Από τη ΒΙΚΗ ΤΣΙΩΡΟΥ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)
«Μπλόγκερ», ύστερα από παρότρυνση της γυναίκας του, επί περίπου έναν χρόνο, ο Ζοζέ Σαραμάγκου συγκέντρωσε και πάλι τα φώτα της δημοσιότητας με αποτέλεσμα να προβληματίζεται: «Αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι πως αν και έχω δημοσιεύσει τόσα βιβλία, ποτέ άλλοτε δεν είχα υπάρξει αντικείμενο μιας τόσο μεγάλης περιέργειας από την πλευρά των media. Είναι σχεδόν συγκλονιστικό. Βλέπω, εδώ, ότι πρόκειται για μια μυθοποίηση του blog, λες και είναι πανάκεια. Κι όμως, δεν είναι κάτι καινοτόμο. Η καρτ ποστάλ υπήρξε πρόγονος του blog», δηλώνει ο μεγάλος Πορτογάλος συγγραφέας στην εφημερίδα «Λε Μοντ».
Οσο για τη δημοκρατική πλευρά του Ιντερνετ, ο Σαραμάγκου λέει: «Υπάρχουν θεσμοί που τους ονομάζουμε δημοκρατικούς, είναι όμως όντως έτσι; Ασφαλώς έχουμε εκλογές, ελευθερία έκφρασης, αλλά κατά βάθος όλα είναι ένα αστείο».
Τα κείμενα που έγραψε στο blog του, τα συγκέντρωσε σε έναν τόμο με τον τίτλο «Το Τετράδιο» (Ο Caderno) όπου κανείς δεν ξεφεύγει από την αιχμηρή γραφή του: Ο «μέτριας ευφυΐας» και «αβυσσαλέας άγνοιας» Μπους, ο άγριος καπιταλισμός και οι τραπεζίτες υπεύθυνοι «οικονομικών εγκλημάτων ενάντια στην ανθρωπότητα», τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα αυτά της Αριστεράς, για τα οποία αναρωτιέται πού έχει πάει από τότε που ξέσπασε η κρίση αυτός «ο ορμονικός κομμουνισμός».
Βαθύτατα άθεος, ο Σαραμάγκου θεωρεί πως «ο Θεός είναι η σιωπή του σύμπαντος, και ο άνθρωπος η κραυγή που δίνει νόημα σε αυτή τη σιωπή». Χτυπά την καθολική Εκκλησία και καταγγέλλει τα ατιμώρητα εγκλήματά της, την ανάρμοστη πολυτέλεια που επιδεικνύουν οι καρδινάλιοι ή την ανάμειξή τους στις κρατικές υποθέσεις, όπως συμβαίνει στην Ισπανία.
Ο Ουμπέρτο Εκο, που υπογράφει την εισαγωγή στο «Τετράδιο», χαρακτηρίζει τον Πορτογάλο συγγραφέα «οργισμένο μπλόγκερ» ο οποίος θέτει ερωτήματα πάνω στο φαίνεσθαι των πραγμάτων, στη σταδιακή εξαφάνιση της ηθικής στον δημόσιο χώρο αλλά και στην έννοια της ελπίδας και της καλοσύνης:
«Η αληθινή επανάσταση που έχουμε ανάγκη είναι αυτή της καλοσύνης. Δυστυχώς, η κοινωνική περιφρόνηση αλλοίωσε αυτή τη λέξη. Είναι καιρός τώρα να της ξαναδώσουμε την έννοιά της».
Σε μια μεγάλη συνέντευξή του στο περιοδικό «Μαγκαζίν Λιτερέρ», ο Σαραμάγκου απαντά σε ερωτήσεις:
«Τα πράγματα είναι πάντα πιο εύκολα από ό,τι φανταζόμαστε. Δεν ήταν δική μου ιδέα να αποκτήσω ένα δικό μου blog, αλλά της γυναίκας μου, της Πιλάρ. Στην αρχή αντιστάθηκα, αλλά στη συνέχεια τα επιχειρήματά της με έπεισαν. Εχουμε δημιουργήσει ένα ίδρυμα στο οποίο προεδρεύει, και όπως φαίνεται είναι απαραίτητο, στην εποχή που ζούμε, να στήσουμε ένα site στο Ιντερνετ.
