Ο Χέρμαν Έσσε (Hermann Esse) γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1877 στην πόλη Καλβ του Μέλανος Δρυμού και πέθανε στις 9 Αυγούστου 1962 στην Ελβετία πλήρης ημερών. Υπήρξε ο πολυγραφότερος και μαζί με τον Τόμας Μαν (του οποίου υπήρξε φίλος) διασημότερος γερμανός συγγραφέας του 20ού αιώνα και από τους κυριότερους εκπροσώπους του κεντροευρωπαϊκού πνεύματος.
Ποιητής, πεζογράφος και ζωγράφος, τιμήθηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία του γερμανόφωνου κόσμου. Η απήχηση του έργου του όμως ήταν τεράστια όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Γι' αυτό και το 1942 η Σουηδική Ακαδημία τού απένειμε το Βραβείο Νομπέλ.
Έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα στο χριστιανικό και αντεθνικό κλίμα της οικογένειάς του. Από την εφηβεία του όμως, η φιλοσοφική ανεξάρτητη φύση του άρχισε να συγκρούεται με τις θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές αξίες της εποχής του και την οικογένεια, κυρίως με τον πατέρα του. Οι γονείς του τον προόριζαν για το ιερατικό επάγγελμα και έτσι φοίτησε σε διάφορα εκκλησιαστικά σχολεία. Αναγκάστηκε να σπουδάσει θεολογία στο Μάουλμπρον. Όμως, μετά από λίγο διάστημα έφυγε (1892), καθώς δεν μπορούσε να αντέξει, καθώς έλεγε, «τη στενότητα και την έλλειψη ανεκτικότητας αυτού του είδους αγωγής», με επακόλουθο να υποστεί επανειλημμένες ψυχικές διαταραχές και να κλειστεί κατά διαστήματα από τους γονείς του σε ψυχιατρείο. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, καθώς «από τα 13 μου ήταν φανερό πως ήθελα να γίνω ποιητής ή τίποτα. Επιτρεπόταν να είσαι ποιητής, το να θέλεις να γίνεις όμως ήταν γελοίο, ντροπή», ανέφερε στο «Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα» (1925).
Ο Έσσε ξεπέρασε την κρίση εγκαταλείποντας το πατρικό του σπίτι και τις αξίες των γονιών του. Εργάστηκε για ένα διάστημα στο βιβλιοπωλείο Έσλιγκεν, κατόπι στο μηχανουργείο της Καλβ και κατέληξε στο βιβλιοπωλείο του Τύμπιγκεν, όπου άρχισε να εκφράζει δημιουργικά τις υπαρξιακές του ανησυχίες δίνοντάς τους λογοτεχνική μορφή. Τα πρώτα λογοτεχνικά του έργα σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και με αυτά άρχισε μια μακρά επιτυχημένη συγγραφική πορεία.
Το 1911 ταξίδεψε στην Ινδία και η επαφή του με την ινδική φιλοσοφία αποτέλεσε σταθμό τόσο στη ζωή όσο και στη συγγραφική του πορεία. Το 1912 μετανάστευσε στην Ελβετία, διαμαρτυρόμενος για το μιλιταριστικό πνεύμα που αναπτυσσόταν στη Γερμανία. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, έγινε υπέρμαχος της ειρήνης, δίπλα στο Ρομαίν Ρολάν, την οποία υπερασπίστηκε με δημοσιεύματα στον τύπο και συμμετέχοντας σε μια οργάνωση που βοηθούσε γερμανούς αιχμαλώτους. Κατακρίθηκε έντονα για τη στάση του αυτή, γεγονός που τον ώθησε στο να αποφασίσει να εγκατασταθεί οριστικά στην Ελβετία το 1919, και να πάρει το 1923 την ελβετική υπηκοότητα.
