«Πολύ νωρίς κατάλαβα πως τον άνθρωπο τον πλάθει η αντίστασή του στο περιβάλλον του»
Ο Μαξίμ Γκόρκι (Ρώσικα: Максим Горький, Maksim Gorky) ήταν Ρώσος συγγραφέας, ιδρυτής του σοσιαλιστικού λογοτεχνικού ρεαλισμού κι ενεργό πολιτικό στέλεχος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοφ (Алексей Максимович Пешков) ενώ το Γκόρκι το επέλεξε ως ψευδώνυμο επειδή σημαίνει πικρός. Αντιτάχτηκε πολλάκις με το τσαρικό καθεστώς και πέρασε πολύ καιρό στις φυλακές ή στην εξορία.
Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, στη πόλη Νίζνι-Νόβγκοροντ Nizhny Novgorod στις 16 Μάρτη 1868 και πέθανε στη Μόσχα στις 18 Ιουνίου 1936. Στα 1873 πεθαίνει ο πατέρας του. Η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί κι ο Μαξίμ Γκόρκι θα μείνει με τον παππού και τη γιαγιά του. Η ιστορίες, τα παραμύθια κι η τρυφερή παρουσία της τελευταίας άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του.
Αναγκάζεται από τη φτώχεια να φύγει από το σπίτι σε ηλικία μόλις 9 ετών και ν' αναζητήσει μόνος τη τύχη του. Δοκιμάζει διάφορα επαγγέλματα: βοηθός υποδηματοποιού, βοηθός αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε ψαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης στα χωράφια. Ρακένδυτος, πεζός και πεινασμένος γυρνά όλη τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία τους για πάνω από 5 χρόνια, κάτι που ήτανε εξίσου καθοριστικό για τη μετέπειτα λογοτεχνική αλλά και τη πολιτική του πορεία.
Το Δεκέμβρη του 1887 αυτοπυροβολείται μ' ένα παλιό πιστόλι στο στήθος. Η σφαίρα θα μείνει στα πνευμόνια του 40 ολόκληρα χρόνια. Η αιτία ήταν μάλλον ο θάνατος της γιαγιάς του. Παρά τις αντιξοότητες αυτές, από το 1892 κιόλας, αρχίζει να εκδηλώνεται η αγάπη του στη λογοτεχνία. Ξεκινά να γράφει πρώτα για βιοποριστικούς λόγους, επιφυλλίδες σ' επαρχιακές εφημερίδες. Τότε εργαζότανε στην εφημερίδα Tiflis του Καυκάσου κι ακόμα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Jehudiel Khlamida, αλλ' από κείνη τη χρονιά και μετά επιλέγει το Γκόρκι. 3 χρόνια μετά, γνωρίζεται με το συγγραφέα Βλαντιμίρ Κορολένκο (Vladimir Korolenko) που του δημοσιεύει το διήγημα, «Τσελκάς» και γνωρίζει κάποιον ενδιαφέρον. Το 1899 οι τυπωμένες συλλογές των διηγημάτων του γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία. Γίνεται γνωστός σ' όλη την Ευρώπη.
Το 1902 η Ακαδημία τον εκλέγει μέλος της. Λίγες μέρες μετά ο Τσάρος Νικόλαος ο Β' ακυρώνει την εκλογή του, επειδή τα βάζει με τη λογοκρισία του τύπου που εφαρμόζεται, μ' αποτέλεσμα οι Τσέχωφ και Κορολένκο να παραιτηθούν. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τον Λένιν και γίνονται φίλοι. 3 χρόνια μετά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού Νέα Ζωή κι αγωνίζεται για την επανάσταση. Γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα.
Συλλαμβάνεται και κλείνεται στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ, κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1905 κι εκεί μέσα γράφει ένα βιβλίο που φαινομενικά αναφέρεται στην επιδημία χολέρας του 1862, μα ουσιαστικά μιλά για το παρόν. Λογοτέχνες απ' όλο τον κόσμο κάνουν έκκληση για τη σωτηρία του.
Την επόμενη χρονιά φεύγει στο Κάπρι μέχρι το 1913 κι όταν επιστρέφει συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα που συντελέσανε στο να ξεσπάσει η επανάσταση του 1917 και συμμετέχει ενεργά και σ' αυτήν. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου το δωμάτιό του στην Πετρούπολη είχε γίνει καταφύγιο μπολσεβίκων. Μέχρι να ξεσπάσει η επανάσταση, δε του επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τη χώρα.