Επί περίπου ένα χρόνο έγραφα σ’ αυτό σχεδόν καθημερινά, μετά όμως χωρίς την ίδια επιμέλεια και δεν νομίζω πως θα συνεχίσω. Ομως δεν ξέρει ποτέ κανείς και δεν είναι συνετό να στοιχηματίζεις με το μέλλον».
Για τον στρατευμένο διανοούμενο λέει:
«Πολλοί συγγραφείς δηλώνουν απροκάλυπτα πως το έργο τους είναι η μόνη μορφή στράτευσης. Η πιθανώς μεγάλη σημασία του συγγραφικού τους έργου δεν συγχωρεί τέτοιου είδους δηλώσεις. Είναι σαν να λένε: “Ζω σε αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν του ανήκω”. Θα ήταν ενδιαφέρον να αναλύσουμε την ιδεολογική στρατηγική η οποία οδήγησε στη συστηματική εξαφάνιση της στράτευσης.
Αν είχα θαυματουργικά χαρίσματα, θα ανάσταινα ορισμένους Γάλλους συγγραφείς, με πρώτους τον Σαρτρ και τον Καμί. Πρέπει να πούμε στους συγγραφείς πως δεν μπορούμε να επιτρέψουμε κανέναν διαχωρισμό, όποιος κι αν είναι αυτός, ανάμεσα στους συγγραφείς που είμαστε και στους πολίτες που δεν μπορούμε να πάψουμε να είμαστε».
Στα έργα σας είναι φανερή η διάθεσή σας να επηρεάσετε τον κόσμο. Ελπίζετε πως μπορείτε να επιφέρετε αλλαγές στη συμπεριφορά των αναγνωστών σας και να διορθώσετε το μέλλον;
«Ναι, αλλά έχοντας συνειδητοποιήσει πως για να επιτύχεις έναν τέτοιο στόχο οι συγγραφείς δεν αρκούν. Θα ήθελα να πιστεύω πως ορισμένα από τα έργα μου ασκούν μια θετική δράση στους αναγνώστες, αλλά διαθέτω αρκετή διαύγεια για να δεχτώ πως το αποτέλεσμα αυτής της δράσης δεν ξεπερνάει την επιφάνεια του ανθρώπου. Κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ αφελής, τολμώ να πω πως είναι αναγκαίο και επείγον να ξαναβάλουμε την καλοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι εξίσου αναγκαίο και επείγον να εγκαλέσουμε ριζικά όλους τους παράγοντες που εμποδίζουν αυτή την αλλαγή: οικονομικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, πολιτισμικούς… Θα έλεγα πως δείχνω μεγάλη αισιοδοξία για έναν δομικά απαισιόδοξο άνθρωπο, όπως είμαι εγώ. Οι κυνικοί θα σχηματίσουν ένα χαμόγελο ανωτερότητας, αλλά αυτή είναι η δουλειά τους. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πληρώνονται γι’ αυτό!».
Από τα έργα σας φαίνεται πως μόνο το συλλογικό έχει ενδιαφέρον και ο ατομικισμός παρουσιάζεται σαν ένα λάθος απέναντι στην αρχή της υπευθυνότητας.
«Οι ερωτικές ιστορίες δεν λείπουν από τα μυθιστορήματά μου, αλλά ποτέ δεν έγραψα για μια ιστορία αγάπης. Για τον Αντόνιο που συνάντησε τη Μαρία, που την ερωτεύτηκε, και εκείνη αυτόν, που η αγάπη τους περνά πολλά, που είναι ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι. Αυτό δεν με ενδιαφέρει ούτε ως αναγνώστη, ούτε ως συγγραφέα.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι “το άτομο μέσα σε μία κατάσταση”, οι άνθρωποι που φαίνονται να περιμένουν μια απλή ζωή, μια ρουτίνα και που κάποια στιγμή, λόγω κάποιου ξαφνικού γεγονότος, υποχρεώνονται να αλλάξουν κατεύθυνση και συμπεριφορά. Οπως στην περίπτωση του κυρίου Χοσέ στο μυθιστόρημα “Ολα τα ονόματα”, και του Ρεϊμούντο Σίλβα, του διορθωτή, στην “Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας”.
