Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Ειδήσεις Google

9 Φεβ 2011

Διονύσιος Σολωμός (8 Απρ. 1798 - 9 Φεβρ. 1857)

"Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό". Ξάστερη, δυνατή, φλογερή διασχίζει τα χρόνια η φωνή του εθνικού μας ποιητή, δίνοντας στους Έλληνες το μεγάλο παράγγελμα.
Αγωνιστής του εθνικού ιδανικού και της αλήθειας, που τα βλέπει σφιχτοδεμένα στη βαθύτερη ουσία της εθνικής μας ζωής και της ιστορίας του έθνους του, ο Σολωμός διέπρεψε ως κατ' εξοχήν ποιητής της λευτεριάς. Στην τέτοια διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας σίγουρα συνετέλεσε η ευρωπαϊκή του μόρφωση κι η βαθιά επαφή του με το φιλελεύθερο ρομαντισμό της σύγχρονης του ευρωπαϊκής ποίησης, η γνωριμία του - και προσωπική - με τα φιλελεύθερα ρεύματα γενικά της ανάστατης τον καιρό εκείνο της Ευρώπης. Και της μεγάλης αμερικανικής επανάστασης οι αντίλαλοι, που αρκετά διοχετεύτηκαν στο έργο του και ξεχωριστή θέση βρήκανε σ' αυτό, φαίνεται πως όχι λίγο ενίσχυσαν στην ψυχή του και στο πνεύμα του τις φιλελεύθερες καταβολές. Ο βασικός όμως επηρεασμός ήρθε στην πνοή της σολωμικής ποίησης από το ίδιο το αίμα του δημιουργού της.
Παιδί της αγωνιζόμενης Ελλάδας, αυτό τον αγώνα βύζαξε απ' τα στήθια της μάνας του. Αυτό τον αγώνα πρωτοανάσανε στον αέρα των παιδικών του χρόνων. Αυτό τον αγώνα, που συνοψιζότανε σε μια λέξη πελώρια, στ' όνομα "Λευτεριά", κουβάλησε στ' άδυτα της ψυχής του, σαν άφηνε, παιδάκι ακόμα, τα χώματα της πατρίδος.

Στη "φιλτάτη πατρίδα", στη "θαυμασία νήσο" του Ανδρέα Κάλβου, στη Ζάκυνθο, έπεσε και στην ψυχή του Σολωμού ο σπόρος της μεγάλης ποίησης. Κι είναι παράξενο - ή αξιοπρόσεχτο τουλάχιστον - πόσο ίδια κατά βάθος (μ' όλες τις τεράστιες εξωτερικές ανομοιότητες) στάθηκε στους δύο αυτούς "ασυνάντητους" σχεδόν σύγχρονους μεγάλους η ζωή. Όσο ίδια, μ' όλες πάλι τις τεράστιες ανομοιότητες της επιφάνειας, στέκεται κι η ποίησή τους.
Μια ποίηση, και των δυο, γεννημένη, στην Επανάσταση, από την Επανάσταση και για την Επανάσταση. Μια ποίηση όπου, με θεμέλιο το φοβερό κι ασίγαστο μίσος κατά της τυραννίας, χτίζεται το φλογερό οικοδόμημα της λευτεριάς. Μια ποίηση επική και διθυραμβική, με ήρωες κεντρικούς τους χιλιάδες θρυλικούς αγωνιστές του Εικοσιένα.
Με ήρωες τους απλούς, εκείνους φουστανελοφόρους και βρακοφόρους που, ανεβάζοντας τους στα ύψη, τους τοποθετεί πλάι στο ολόλαμπρο άρμα του ομηρικού Αχιλλέα και στις δοξασμένες αθάνατες σαλαμινομάχες αισχυλικές ψυχές.
Τους αγνούς και ακατέργαστους εκείνους χωριάτες και νησιώτες, τους κατεργασμένους μονάχα από τα βάσανα τετρακοσάχρονης σκλαβιάς κι από τα μαθήματα τετρακοσιάχρονης λαχτάρας γι ανάσταση του Γένους και για λυτρωμό.
