαρίστηση. Οι περσότερες γυρίζανε γύρω από την πολιτική ζωή του τόπου του. Ήτανε φανατικός με το Κορδόνι και το είχε δουλέψει σα βουλευτής κάμποσα χρόνια. Συχνά όμως άλλαζε το θέμα. Μας έλεγε για τη ζωή του στην πρωτεύουσα, μας ιστορούσε γιατρικά του ανέκδοτα από το χωριό. Του άρεσε να μιλεί, ν' ακούει τη φωνή του να ηχεί στη βραδινή σιγαλιά της λαγκαδιάς. Μια από τις ιστορίες του γιατρού είναι κι η παρακάτω. Μας την είπε μια βραδιά που η κουβέντα γύρισε στις γυναίκες και στην αγάπη, κι αφού είχε αδειάσει κάμποσα ποτήρια κρασί. Μας είχαν φέρει εκείνη την ημέρα φρέσκο από το χωριό.

Η συνέχεια εδώ