Μια ξαφνική συλλογική κρίση μπορεί να με ενδιαφέρει στο μέτρο που μετατρέπεται σε μια ερώτηση. Σαν αυτή η κρίση να μπορούσε να μιλήσει και να ρωτήσει τα πρόσωπα: “Ποιοι είστε;”. Τα άτομα με ενδιαφέρουν, αλλά απεχθάνομαι τον ατομικισμό ως πηγή δεινών από τα οποία υποφέρει η ανθρωπότητα».
Αποδίδετε μεγάλη σημασία στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στη στωικότητα των αγροτών…
«Τα ηθικά χαρακτηριστικά ενός προσώπου δεν είναι ένα ετοιματζίδικο ένδυμα που μπορεί να ταιριάξει σε οποιοδήποτε σώμα. Μόνο στη δράση εκδηλώνονται και προσδιορίζονται. Αυτό που έλεγα προηγουμένως για τα πρόσωπα που βρίσκονται σε κάποια κατάσταση ταιριάζει τέλεια εδώ. Ο συγγραφέας άρχισε να γράφει χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν ο κύριος Χοσέ στο μυθιστόρημα “Ολα τα Ονόματα” και ούτε ο κύριος Χοσέ γνώριζε ποιος ήταν. Και οι δύο χρειάστηκε να περιμένουμε να συμβεί κάτι και αυτό να έχει κάποιο αντίκτυπο».
Στα βιβλία σας φαίνεται πως οι γυναίκες αντιστέκονται καλύτερα στις δύσκολες καταστάσεις, πως είναι πιο δυνατές. Στο «Τετράδιο» γράφετε: «Με αυτές, δεν θα είχε δημιουργηθεί χάος σε αυτόν τον κόσμο γιατί πάντα γνώριζαν τη διάσταση του ανθρώπινου»…
«Μια γυναίκα σε μια θέση εξουσίας -πολιτική ή οικονομική- είναι άνδρας. Οταν έπλαθα αυτό το εγκώμιο και πολλά άλλα στις γυναίκες, δεν είχα στον νου μου την υποβάθμιση ενός φύλου, του ανδρικού φύλου, και την υποκατάστασή του με το γυναικείο.
Εκτός από εντελώς εξαιρετικές καταστάσεις, το να απομακρύνεις ένα ανθρώπινο ον και να βάζεις στη θέση του ένα άλλο, όποιο κι αν είναι το φύλο του, δεν λύνει τίποτε. Στα διοικητικά συμβούλια των μεγάλων πολυεθνικών δεν υπάρχουν μόνον άνδρες. Είναι πιθανόν οι ιδιότητες με τις οποίες στολίζω τις γυναίκες να μην είναι αληθινές, αλλά έτσι θέλω να τις βλέπω».
Η Πορτογαλία είναι παρούσα στο έργο σας και τα μυθιστορήματά σας αναδεικνύουν γνωστές και άγνωστες στιγμές της Ιστορίας της. Αυτό το δέσιμο με τον τόπο σας δεν αποτελεί εμπόδιο σε μια οικουμενική θεώρηση του κόσμου;
«Χωρίς το τοπικό, το οικουμενικό δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Η Πορτογαλία είναι μια μικρή χώρα και το χωριό που γεννήθηκα είναι σχεδόν μικροσκοπικό.
Εχω δυνατή αίσθηση της σχετικότητας όλων των πραγμάτων, και αυτή μου επιτρέπει να πηγαίνω μπροστά, άλλοτε προσδεμένος στη χωριάτικη καταγωγή μου και άλλοτε ελεύθερος να αγκαλιάσω τον κόσμο στο σύνολό του. Χωρίς αντιφάσεις, χωρίς συγκρούσεις, χωρίς τραύματα. Για να περάσω από τη μία πλευρά στην άλλη, δεν είχα ποτέ την ανάγκη να σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι της πόρτας».
Το τελευταίο μυθιστόρημά σας «Ο Κάιν» προκάλεσε ακραίες και βίαιες αντιδράσεις. Το περιμένατε;
«Εχω συνηθίσει στις αντιδράσεις της καθολικής Εκκλησίας απέναντι στα βιβλία μου, αλλά στην περίπτωση του “Κάιν”, θεωρώντας πως το μυθιστόρημα δεν έχει καμία σχέση με την Παλαιά Διαθήκη, περίμενα μια καθαρά τυπική αντίδραση, μόνο και μόνο για να μην περάσει ασχολίαστο.