Κάλβος και Σολωμός. Και οι δύο εθήτευσαν στη φιλελεύθερη σκέψη. Και οι δύο εθήτευσαν στον επαναστατικό ρομαντισμό. Και οι δύο αναχώνευσαν τα δάνεια στοιχεία και τις επιδράσεις στο καμίνι της ρεαλιστικής πατριωτικής έξαρσης.
Κι αν ο πρώτος στάθηκε περισσότερο άκαμπτος στην απαίτηση για ολοκληρωτική θυσία και για αρετή, ο δεύτερος έσκυψε περισσότερο αδελφικός στ' ανθρώπινα πάθη, πιο ευαίσθητος στα καλέσματα της ζωής, λιγότερο απόλυτος αλλά το ίδιο αφοσιωμένος, λιγότερο αυστηρός αλλά καθόλου μην υποστέλλοντας τη σημαία της αντρειοσύνης.
Κι αν ο πρώτος ανεβάζει σε κορφές το βάθος του στοχασμού και το ηθικό ανάστημα του ανθρώπου, ο δεύτερος υψώνει τη φλόγα της ελεύτερης και της αγαπημένης ζωής σε μιαν άφατη γλύκα που σφιχτοσμίγοντας με τον εξαγνιστικό πόνο ανεβάζουνε τον άνθρωπο στην περιοχή της αρμονίας και της ομορφιάς.
Ο Διονύσιος Σολωμός, όπως ακριβώς κι ο Κάλβος, τα πρώτα του βήματα στο χωράφι της τέχνης τά ‘κανε κι αυτός στην Ιταλία και στα Ιταλικά. Βασική αρχή στην καλλιτεχνική του δημιουργία στάθηκε η αδιάκοπη συνεργασία πνεύματος και συναισθήματος, στη διαπασών της απόδοσής του. "Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα θερμά να αισθανθεί η καρδιά ό,τι ο νους συνέλαβε", απαντούσε στο διάσημο Ιταλό ποιητή Μόντι που τον πείραζε για το κριτικό βασάνισμα στο οποίο ο νεαρός τότε Έλληνας φίλος του συνήθιζε να υποβάλλει τα έργα της φαντασίας.
Δεν ξέρουμε βέβαια κατά πόσο τήρησε ο ίδιος την σειρά αυτή στην επεξεργασία του υλικού του, να συλλαμβάνει δηλαδή πρώτα το μυαλό κι ύστερα να ντύνει τις συλλήψεις με την θέρμη του το συναίσθημα, είναι όμως αναμφισβήτητο ότι την αρχή της συνεργασίας των δύο αυτών δυνάμεων της δημιουργίας την τήρησε σταθερά, όπως σταθερά και βασανιστικά επεξεργαζότανε της ποίησής του το υλικό, μοχθώντας πάνω σ' αυτό και εξαντλώντας τις ψυχικές και τις πνευματικές του δυνάμεις στην αδιάκοπη αναζήτηση της τελειότητας.
Γιατί στ' αλήθεια, κανείς ίσως άλλος Έλληνας ποιητής δεν αναζήτησε όσο αυτός την τελειότητα του στίχου και κανένας, οπωσδήποτε, δεν έδωσε όσο αυτός αποτελέσματα από την άποψη αυτή. Πολυδουλεμένος και καλοδουλευμένος με μια υπέροχη μαστοριά, ο στίχος ο σολωμικός φαντάζει πολλές φορές σα σμιλευτός, παίρνοντας μια περιεκτικότητα και μια συμπυκνωτικότητα καταπληκτική.
Ο Κάλβος συνάντησε την αδιαφορία και την άγνοια. Ο Σολωμός, που από την πρώτη στιγμή κυριάρχησε στο νεοελληνικό ουρανό σαν ο μεγάλος, ο μοναδικός ποιητής, αντιμετώπισε - κι όσο ζούσε και μετά τον θάνατο του ακόμα πιο πολύ - την εχθρότητα και την πολεμική. Στόχος η γλώσσα του. Ο Σολωμός, είπανε εν χορώ οι επικριτές του, δεν ήξερε καν τα ελληνικά. Συνελάμβανε στα ιταλικά και μετέφραζε τους στίχους στην γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού!
