Πέρασες καὶ εἶχες στὰ μαλλιὰ
ῥόδα καὶ φῶς καὶ εἶχες στὸ χέρι
κρῖνα λευκὰ καὶ στάχια ἀπ᾿ τὸν ἀγρό·
καὶ σὲ εἶδα καὶ εἶπα κι ἔφτασε
τὸ καλοκαίρι.
Μὰ ᾖρθες καὶ σκόρπισες τὰ στάχια στὸ νερό,
τὰ ρόδα στὸν ἀέρα
καὶ μὲ ἕνα κρίνο στάθηκες, ὠχρή,
σὰ φθινοπώρου μέρα.
(Βραδινοὶ θρύλοι)