Δυο βδομάδες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1917, έρχεται σε σύγκρουση με τα ηγετικά στελέχη του κόμματος. Γράφει χαρακτηριστικά:
...Οι Λένιν και Tρότσκι δεν έχουν οιαδήποτε ιδέα για την ελευθερία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλοτριώνονται ήδη από το βρωμερό δηλητήριο της εξουσίας. Αυτό είναι ορατό από την επαίσχυντη ασέβεια στην ελευθερία του λόγου αλλά κι όλων των άλλων αστικών ελευθεριών για τις οποίες η δημοκρατία πάλεψε...
Ο Λένιν απαντά με απειλές, το 1919:
...Συμβουλή μου είναι ν' αλλάξετε τις απόψεις, τις ιδέες και γενικά τους τρόπους σας, διαφορετικά μπορεί να χάσετε τη ζωή σας.
Τον Αύγουστο του 1921 συλλαμβάνονται οι φίλοι του λογοτέχνες, Νικολάι Γκουμίλιοφ (Nikolai Gumilyov) κι η σύζυγός του Άννα Αχμάτοβα (Anna Akhmatova), για φιλομοναρχικές τάσεις. Γυρίζει εσπευσμένα στη Μόσχα πετυχαίνοντας να τους λευτερώσει με προσωπική διαταγή του ίδιου του Λένιν, μα όταν σπεύδει να τους δει, διαπιστώνει πως ήδη έχουν πυροβολήσει θανάσιμα τον Νικολάι. Κοντά σ' αυτά έρχεται η επιδείνωση της υγείας του, μια παλιά φυματίωση από τον καιρό που γυρνούσε στους δρόμους, και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, μεταναστεύει ξανά στο Κάπρι για λόγους υγείας. Τούτη τη φορά θα μείνει μέχρι το 1929.
Επιστρέφει στη Ρωσία κατά διαστήματα και δέχεται υποκριτικές τιμές από τον Στάλιν. Τ' όνομά του, χάρη προπαγάνδας του κόμματος, δίνεται σε κεντρική λεωφόρο και μετονομάζεται και η γενέτειρά του, επίσης ένα από τα μεγαλύτερα αεροπλάνα της εποχής στη Ρωσία, το Τουπόλεφ 20 ονομάζεται Γκόρκι, όπως κι ένα μεγάλο πάρκο μες στο κέντρο της Μόσχας. Είναι γεγονός πως το κόμμα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τ' όνομά του για να προωθήσει την προπαγάνδα του στον έξω κόσμο.
Το 1936 πεθαίνει ξαφνικά κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες, ενώ φήμες πως τονε δηλητηρίασε το καθεστώς Στάλιν, παραμένουν αναπόδεικτες. Πάντως οι Στάλιν και Μολότωφ, ήταν από κείνους που μεταφέρανε το φέρετρό του στη κηδεία. Αργότερα, το 1938, όταν εξετάστηκαν από τον Μπουχάριν κάποιες δαπάνες, ειπώθηκε πως τον σκοτώσανε πράκτορες του NKVD Yagoda. Η δε γενέτειρά του ξαναπήρε τη προηγούμενή της ονομασία (Νίζνι-Νόβγκοροντ) το 1990, μετά τη πτώση του κομμουνισμού.
Εργογραφία
Πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο με τη νουβέλα "Μακάρ Τσουντρά" το 1892. Ακολούθησαν τα έργα του "Η γριά Ιζεργκίλ", "Τσελκάς", "Είκοσι έξι και μία", "Βάριενκα Ολέσοβα", "Φομά Γκαρντέγιεφ", "Τα παιδικά μου χρόνια", "Τα πανεπιστήμιά μου" κ.ά. Μεταξύ των ετών 1907-1908 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του "Η μάνα", που αποτέλεσε και τη βάση για το σενάριο της ομώνυμης κλασικής ταινίας του σοβιετικού κινηματογράφου. Η διεθνής απήχησή του επιβεβαιώθηκε και με τα θεατρικά έργα του που ακολούθησαν. Πασίγνωστα είναι τα έργα "Οι μικροαστοί", "Οι εχθροί", "Στο βυθό", "Οι παραμεριστές" κ.ά.