Γύρω από το θέμα τούτο, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη φιλολογική διένεξι. Τη σημαία της σολωμικής γλώσσας, όπως κι ολόκληρης της σολωμικής δημιουργίας, σήκωσαν ψηλά οι ποιητές κι όλοι οι λογοτέχνες της Εφτανησιακής σχολής, που αναγνώριζαν για γενάρχη τους το Σολωμό. Κι αργότερα ο Παλαμάς, πρωτοστατώντας στην κίνηση για την ανανέωση της ελληνικής γλώσσας με βάση τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, όχι μονάχα υποστήριξε τη θέση της εφτανησιώτικης σχολής, παρά και θεώρησε την υιοθέτηση της γλώσσας αυτής από τον Σολωμό σαν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της προσφοράς του στο νεοελληνικό πολιτισμό. Εξισώνοντας την αξία του στοιχείου αυτού προς την αξία των άλλων βασικών στοιχείων της ποιητικής του δημιουργίας, έγραφε: "Τριών μεγάλων εθνοπλαστικών ιδεών λαμπρά ενσάρκωσις είναι η ποίησις του Σολωμού: Της ιδέας της πατρίδος, της ιδέας του ωραίου, της ιδέας της γλώσσης".
Την άποψη αυτή που διατυπωνόταν από τον Παλαμά στις τελευταίες στιγμές του προηγουμένου αιώνα, θα μπορούσε βέβαια ο σύγχρονος κριτής να τη θεωρήσει υπερβολική. Γιατί ασφαλώς η πατρίδα και το ωραίο κινούνται στην περιοχή των καθολικότερων αξιών, ενώ η γλώσσα είναι όργανο, αποφασιστικής σημασίας αλλά πάντως όργανο, που προορισμός του είναι να υπηρετεί τις τέτοιες αξίες. Όσο όμως κι αν δεχτούμε την άποψη αυτή για υπερβολική (μια υπερβολή, εξάλλου, που απόλυτα την δικαιολογεί η απ' αφορμή το γλωσσικό πολεμική ατμόσφαιρα της εποχής), η αποδοχή αυτή οπωσδήποτε δεν θα μας φέρει στο στρατόπεδο των επικριτών, ούτε καν στο στρατόπεδο εκείνων που βρίσκουν την αλήθεια στη μέση. Κι ας δεχτούμε ακόμα ότι κι οι ίδιοι μπορούμε πολλές φορές να διακρίνουμε στο σολωμικό έργο μια δυσκολία, ή μια έλλειψη άνεσης έστω στην ελληνική έκφραση, συγκρίνοντας βέβαια την γλώσσα του με την καλλιεργημένη πια αρκετά κατασταλαγμένη γλώσσα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μια δυσκολία που από τους μεγαλύτερους πιστούς του σολωμικού έργου, ο Ιάκωβος Πολυλάς, στα προλεγόμενά του" στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του έργου αυτού με τα λόγια: "Αλλά εάν εις το έργο του τον εβοηθούσε το πνεύμα της ομιλουμένης, τον εδυσκόλευε όμως η λεκτική ύλη, την οποίαν δεν την έχει ό,τι απάνθισε από εθνικά τραγούδια και παροιμίες δεν ημπορούσε να αρκέσει εις τα πολυειδή λεπτά ζητήματα, τα οποία καθημερινώς του επαρουσίαζε η άκρα καλαισθησία του".
Κι αν τα δεχτούμε όλ' αυτά, πάλι δε θα οδηγηθούμε στα συμπεράσματα που φτάνουν οι επικριτές του Σολωμού: ούτε εις βάρος της ποίησης του γενικά, ούτε σε βάρος της γλώσσας του ειδικότερα.
Γιατί - πρώτον - στην ποίηση, η γλώσσα συμβάλλει στην δημιουργία του αισθητικού αποτελέσματος, αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα δεν κρίνεται από την γλώσσα.
Οι ποιητές, αγωνιζόμενοι για το αισθητικό αποτέλεσμα, χωρίς τις περισσότερες φορές να το επιδιώκουν καν, πλουτίζουν και διαμορφώνουν την γλώσσα της χώρας τους. Οι ειδικοί επιστήμονες, μελετώντας κατόπιν τα έργα των ποιητών και των λογοτεχνών γενικά, βγάζουν και πολιτικογραφούν καινούργιους τύπους, καινούργια σχήματα γλωσσικά, πλήθος καινούργιων λέξεων.