Δεν ήταν όμως έτσι. Οι Πορτογάλοι επίσκοποι και οι θεολόγοι όρμησαν με την ταχύτητα των σκύλων του Παβλόφ. Είναι αλήθεια ότι τους προκάλεσα λέγοντας σε συνεντεύξεις μου πως η Βίβλος, που είναι “ένα εγχειρίδιο κακών συμπεριφορών”, δεν έπρεπε να διαβάζεται από τα παιδιά.
Με κατηγόρησαν πως έκανα μια κατά γράμμα ανάγνωση του κειμένου, και τους απάντησα πως για μια συμβολική ανάγνωση θα έπρεπε να υπάρχει ένας θεολόγος δίπλα σε κάθε πιστό ή απλώς περίεργο αναγνώστη. Τον Απρίλιο ή τον Μάιο το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στην Ιταλία και έχω τεράστια περιέργεια να δω τι θα γίνει εκεί».
Είστε πραγματικά άθεος;
«Ναι, βαθύτατα άθεος για χιλιάδες λόγους. Θα θυμίσω μόνον έναν από αυτούς: Στη διάρκεια της αιωνιότητας που προϋπήρξε της δημιουργίας του σύμπαντος, ο Θεός δεν έκανε τίποτε. Στη συνέχεια, δεν ξέρουμε γιατί, πήρε την απόφαση να το δημιουργήσει. Το έκανε σε έξι ημέρες και την έβδομη ξεκουράστηκε. Και συνεχίζει να ξεκουράζεται μέχρι σήμερα και θα συνεχίσει να ξεκουράζεται στο διηνεκές. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να πιστεύουμε σε αυτόν;». *
Γιατί χάθηκαν οι «στρατευμένοι» συγγραφείς;
Υπάρχουν στρατευμένοι, πολιτικοποιημένοι συγγραφείς σήμερα; Μάλλον είναι σπάνιοι αν κρίνουμε από το ότι ελάχιστες φωνές πλέον υψώνονται για να καταγγείλουν τα κακώς κείμενα, να υπερασπιστούν μια ιδέα που πάει κόντρα στα στερεότυπα, στο κατεστημένο.
Συχνότερα συναντάμε διανοούμενους στο πλευρό πολιτικών αρχηγών, υπερασπιστές πολιτικών γραμμών και στρατηγικών που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες και τα όνειρα του απλού πολίτη, του μη προνομιούχου. Παλαιά, συγγραφείς όπως ο Σαρτρ, ο Καμί και πολλοί άλλοι βρέθηκαν στο πλευρό αυτών των ανθρώπων, σήμερα όμως σπανίζουν, σε σημείο που μπορούν να μετρηθούν εύκολα.
Ο Νοτιο-Αφρικανός Αντρέ Μπρινκ, που πολέμησε το απαρτχάιντ· ο Αντόνιο Ταμπούκι, που σύρεται στα δικαστήρια από τον πρόεδρο της ιταλικής Βουλής, ο Ρενάτο Σκίφανι, γιατί έγραψε πως είχε υπάρξει σύμβουλος σε μια μαφιόζικη εταιρεία. ο Ορχάν Παμούκ, που τόλμησε να μιλήσει για τη γενοκτονία των Αρμενίων· ο Αμος Οζ, που αγωνίζεται ενάντια σε κάθε είδους πολιτικές ακρότητες· η Βιετναμέζα Duong Thu Huong και ο Αμερικανός Ράσελ Μπανκς.
Πάνω σε αυτό το θέμα δύο Γάλλοι συγγραφείς της νέας γενιάς εκφράζουν τις απόψεις τους:
**Πατρίκ Μπεσόν: «Ενας καλλιτέχνης είναι και έμπορος. Το να στρατευθείς με μια παράταξη, είναι σαν να φορτώνεσαι κάποιον. Η στράτευση είναι αντιεμπορική.