Το διάστημα αυτό ήρθε σε επαφή με τους ψυχαναλυτές της Βέρνης. Η γνωριμία του με την ψυχολογία του Γιουγκ, μέσα από ένα μαθητή του ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τον κόσμο της ψυχανάλυσης, αποτέλεσε το δεύτερο σταθμό ζωής για τον Έσσε ως άνθρωπο και δημιουργό.
Από το 1930 ο Ελβετός Μαικήνας Χανς Μπόντμπερ του παραχώρησε, εφ όρου ζωής, ένα σπίτι στο χωριό Ποντανιόλα στο Τεσσίνο, όπου και παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Στο σπίτι αυτό έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των έργων του. Το 1946 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκαίτε και ένα χρόνο αργότερα, το 1947, με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στην Ελβετία το 1947.
Από πολλούς μελετητές το έργο του θεωρείται ότι έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία με επιρροές, όπως ο ίδιος αναφέρει, «από τις αξίες της οικογένειάς μου, τη μελέτη των μεγάλων κινέζων δασκάλων και τον ιστορικό Γιάκομπ Μπούρκχαρντ» και την ψυχανάλυση. Θα μπορούσαμε όμως να προσθέσουμε ότι αυτό που διαποτίζει όλο το έργο του είναι ένα άρωμα εσωτερισμού.
Βασικά θέματα των έργων του: η προσπάθεια του ατόμου να χτίσει έναν ακέραιο και αρμονικό εαυτό, η αναζήτηση της χαμένης ενότητας του Είναι και της ολοκλήρωσης, του κόσμου και της Ζωής, η αναζήτηση μιας διαχρονικής ηθικής, η άρνηση της θρησκευτικής αυθεντίας, των ισοπεδωτικών κοινωνικών κανόνων, των τυπικών διαχωρισμών καλού-κακού που εξυπηρετούν «σκοτεινούς» σκοπούς, του τεμαχισμού και της διαίρεσης του ορθολογισμού.
Στο πρώτο του έργο «Πήτερ Κάμενσιντ» (1904) αντιπαραθέτει στο σύγχρονο πολιτισμό και στις αξίες των σύγχρονων ανθρώπων που «του φαίνονταν χορτάτοι, υπερβολικά ικανοποιημένοι από το βίο και την πολιτεία τους, περισσότερο απο ό,τι θα έπρεπε συμβιβασμένοι» την αξία και ομορφιά της φύσης.
«Ήθελα να σας θυμίσω ότι δεν είμαστε θεοί, που μόνοι και αβοήθητοι δημιουργήσαμε την ύπαρξή μας αλλά παιδιά και συστατικά μέρη της γης, του κοσμικού σύμπαντος." Ήθελα να σας θυμίσω ότι μαζί με τα τραγούδια των ποιητών και τα όνειρα της νύχτας μας, ποτάμια, θάλασσες, ταξιδιάρικα σύννεφα και καταιγίδες, γίνονται σύμβολα, φωλιές μιας νοσταλγίας που ζυγιάζει ανάμεσα γης και ουρανού τα φτερά της και που μόνος σκοπός της είναι η θριαμβευτική επιβεβαίωση της αθανασίας κάθε ζωντανού πλάσματος. Οροσειρές, θάλασσες και πράσινα νησιά, σε όλα ήθελα να δώσω δυνατή ελκυστική φωνή, να σας μιλήσουν και να σας αναγκάσω έτσι να δείτε πόσο πολύπλευρη, παλλόμενη είναι η ζωή που ανθίζει και ξεχύνεται παντού, έξω από τις πολιτείες και τα σπίτια σας.»
