O Άγγλος συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ το 1812 και πέθανε στο Γκαντς Χιλ, κοντά στο Ρότσεστερ του Κεντ, το 1870.
"Δώστε μας κατοικίες,καλύτερη τροφή,πιο ανθώπινους νόμους και μη γράφετε φυλακή όπου γυρίσουμε". Αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναστατικό μανιφέστο, δεν είναι παρά η έκκληση, στις Κωδωνοκρουσίες, του πιο βικτωριανού από τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Είναι μοναδική η περίπτωση του Ντίκενς, για τον οποίο ο Στέφαν Τσβάιχ δεν διστάζει να γράψει ότι "νικήθηκε από την εποχή του", ενώ ο Μπέρναρντ Σω θεωρεί ένα από τα μυθιστορήματά του "Η μικρή Ντόριτ, ένα βιβλίο περισσότερο επαναστατικό από το Κεφάλαιο". Ο Ντίκενς όσο και αν θεωρεί τον εαυτό του μεταρρυθμιστή με ζήλο και συνέπεια, παραμένει παραδοσιακά αισθηματικός.
Αν και είναι ανοιχτός σε όλα τα προβλήματα της εποχής του, δεν επιθυμεί ωστόσο να κλονίσει τους κανόνες της βικτωριανής ευπρέπειας με προσεγγίσεις υπερβολικά άμεσες και βίαιες. Απορρίπτοντας τη διαλεκτική ή το ανάθεμα, προσπαθεί να αγγίξει τη διάνοια ενός κοινού, οι προτιμήσεις και οι ιδέες του οποίου ρυθμίζουν το έργο του, μέσα από τον δρόμο της καρδιάς.
Όταν στις Χριστουγεννιάτικες ιστορίες ο Ντίκενς γράφει "Είναι επιθυμητό ο συγγραφέας μιας αφήγησης και ο αναγνώστης του να εγκαθιδρύσουν μια αμοιβαία συνεννόηση το νωρίτερο δυνατό", εκφράζει τη βαθύτερη πεποίθησή του για την αναγκαιότητα όχι μόνο μιας κάποιας συνενοχής με το κοινό του, αλλά, πολύ βαθύτερα, μιας αληθινής κοινωνίας.
Από την παιδική του ηλικία τρέφει πραγματικό πάθος για τη σκηνή. Αγαπά τα ακατέργαστα συναισθήματα που προξενεί το λαϊκό θέατρο, και από το 1846, μόνο για την ευχαρίστησή του, σκηνοθέτης, διευθυντής σκηνής και ηθοποιός ταυτόχρονα, στήνει ένα ερασιτεχνικό θίασο που θα παίξει μέχρι και μπροστά στη βασίλισσα. Αν και παραδόξως ο Ντίκενς ποτέ δεν κατόρθωσε να γράψει παρά μονάχα δύο πολύ κακά θεατρικά έργα, διαθέτει ωστόσο μια βαθιά αίσθηση της δραματικής έκφρασης. Ήδη από την εποχή του τα μυθιστορήματά του διασκευάζονται για το θέατρο ακόμα και προτού ολοκληρωθεί η έκδοσή τους και από τη γέννηση του κινηματογράφου και κατόπιν της τηλεόρασης μέχρι και στις μέρες μας, το σύνολο σχεδόν του έργου του έχει παρουσιαστεί στο κοινό.
Σε εποχές όπου δεν υπήρχε καμιά άλλη πηγή διασκέδασης ή δραπέτευσης από την καθημερινότητα, μια επιτυχημένη έκδοση λαμβάνει διαστάσεις τις οποίες δεν είναι εύκολο να φαναταστούμε σήμερα. Από τη μια συνέχεια μέχρι την άλλη, ο Ντίκενς κάνει τους αναγνώστες του να κρατούν κυριολεκτικά την αναπνοή τους.