Και γιατί - δεύτερον - η γλώσσα αυτή όχι μόνο στάθηκε μια σοβαρή αρχή κι ένας σημαντικότατος παράγοντας για την διαμόρφωσι της σύγχρονης νεοελληνικής γλώσσας μας, αλλά προπαντός στάθηκε το κατάλληλο όργανο με το οποίο διοχετεύτηκαν στον έξω κόσμο, στους άλλους ανθρώπους, η έξοχη ποιητική πνοή του Σολωμού.
Στόχος της αντισολωμικής πολεμικής έγινε επίσης κι ο στίχος του, η ποιητική του τέχνη γενικά. Στόχος της έγινε κι ο ίδιος ο Σολωμός, ως άνθρωπος. Τέθηκε σε αμφιβολία η ηθική του υπόσταση. Αμφισβητήθηκε κι η αγάπη του ακόμα προς την πατρίδα και τη λευτεριά. Κατηγορήθηκε, τέλος, για υπεξαίρεση του τίτλου του εθνικού ποιητή, που κανονικά ανήκε στον Κάλβο.
Κι άλλοι, χωρίς να το καταλαβαίνουν ίσως, κάλεσαν τον Σολωμό να πληρώσει με το ίδιο το έργο του την αδιαφορία που ένα ολόκληρο έθνος έδειξε για τις μεγαλόπνευστες καλβικές ωδές.
Λιγερός κι αγέραστος, άλλοτε ορμητικός κι άλλοτε πάλλοντας από την πιο λεπτή ευαισθησία, οδεύει ο σολωμικός στίχος πάνω σ' όλες τούτες τις πολεμικές. Είναι μια ποίησι που έχει, λες, συνείδηση της αξίας της. Είναι μια ποίηση που συνήθισε πια να βλέπει το γερο-χρόνο να της ανοίγει σε κάθε σταυροδρόμι τις πύλες του για να περνάει.
Κι ωστόσο - ποιός θα το πιστέψει; - είναι μια ποίηση άγνωστη στο πλατύ κοινό! Πόσοι στ' αλήθεια έχουν διαβάσει μια μόνο έστω- μια ολόκληρη, μια γεμάτη φορά και τις 158 στροφές του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν" του εθνικού ύμνου της Ελλάδας, του πιο γνωστού και του πιο συζητημένου απ' τα κομμάτια της νεοελληνικής ποίησης. Και πόσοι δεν είναι εκείνοι που ούτε υποψιάζονται καν την ύπαρξη του "Λάμπρου", του "Κρητικού" του "Πορφύρα" των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" του;
Όσο μικρό σε έκταση είναι το έργο του Σολωμού, τόσο υψηλό είναι σε εμπνεύσεις, τόσο πλούσιο σε αίσθημα, τόσο δυνατό σε ορμή, τόσο γνήσιο, τόσο γεμάτο ολοζώντανες εικόνες, τόσο μουσικότατο κι αρμονικότατο, τόσο μεστό από τα αγνά εκείνα ιδανικά που φλόγιζαν τον καιρό εκείνο κάθε γνήσιου Έλληνα την ψυχή.
Το έργο αυτό χωρίζεται στα ποιήματα που γράφτηκαν στα ιταλικά και στο καθ' αυτό ή τουλάχιστον το σημαντικότερο και σε έκταση και σε αξία μέρος της σολωμικής δημιουργίας, εκείνο δηλαδή που ο ποιητής έγραψε στη μητρική του γλώσσα.