Ακολουθεί το «Κάτω από τον τροχό» (1906) ,στο οποίο πραγματεύεται τα προβλήματα της εφηβείας και το αιώνιο πρόβλημα του διαφορετικού παιδιού που μεγαλώνει μόνο του σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ο ήρωάς του Χανς Γκίμπενραθ, που λόγω της μεγαλοφυΐας του αναγκάζεται να ενταχθεί σε ένα αυστηρότατο κολέγιο ευφυών παιδιών, αντιδρά στην ισοπέδωση μιας αμφισβητήσιμης μηχανιστικής αγωγής. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητά του, συνειδητοποιεί όμως ότι είναι αδύναμος να αντισταθεί σε ένα σύστημα που ισοπεδώνει τα πάντα. Η σύγκρουση των κυρίαρχων αξιών μιας κοινωνίας, που για να προστατέψει τη συνοχή της συντρίβει κάθε διαφορετικότητα, κορυφώνεται δραματικά με το θάνατο του ήρωα.
Στον Κνουλπ (1915), παρουσιάζει ένα πρότυπο χαρακτήρα, τον «κατεργάρη», για να δηλώσει ότι την αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξη την εκφράζουν αυτοί που η κοινωνία τους έχει απορρίψει, ένα πρότυπο «αλήτη», περιπλανώμενου κατά την ετυμολογική έννοια της λέξης (αλώμαι = περιπλανιέμαι).
Στο «Ντέμιαν» (1919), έργο ψυχογραφικό, ποιητικό και φιλοσοφικό, που άσκησε μεγάλη επίδραση κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, ο ήρωας αναζητά την ολοκλήρωσή του, με οδηγό τον Ντέμιαν, μορφή άλλοτε θεϊκή, άλλοτε σκοτεινή, σύμβολο του αιώνιου ανθρώπου. Ο νεαρός Εμίλ Σίνκλερ ανακαλύπτει πως «μέσα μας κατοικεί η ίδια αδιαίρετη θεότητα που έπλασε τη φύση, ώστε αν ο εξωτερικός κόσμος καταστρεφόταν ο καθένας μας θα ήταν ικανός να τον ξαναχτίσει " γιατί κάθε μορφή της φύσης βρίσκεται μέσα μας και είναι δημιούργημα της ψυχής, που η ουσία της είναι η αιωνιότητα και μόλο που μας είναι άγνωστη τη νοιώθουμε σαν μια δύναμη αγάπης και δημιουργίας». «Ο καθένας σύγκειται από ολόκληρο τον κόσμο και όπως το σώμα μας μεταφέρει τις διάφορες βαθμίδες της εξέλιξής μας από ψάρι και παραπέρα, έτσι μέσα στην ψυχή μας περικλείουμε ό,τι βίωμα δέχτηκε το ανθρώπινο μυαλό. Όλοι οι θεοί και οι δαίμονες που υπήρξαν είτε ανάμεσα στους Έλληνες, είτε στους Κινέζους και στους Ζουλού, όλοι βρίσκονται μέσα μας, υπάρχουν σαν πιθανότητες, επιθυμίες, διέξοδοι». Και στο ερώτημα «ποια είναι η αξία του ατόμου; Γιατί αγωνιζόμαστε αν έχει κιόλας συντελεστεί η ολοκλήρωση μέσα μας;» απαντά «υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να έχουμε μέσα μας τον κόσμο και στο να τον γνωρίζουμε συνειδητά. Δε λογαριάζεις βέβαια για ανθρώπους όλα τα δίποδα που περπατούν στο δρόμο μόνο και μόνο επειδή στέκουν όρθια και περπατούν και κουβαλάνε τα παιδιά μέσα στην κοιλιά τους εννιά μήνες, οι δυνατότητες να γίνουν άνθρωποι υπάρχουν στον καθένα μα μόνο σαν τις συνειδητοποιήσουν και τις κάνουν ως ένα σημείο κτήμα τους τότε μπορούν να πουν ότι τις κατέχουν.»