Είναι αλήθεια οτι πιστεύει στην ανθρώπινη φύση, στην ατομική πρόοδο ότι, στην εξέλιξη των μυθιστορημάτων του, όπως χάνεται πνιγμένος ο κακός νάνος Κιλπ στο Παλαιοπωλείο, οι κακοί πάντοτε τιμωρούνται, ακόμη και αν οι καλοί μερικές φορές πεθαίνουν. Αλλά, πολύ περισσότερο από μια "αισιοδοξία" λίγο ή πολύ συζητήσιμη ή πειστική, εκείνο που πρέπει να συγκρατήσει κανείς από το έργο του είναι η ειλικρινής χαρά που το πλημμυρίζει και το χιούμορ που πάντοτε απελευθερώνεται. Ωστόσο, ως κωμικός ο ίδιος υφίσταται μια εξέλιξη απόλυτα διακριτή, συγχρόνως στην ποιότητά του και στη θέση που κατέχει. Ενώ τα Χαρτιά του Πίκγουικ δεν αποτελούν παρά μια μακρά συνέχεια με αστείες περιπέτειες, το ξέφρενο ακόμη κωμικό στοιχείο της πικαρεσκ διήγησης του Νίκολας Νίκλεμπυ ήδη φαίνεται και είναι άλλου είδους.
Ο χώρος του είναι περισσότερο περιορισμένος στο Παλαιοπωλείο. Αλλάζει μορφή από το ένα μιθιστόρημα στο άλλο. Η λεπτότητα των ψυχολογικών απεικονίσεων, ο ρεαλισμός της παρατήρησης, δημιουργούν σιγά σιγά αυτό το γεμάτο αποχρώσεις χιούμορ που βρίσκουμε στις Μεγάλες Προσδοκίες, και όταν το 1864 κυκλοφορεί το τελευταίο του μυθιστόρημα, Ο κονός μας φίλος, το κωμικό στοιχείο, εάν παραμένει αποτελεσματικό, φαίνεται περισσότερο βεβιασμένο, επιπόλαια τοποθετημένο, θα έλεγε κανείς. Το χιούμορ δε σβήνει ποτέ, αλλά ο χαρούμενο ενθουσιασμός των πρώτων χρόνων έχει σταδιακά εξασθενίσει, ενώ η σημασία του "πάθους" δεν παύει να αυξάνεται.
Ο Ντίκενς, μεγάλος αναγνώστης των αισθηματικών συγγραφέων του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα της συναισθηματικής επιτήδευσης του Λώρενς Στερν, οδηγημένος προς το είδος αυτό λόγω της δικής του συναισθηματικής ιδιοσυγκρασίας, θα γίνει πολύ γρήγορα ένας από τους δεξιοτέχνες του "παθητικού": ο βικτωριανός κόσμος, δεν είναι τρυφερός απέναντι στους δυστυχείς, αλλά καμιά εποχή δεν έδειξε τόσο μεγάλη προτίμηση για τα "ωραία συναισθήματα". Μια τέτοια νοοτροπία βοηθάει να καταλάβει κανείς καλύτερα το άνευ προηγουμένου πάθος που ξεσήκωσαν οι περιπέτειες της μικρής Νελ, και εξηγεί γιατί ο θάνατος της νεαρής ηρωίδας του Παλαιοπωλείου, όπως και του Πωλ Ντόμπυ, έλαβε τη μορφή εθνικού πένθους.
Ο σύγχρονος, εξελιγμένος αναγνώστης απορρίπτει σαφώς αυτό το είδος του παθητικού,που θεωρείται επίθεση στην πνευματική του αξιοπρέπεια. Για τον Ντίκενς αντίθετα, η συστηματική εκμετάλλευση των κινήσεων της ψυχής, συνδεδεμένη με το γέλιο, θα αποτελέσει το πλέον αποτελεσματικό όπλο για να πολεμήσει τη δυστυχία, τα βάσανα, την αδικία. Το πάθος του, γενεσιουργό στοιχειωδών ιδεών, καταστάσεων ή συναισθημάτων, ανυψώνεται μέχρι τον συμβολισμό, και αυτός με τη σειρά του γίνεται μια σάτιρα από την οποία δεν ξεφεύγει τίποτε από εκείνα που αποτελούν το ίδιο το θεμέλιο της βικτωριανής κοινωνίας: διοίκηση, χρήμα, δικαιοσύνη.
To "αίσθημα της τάξης" που δίνει στο έργο του Ντίκενς μαι τόσο μεγάλη δύναμη έχει την εξήγησή του, τους λόγους και τις ρίζες του στα πρώτα χρόνια της ζωής του, στις εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας και της εφηβείας του. Ο Ντίκενς γνωρίζει από πρώτο χέρι την αδικία, την αθλιότητα, φυσική και ηθική. Σε ηλικία δώδεκα ετών, την ημέρα δουλεύει στο εργοστάσιο βερνικιών του Γουόρεν και περνά τη νύχτα και τις Κυριακές του στη φυλακή του Μάρσαλση, όπου είναι φυλακισμένος ο πατέρας του για χρέη,αυτή η δοκιμασία, όσο βραχεία κι αν ήταν σε απόλυτο χρόνο-λιγότερο από τέσσερις μήνες- θα τον σημαδέψει βαθιά στην ψυχή του.