Ο διαπρεπής Ιταλός ελληνιστής και καθηγητής παλιά του πανεπιστημίου της Αθήνας V. Biagi, σε μια
μελέτη του που περιλαμβάνεται στο θαυμάσιο βιβλίο του Κ. Καιροφύλα: "Σολωμός. Η ζωή και το έργο του", γράφει για τα ποιήματα της πρώτης από τις δύο παραπάνω κατηγορίες:
Τα έργα του αυτά (τα γραμμένα στα ιταλικά) μπορούν να διαιρεθούν σε τέσσερα μέρη 1) Νεανικά ποιήματά του, που δημοσιεύθηκαν στην Ζάκυνθο το 1822 από τον Λουδοβίκο Στράνη 2) Ποιήματα που γράφτηκαν σε διαφορετικές εποχές και τυπώθηκαν το 1859 από τον Πέτρο Κουαρτάνο στην έκδοση των "Απάντων" από τον Πολυλά 3) Αλλα έμμετρα και πεζά που δημοσιεύθηκαν το 1880 από τον Δεβιάζη και 4) Τα τελευταία ανέκδοτα, που δημοσίευσε το 1927 ο Κώστας Καιροφύλας στον τόμο του "Ανέκδοτα έργα του Σολωμού".
Τα περισσότερα από τα έργα αυτά είναι αυτοσχεδιάσματα, σε μορφή σονέτου ή και σε άλλες μορφές, που ανάμεσά τους μερικά θυμίζουνε την υψηλή πνοή της ώριμης ελληνικής σολωμικής δημιουργίας. Τα ωραιότερα όμως από τα έργα της κατηγορίας αυτής είναι μερικές πεζές συνθέσεις της ώριμης ηλικίας του ποιητή, όπως "Η Ελληνίδα μάνα", "Η γυναίκα με το μαγνάδι" και "Τ' αηδόνι και το γεράκι", που φαίνεται πως ήταν μάλλον σχεδιάσματα για μεγάλα ποιήματα, που σκόπευε να τα γυρίση σ' ελληνικούς στίχους ο δημιουργός τους καταπώς το συνήθιζε.
Την ιταλογραμμένη αυτή ποίηση του Σολωμού με πολύ επιμελημένη και ευσυνείδητη εργασία και μεγάλη προσπάθεια να φτάσει το σολωμικό αίσθημα, την μετέφερε στη γλώσσα μας ο Γ. Καλοσγούρος.
Τον κορμό ωστόσο του σολωμικού έργου τον αποτελούν τα ποιήματα και οι ποιητικές συνθέσεις τους που γράφτηκαν στα ελληνικά. Χωρίζονται κι αυτά σε τρεις κατηγορίες: Στις ποιητικές συνθέσεις του που ολοκληρώθηκαν ("Ύμνος εις την Ελευθερίαν", το λυρικό ποίημα "εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον"), στις ποιητικές συνθέσεις που βρέθηκαν μετά το θάνατό του μισοτελειωμένες, σε σχέδια ή σε διάφορα αποσπάσματα ("Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", "Ο Κρητικός", "Ο Λάμπρος", "Ο Πόρφυρας" κ.α.) και στα θαυμάσια μικρά λυρικά και τα σατιρικά του ποιήματα. Στην τελευταία αυτή κατηγορία θα πρέπει να υπαχθούν και τα διάφορα επιγράμματα, που αποτελούν μια ξεχωριστή νότα της σολωμικής μουσικής.
Την ελληνική του παραγωγή άρχισε ο Σολωμός με ορισμένα από τα λυρικά του ("Η Ξανθούλα", "Η αγνώριστη" κ.λ.π.), που αγαπήθηκαν αμέσως από το λαό του νησιού του, μελλοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν απ' όλους τους Έλληνες όσο λίγα κομμάτια της ποίησής μας. Το μέρος όμως του έργου του που ανέδειξε κι επέβαλε το Σολωμό σαν μεγάλο και σαν εθνικό ποιητή της Ελλάδας είναι τα ποιήματα της δεύτερης κατηγορίας - και ιδιαίτερα ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν". Και είναι παράξενη η στάση, όχι τόσο των επικριτών όσο των φίλων του, που όλες τους τις προσπάθειες τις συγκέντρωσαν για ν' αποδείξουν ότι ο Σολωμός είναι μεγάλος ποιητής όχι με όλο το έργο του, και βασικά με το έτοιμο έργο του, το ολοκληρωμένο, παρά με το έργο εκείνο που δυστυχώς ή δεν τελείωσε ποτέ ή χάθηκε κατά τρόπο μυστηριώδη, ποιός ξέρει αν απ' του ίδιου του ποιητή ή από κακού συγγενικού προσώπου του παραλογισμού!