Το πρόβλημα τώρα είναι πως η εμπορική πλευρά της δουλειάς του συγγραφέα -ο οποίος δεν θα έπρεπε να επεμβαίνει παρά μόνον όταν θα είχε τελειώσει το βιβλίο του- εμφανίζεται ευθύς εξ αρχής. Σαν, ας πούμε, ο Φλομπέρ, αντί ολοκληρώνοντας τη «Μαντάμ Μποβαρί» να ανησυχούσε για το αν θα πουλήσει ή όχι, να αναρωτιόταν εξ αρχής πώς να το γράψει προκειμένου να πουλήσει.
Οσο για μένα, στρατεύτηκα τρεις φορές μέχρι τώρα: με τους κομμουνιστές, με τη συμμετοχή μου στην αριστερίστικη εφημερίδα L’ Idiot International, και με τους Σέρβους. Την πρώτη φορά, θεώρησα άδικη τη δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Κ.Κ. Γαλλίας το οποίο έχει κάνει αρκετά πράγματα στη Γαλλία. Μετά έγραψα στην εφημερίδα L’Idiot στο πλαίσιο μιας επιχείρησης υποτίμησης του Μιτεράν. Στη δεκαετία του 1980, ο Τύπος παρουσίαζε τον Μιτεράν σαν Θεό.
Οσο για τους Σέρβους, με δεδομένα αυτά που έλεγαν για αυτούς εκείνη την εποχή, αναρωτιόμουν μέχρι πού μπορούσε να φτάσει αυτή η σύμπνοια μίσους, μήπως σε μια γενοκτονία; Επειδή γνωρίζω καλά τους Σέρβους, τους υπερασπίστηκα. Αν είχα κρύψει τις πεποιθήσεις μου από φόβο να χάσω το μισό κοινό μου, θα θύμωνα με τον εαυτό μου, και είμαι ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο δεν μπορώ να θυμώσω.
Δεν ξέρω αν η στράτευσή μου χρησίμευσε σε κάτι. Δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε αν ένα βιβλίο χρησιμεύει σε κάτι. Αυτό που ξέρω είναι ότι στη γιορτή του ΚΚΓ, τον περασμένο Σεπτέμβρη, είχε πολύ κόσμο, πως η λατρεία στο πρόσωπο του Μιτεράν τελείωσε και πως η Σερβία σύντομα θα είναι μέλος της Ε.Ε.
Αυτές οι θέσεις που πήρα με έπληξαν επικοινωνιακά; Δύσκολο να το πω. Αν όμως δεν είχα εκτεθεί παίρνοντας αυτές τις θέσεις, δεν θα ήμουν ο εαυτός μου, θα είχα γράψει άλλα βιβλία, και ίσως να μην είχαν πάει καλά. Ομως για έναν συγγραφέα όποιο κι αν είναι το πολιτικό σύστημα της χώρας όπου ζει, δεν είναι καλό γι’ αυτόν να μην έχει ποτέ λογοκριθεί».
**Γιανίκ Ενέλ: «Το να λέμε ό,τι σκεφτόμαστε δεν είναι υποχρεωτικό. Δεν παρεμβαίνω σε δημόσιες συζητήσεις, γιατί κατά την άποψή μου το να μην παρεμβαίνεις είναι μια πολιτική στάση. Οσα με απασχολούν, όμως, είναι όλο και περισσότερο πολιτικά ζητήματα. Στο επόμενο μυθιστόρημά μου, θέτω το ερώτημα τι απέγιναν στη Γαλλία οι ιδέες της σύρραξης, της επανάστασης. Ομως δεν μπορώ να παρεμβαίνω σε συζητήσεις που προκαλούνται από την επικαιρότητα.
Το να είσαι όλο και πιο πολιτικοποιημένος, για μένα σημαίνει να είσαι όλο και πιο πολύ αντικοινωνικός: το επικοινωνιακό είναι πάνω από όλα ένα παιχνίδι ρόλων και ειλικρινά δεν έχω καμία διάθεση να παίξω σ’ αυτό.
Αραγε μπορεί σήμερα να υποστηριχθεί ένας πολιτικός λόγος; Δεν νομίζω. Υπάρχει μια επικοινωνιακή παρέμβαση σε όλες τις σκέψεις που τις ακυρώνει. Παλαιότερα, η εξουσία επιβαλλόταν στους ανθρώπους φιμώνοντάς τους, σήμερα βάζοντάς τους να μιλούν για οτιδήποτε».