Στο «Σιντάρτα» (1922), το «ινδικό παραμύθι» που είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του Βούδα και τη σοφία της ανατολής, «ο Σιντάρτα, ο όμορφος γιος του Βραχμάνου, το νιο γεράκι, μαζί με τον Γκοβίντα το φίλο του» ξεκινούν ένα ταξίδι στον κόσμο και στον εαυτό τους, αναζητώντας το σωστό δρόμο. «Ζητάω θα πει: έχω ένα σκοπό. Βρίσκω όμως σημαίνει: είμαι ελεύθερος, στέκομαι ανοιχτός, δεν έχω κανένα σκοπό. Μπορεί κανείς να μεταδώσει τη γνώση, αλλά όχι τη σοφία. Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, να τη ζήσει, να ενισχυθεί από αυτή, να κάνει με αυτή θαύματα αλλά δεν μπορεί να την πει και να τη διδάξει. Μια αλήθεια που μπορεί να διατυπωθεί και να περιβληθεί με λόγια είναι πάντα μονόπλευρη· ο κόσμος όμως δεν είναι ποτέ μονόπλευρος, ποτέ δεν είναι ένας άνθρωπος ολότελα άγιος ή εντελώς αμαρτωλός. Κι αν φαίνεται έτσι, είναι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη πως ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό.» Το Σιντάρτα έγινε κάτι σαν ευαγγέλιο για τις γενιές του ποπ, του ροκ και της μεταμαρξιστικής αμφισβήτησης, παρουσιάζοντας ένα κόσμο όπου η πείρα και η γνώση κατακτώνται, δε χαρίζονται, όπου ο έρωτας είναι μαθητεία και όπου η ζωή προχωρά προς το αύριο με «το χαμόγελο της ενότητας».
«Έβλεπε αντί για το πρόσωπο του φίλου του Σιντάρτα ένα ποταμό από πρόσωπα που κυλούσε, που έρχονταν και περνούσαν και έμοιαζαν ταυτόχρονα να είναι όλα παρόντα, που άλλαζαν και ανανεώνονταν συνεχώς και που ήταν όλα Σιντάρτα.. έβλεπε αυτές τις μορφές και τα πρόσωπα σε χιλιάδες σχέσεις μεταξύ τους, το ένα να βοηθάει το άλλο, να αγαπιούνται, να μισούνται, να καταστρέφονται, να ξαναγεννιούνται και πάνω απο όλα υπήρχε μόνιμα κάτι λεπτό, ανυπόστατο και όμως υπαρκτό, αυτό το χαμόγελο της ενότητας πάνω από τα σχήματα που κυλούσαν πάνω από τις χιλιάδες γεννήσεις και θανάτους».
Στο «Λύκο της στέπας»(1927) οι ψυχαναλυτικές εμπειρίες του Έσσε δημιουργούν την εικόνα του αρπακτικού θηρίου, για να δηλώσουν το αχαλίνωτο ορμέμφυτο και το χαοτικό στοιχείο του ανθρώπου που δεν καταφέρνει να συμβιβάσει το θεϊκό με το δαιμονικό μέρος του, τα ένστικτα με το Πνεύμα, σε ένα έργο που χαρακτηρίζει ως «ένα ταξίδι στην κόλαση του εαυτού του πορεία στο χάος ενός σκοτεινιασμένου ψυχικού κόσμου». Παράλληλα, το έργο αυτό αποτελεί έντονη κριτική στην αστική κοινωνία, στην αλλοτρίωση και την υποκρισία που κυριαρχούν στο σύγχρονο πολιτισμό και άνθρωπο.
Στο «Νάρκισσο και Χρυσόστομο» (1930), που απετέλεσε τη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία του Έσσε, το δίπολο φως - σκοτάδι, άσπρο -μαύρο, καλό - καλό, αλήτης-μοναχός, ασκητισμός - εμπειρία ή παιχνίδι της ζωής, θεός - δαίμονας συμφιλιώνονται στα πρόσωπα των συμπληρωματικών ηρώων του. Πρόκειται για μια εξαιρετική παρουσίαση του παιχνιδιού των αντιθέτων και συμπληρωματικών, που όπως μας διδάσκει το ΤΑΟ εναλλάσσονται στον κύκλο της ζωής.