Γιατί, πραγματικά, μυστήριο βαθύ σκεπάζει την τύχη της ποιητικής παραγωγής της ώριμης ηλικίας του Σολωμού. Τεράστιες συνθέσεις, όπως οι "Ελεύθεροι πολιορκημένοι", "Ο Κρητικός", "Ο Λάμπρος", "Ο Πόρφυρας", "Εις Μάρκο Μπότσαρη", "Νικηφόρος ο Βρυέννιος", δεν έφτασαν ως εμάς παρά από μερικά σκόρπια κομμάτια, που με πρωτοφανέρωτη αγάπη και δεξιοσύνη τα σύνδεσε και τα συναρμολόγησε ο καλύτερος φίλος και πιστός του ποιητή, ο Ιάκωβος Πολυλάς. Τις τέλειωσε άραγε ποτέ τις συνθέσεις αυτές ο δημιουργός τους; Η κάποια ιδιόμορφη καλλιτεχνική οκνηρία, το δέος εκείνο που καταλαμβάνει μπροστά στο άγραφο χαρτί τον δημιουργό και που τον κάνει να ψιθυρίζη το "απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο", μαζί με την φοβερή εκείνη μανία της τελειότητας και το αιώνιο ανικανοποίητο, τον έκαναν να τις αφήνει πάντα στη μέση ή και στην πρώτη αρχή τους ακόμα; 'Η μήπως άραγε είναι αλήθεια αυτό που ισχυρίζεται επικαλούμενος και μάρτυρες ο Πολυλάς, ότι τα έργα ήταν έτοιμα, τελειωμένα, κι ότι ένα μάλιστα απ' αυτά (τον "Πορφύρα"), όπως λένε άλλοι, επρόκειτο κιόλας να το τυπώσει; Απόψε μάλιστα που την ενίσχυσαν κι ο Δεβιάζης και ο Καλοσγούρος κι ακόμα αργότερα ο Παλαμάς με κάποιες πληροφορίες που του έδωσε πρόσωπο συγγενικό του εθνικού μας ποιητή; Και που καταλήγει στο συμπέρασμα, ή και στην άμεση καταγγελία ακόμα, πως χέρι κακό και ασυλλόγιστο έκλεψε, έριξε στη φωτιά, κατάστρεψε το μεγάλο αυτό θησαυρό του έθνους; 'Η τάχα - γιατί συζητιέται κι αυτό - το έγκλημα έγινε από το σαλεμένο λογικό των τελευταίων ημερών του Σολωμού του ίδιου;
Όσο περνάει ο καιρός το μυστήριο δεν κάνει άλλο απ' το να γίνεται πιο βαθύ. Μα όπως και νάχει το πράγμα, όσο θαυμάσια στάθηκε η προσπάθεια για αναστήλωση των έργων αυτών με υλικό τα πολύτιμα εκείνα απομεινάρια και με βοήθημα την βαθύτατη εκείνη γνώση του σολωμικού έργου που διέθετε ο πρώτος εκδότης των "Ευρισκομένων" του, ο Πολυλάς, όσο υπέροχη στάθηκε τούτη η αναστήλωση, άλλο τόσο κακή υπηρεσία πρόσφεραν εκείνοι που στα συγκολλημένα τούτα ερείπια θυσίασαν - χωρίς κι οι ίδιοι να το καταλαβαίνουν - τη δόξα του "Ύμνου" και της υπόλοιπης ακέραιας πατριωτικής ποίησης του Σολωμού και των λυρικών αριστουργημάτων του. Γιατί ο Σολωμός ήτανε, είναι και θα είναι πρώτ' απ' όλα ο ποιητής του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν" και του επιγράμματος "Η Καταστροφή των Ψαρών".
Κανένας δεν θ' αμφισβητήσει φυσικά ότι ανάμεσα στο σωρό από τ' απομεινάρια των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" ή του "Λάμπρου" και του "Κρητικού" βρίσκονται στίχοι ή κομμάτια ολόκληρα που στέκουνε διαμάντια αληθινά μέσα στη νεοελληνική ποιητική παραγωγή, όπως, ας πούμε, το περίφημο εκείνο, το γλυκύτατο και μουσικότατο απόσπασμα. "Η ημέρα της Λαμπρής".