Ο Ντίκενς δεν αγνοεί τίποτε από όσα φαίνονται ούτε από όσα κρύβονται στα λαϊκά προάστια ή στις φτωχές συνοικίες της πρωτεύουσας, στο Κάμντεν Τάουν, το Σέβεν Ντάιαλς,το Γουάιτσαπελ ή το Σαιντ Τζάιλς, που τα έχει διατρέξει βασανισμένος από την πείνα. Το Λονδίνο, αλλά όχι η λαμπερή και η πλούσια πόλη, είναι πάντοτε παρόν στο έργο του, με τους δρόμους του, τα θεάματά του και τους ανθρώπους του, που συνιστούν τη ζωντανή ύλη μιας πλούσιας και αθάνατης πινακοθήκης προσωπογραφιών.
Αποφασιστικά με το μέρος του λαού, εναντίον της αριστοκρατίας, ο Ντίκενς παραμένει εντούτοις αστός στην πολιτική του σκέψη. Ποτέ δεν σκέφτεται την κατάρτηση των ανισοτήτων στην κατανομή των αγαθών, και ακόμα λιγότερο με τρόπο "ριζοσπαστικό", ούτε καν όταν εύχεται να δώσει "ένα μεγάλο χτύπημα για χάρη των φτωχών". Απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα η στάση του είναι συναισθηματική και διαισθητική. Εντούτοις ο Ντίκενς είναι ο μόνος στη λογοτεχνία της εποχής του που άκουσε απευθείας την καρδιά των ταπεινών ανθρώπων. Εμφορούμενος από ένα καλλιτεχνικό ιδεώδες το οποίο ανυψώνει μέχρι το επίπεδο του αποστολικού έργου, θα επιχειρήσει για χάρη τους, ξεκινώντας από τον Όλιβερ Τουίστ , τη σειρά των κατηγορητηρίων που κλιμακώνονται σε ολόκληρο το έργο του. Κατόρθωσε να απεικονίσει τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα με τους παρίες του, παγιδευμένους στα αδυσώπητα γρανάζια από όπου μοναδική διέξοδος δεν μπορεί να είναι παρά η ποινή του θανάτου, που τους κατατρέχει όλους, όπως τον Τζο στο Ρημαγμένο σπίτι.
Είναι λοιπόν βαριά η ευθύνη των "τίμιων ανθρώπων", οι οποίοι, επειδή υπάρχει μια πολιτική, αρνούνται να δουν το πρόβλημα και εφησυχάζουν ψηφίζοντας έναν "νέο νόμο για τους φτωχούς". "Απεχθάνομαι όλους αυτούς τους ενάρετους ανθρώπους! Α, τους
απεχθάνομαι όλους ανεξαιρέτως!", δηλώνει ο Κιλπ στο Παλαιοπωλείο. Μια κοινωνία κακά οργανωμένη στις δομές της, μια φιλανθρωπία υπαλληλικού πνεύματος, δεν μπορεί παρά να καταλήξουν σε ένα κόσμο φυλακών, λόγου χάρη αυτόν του "Φλητ", όπου διαμένει ο Κύριος Πίγκουικ, ή του "Μάρσαλση", καταθλιπτικού πλαισίου ζωής της μικρής Ντόριτ για ατελείωτα χρόνια. Παρά μια πρώτη επιτυχία που σημείωσε με το κείμενο που ψηφίστηκε το 1837, ο Ντίκενς ποτέ δεν θα πάψει να πολεμά εναντίον της σκληρότητας και του παραλογισμού του αγγλικού ποινικού συστήματος.
Στο Ρημαγμένο σπίτι, όπου κυριαρχεί το λαομίσητο "Πταισματοδικείο", κάνει μια σάτιρα τόσο βίαιη ώστε θα κλονιστεί ολόκληρη η κοινή γνώμη. Πρώτος επίσης ο Ντίκενς μίλησε, στο Παλαιοπωλείο, για "εκείνους που ζουν μέσα στα πλήθη, ή μοναχικοί στις μεγάλες πόλεις,σαν μέσα στον κάδο ενός ανθρώπινου πηγαδιού", θέμα το οποίο θα ξαναβρούμε στον Άνθρωπο του πλήθους του Έντγκαρ Πόε, αυτή η δυσκολία προσαρμογής του ατόμου στις μεγάλες πόλεις, την οποία υπογραμμίζει στον Όλιβερ Τουίστ, στον Νίκολας Νίκλεμπυ, στο Ρημαγμένο σπίτι ή στη Μκρή Ντόριτ, προεικονίζει "τον κλιματιζόμενο εφιάλτη" του Τζων Απντάικ, τον κόσμο των στρατοπέδων συγκεντρώσεως του Σαούλ Μπέλοου, που θα καταλήξει στην απελπισία του Σάμιουελ Μπέκετ.