Το 1932 δημοσιεύεται το «Ταξίδι στην Ανατολή», βαθιά εσωτερικό κείμενο, στο οποίο περιγράφεται η μυητική οδοιπορία του Τάγματος, μιας αδελφότητας όλων των πνευματικών ανθρώπων του κόσμου που αναζητούν την αλήθεια. Ο Έσσε προβάλλει την ύπαρξη μιας τέτοιας αδελφότητας ως μια τελευταία ελπίδα για τον απειλούμενο κόσμο «από καταστροφές και πολέμους από την κόλαση της φωτιάς που έχει φτάσει ως τα πόδια μας». Στο έργο αυτό ο αναγνώστης μπαίνει σε προβληματισμό με τα στοιχεία που αναφέρει για το Τάγμα, όπως η λειτουργία, οι κανόνες, οι δοκιμασίες, ο όρκος σιωπής, τα 4 Στοιχεία, το δακτυλίδι. Περιγράφει καταστάσεις που έχει διαβάσει κάπου, που του ειπώθηκαν; Και αν ναι, πώς γνωρίζει τόσο καλά την ψυχολογία των μελών (ενεργών και όσων έφυγαν) του Τάγματος, τις παγίδες οι οποίες περιμένουν στο δρόμο, τα όπλα - αρετές για την αντιμετώπισή τους, τις δυσκολίες από την έλλειψη κατανόησης του κόσμου και πολύ περισσότερο την ουσία και τους σκοπούς; Μήπως ανήκε ο ίδιος σε κάποιο Τάγμα, είχε μυηθεί;
«Καλά διαπαιδαγωγημένος στη διάρκεια του χρόνου της δοκιμασίας μου, ορκίστηκα, απαρνήθηκα τις δεισιδαιμονίες του κόσμου και φόρεσα το δαχτυλίδι του Τάγματος στο δάχτυλό μου με τα λόγια: σε γη και ουρανό, σε νερό και σε φωτιά με κάλεσε να είμαι σταθερός στην πίστη, θαρρετός στον κίνδυνο και να αγαπώ τους συνανθρώπους μου το δακτυλίδι είχε 4 πέτρες ήταν κανόνας του Τάγματος να γυρίζω το δακτυλίδι τουλάχιστον μια φορά την ημέρα και σε κάθε πέτρα να φέρνω στο νου μου μια από τις 4 βασικές εντολές του όρκου, η εκστρατεία στην Ανατολή δεν ήταν μόνο δική μου και για τώρα, αυτή η πομπή κινιόταν συνεχώς και ακατάπαυστα προς την Ανατολή, στην πατρίδα του Φωτός, προς τη Γενέτειρα. Πού πηγαίνουμε αλήθεια; Πάντα στην πατρίδα (Νοβάλις) η ανατολή δεν ήταν κάτι γεωγραφικό αλλά η πατρίδα και τα νιάτα της ψυχής, ήταν παντού και πουθενά, ήταν η ενότητα όλων των εποχών».
Το «Παιχνίδι με τις χάντρες» (1943) αποτελεί κατά πολλούς το αριστούργημά του. «Οι κανόνες αυτού του παιχνιδιού συνιστούν ένα είδος υψηλά ανεπτυγμένου αποκρυφιστικού γλωσσικού οργάνου που το συγκροτούν πλήθος επιστήμες και τέχνες, ειδικότερα όμως τα Μαθηματικά και η μουσική και έχει την ικανότητα να αποκαθιστά σχέσεις ανάμεσα στο περιεχόμενο και τα πορίσματα όλων σχεδόν των γνωστικών συστημάτων. Έτσι είναι ένας τρόπος να παίξει κανείς ελεύθερα με το σύνολο των περιεχομένων και αξιών του πολιτισμού μας» και ο κάτοχος της γνώσης του παιχνιδιού αναδεικνύεται σε Μάστορα, Δάσκαλο, Μάγιστρο, Μύστη.
http://biographies.nea-acropoli.gr
ΤΟ ΒΗΜΑonline