Και κανένας δεν θ' αμφισβητήσει ότι από τα σχεδιάσματα του ποιητή τις προσθήκες του Πολυλά (βγαλμένες, όπως ο ίδιος λέει, απ' όσα από το στόμα του ποιητή είχε ακούσει) κι από τα συναρμολογημένα αποσπάσματα, απ' όλα αυτά βγαίνει πως η σύλληψη στα μισοτελειωμένα τούτα έργα παρουσιάζεται ρωμαλέα και μεγαλοφάνταστη. Και κανένας δεν θα αμφισβητήσει ότι αν τα έργα αυτά είχαν ολοκληρωθεί ή αν είχαν σωθεί ολόκληρα (για να πάρουμε και τις δύο εκδοχές), θα είχαμε ίσως μπροστά μας έργα τεράστιας αξίας.
Όπως, ωστόσο, έχουν οριστικά πια τα πράγματα, ο Σολωμός κρίνεται όχι από τα "αν" αλλά από το υπάρχον έργο του. Και το έργο αυτό τον αναδείχνει, πάνω απ' όλα ποιητή του "Ύμνου εις την Ελευθερία", του ορμητικού εκείνου ποιήματος που κλείνει μέσα του όλο το πάθος της αγωνιζομένης Ελλάδας, όλα τα ιδανικά κι όλη την θέλησι. Και τον αναδείχνει, ύστερα ποιητή των θαυμάσιων εκείνων λυρικών κομματιών - είτε ολόκληρων είτε αποσπασμάτων - των γεμάτων γλύκα, ανθρώπινο πόνο κι αγάπη στη ζωή.
Των λυρικών εκείνων κομματιών που απ' άκρη σ' άκρη τα διαπερνάει μια πνοή βαθύτατης ανθρωπιάς.
Με το έργο του Σολωμού ασχολήθηκαν πολλοί, Έλληνες και ξένοι. Και πολλά γράφτηκαν γι αυτό και για τη ζωή του ποιητή άρθρα, βιβλία και κάθε λογής μελετήματα. Ξεχωριστή πάντως θέση ανάμεσα στο πλήθος των μελετητών της σολωμικής δημιουργίας κατέχουν εκείνοι που ασχολήθηκαν με την συγκέντρωση και την αναστήλωσή της.
Πρώτος απ' όλους ο Ιάκωβος Πολυλάς, που μετά το θάνατο του Σολωμού συγκέντρωσε σ' έναν τόμο ολόκληρο σχεδόν το έργο του ποιητή - όσο βρέθηκε - με τον τίτλο "Διονυσίου Σολωμού: Τα ευρισκόμενα", συνοδεύοντάς το με διάφορες πληροφορίες, που τις συγκέντρωσε από τα ίδια τα χειρόγραφα του ποιητή και από το περιβάλλον του και τις συμπλήρωσε μ' όσα ο ίδιος είχε ακούσει από το στόμα του συνοδεύοντάς το ακόμη με σημειώσεις και σχόλια και με την περίφημη εκείνη εισαγωγή, τα γνωστά του "Προλεγόμενα".
Όσα - δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα ερωτηματικά κι αν συνόδεψαν ή συνοδεύουν την εργασία αυτή του Πολυλά, δεν παύει και δεν θα πάψει ποτέ να αποτελεί την πρώτη και κυριότερη πηγή, στην οποία πάντα θα καταφεύγουν όσοι θα ήθελαν σοβαρά να καταπιαστούν με τη μελέτη του έργου του μεγάλου Εφτανήσιου ποιητή.
Την εργασία τούτη του Πολυλά συμπλήρωσαν κι ολοκλήρωσαν στα κατοπινότερα χρόνια, αφιερώνοντας τη ζωή τους σχεδόν ολόκληρη την προσπάθεια αυτή, ο Δεβιάζης (ο ίδιος που ανάσυρε και το έργο του Κάλβου από την αφάνεια) κι ο Κ. Καιροφύλας, και από κοντά τους ο Γ. Καλοσγούρος, ο Γ. Χώρας, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Λίνος Πολίτης κι άλλοι παλιοί και νεώτεροι διαπρεπείς επιστήμονες και μελετητές.

Πηγή: www.kairatos.com.gr