Αλλά το μεγάλο θαύμα του Ντίκενς είναι η παιδική ηλικία. Σε κανένα τομέα δεν ένιωσε τόσο άνετα και δεν έφτασε σε τόνους τέτοιας έντασης. Πολύ πριν από τον Σαιντ-Εξυπερύ στη Γη των ανθρώπων, είδε έναν "δολοφονημένο Μότσαρτ" σε κάθε φτωχό παιδί, κάθε παιδί των "Workhouses" του νόμου για την κοινωνική αρωγή του 1834, κάθε παιδί των "Yorkshire Schools" με την ακόμα χειρότερη φήμη. Γι αυτόν, η τραγωδία της μοίρας όλων των παιδιών που υφίστανται κακομεταχείριση στον ανηλεή κόσμο του Σκουήρς και του Μπαμπλ, όπου ακόμη και οι γονείς είναι άσπλαχνοι, είναι οτι η φτώχεια και η βιαιότητα πνίγουν όλες τις υποσχέσεις που το καθένα έδινε στον εαυτό του. Χωρίς τη συμβατική αισιοδοξία των "happy ends", που είναι αναγκαία για να μην πληγώνει το κοινό του, και κυρίως χωρίς τους θεόσταλτους φύλακες αγγέλους που στέκονται γενναιόδωρα στον δρόμο των παιδιών αυτών, με τη μορφή θετών γονέων και ευεργετών, χωρίς τους Πέγκοτυ, τον κύριο Μπράουνλω ή τη μις Μαίυλη, η μοίρα αυτών των άτυχων θα ήταν χωρίς καμιά ελπίδα.
Η μυστική πεποίθηση του Ντίκενς εκφράζεται στο όραμα του Σκρουτζ στις Χριστουγεννιάτικες ιστορίες: "Ενώ η χάρη της νεότητας θα έπρεπε να ομορφαίνει τα χαρακτηριστικά τους με πληρότητα και να τα χρωματίζει με τα πιο δροσερά χρώματά της, ένα χέρι ξερακιανό, κοκκαλιάρικο, σαν το χέρι των γηρατειών, τους είχε αρπάξει, τους είχε συνθλίψει και ξεσχίσει. Εκεί όπου θα μπορούσαν να έχουν θρονιαστεί οι άγγελοι, κρύβονταν οι δαίμονες".
Παρά το σκοτεινό αυτόν πεσιμισμό, ο Ντίκενς παραμένει ένας από τους αλησμόνητους ζωγράφους της παιδικής ηλικίας, και τα πρώτα κεφάλαια του Ντέιβιντ Κόπερφηλντ, που είχε την τύχη να ζήσει για λίγο μια πραγματική παιδική ηλικία, μας προσφέρουν ίσως ό,τι πιο ποιητικό έχει γράψει.
Ποιος απέδωσε καλύτερα από τον Ντίκενς αυτό το μαγικό βλέμμα της παιδικής ηλικίας πάνω σε κάθε πράγμα για τον αλησμόνητο θησαυρό των αναμνήσεων του ενηλίκου;
Οι αφελείς αυτές εικόνες -η μυρωδιά του αστακού, ο πάγος στο στολισμένο πλαίσιο από όστρακα μυδιών, η μικρή Έμιλυ, η Ντόρα ανάμεσα στα γεράνια- θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό του ενήλικου Ντέιβιντ, που δεν θα μπορέσει ποτέ πια να δει μια τρυφερή εικόνα χωρίς να σκεφτεί το σπίτι-πλοίο, ούτε να μυρίσει ένα φύλλο γερανιού δίχως να ξαναδεί "ένα ψάθινο καπέλο με γαλάζιες κορδέλες και αμέτρητες μπούκλες, κι ένα μικρό μαύρο σκυλάκι που δυο λεπτά χέρια το σηκώνουν προς ενα λοφάκι από λουλούδια και φύλλα γυαλιστερά".
Πηγή: Πάπυρος Larousse Britannica