Αμερικανός συγγραφέας, πολιτογραφημένος Βρετανός, με μακρόχρονη, παραγωγικότατη παρουσία, ο Χένρυ Τζέιμς, o οποίος άσκησε σημαντική επιρροή στην εξέλιξη του μυθιστορήματος, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1843 και πέθανε στο Λονδίνο το 1916. Υπήρξε αριστοτέχνης και ανανεωτής της πεζογραφίας, την οποία σφράγισε με το εξαιρετικά προσωπικό ύφος του και την ιδιαίτερη μέθοδό του. Η συγγραφική του σταδιοδρομία καλύπτει 51 χρόνια κατά τα οποία έγραψε 20 μυθιστορήματα, 112 διηγήματα και νουβέλες, 12 θεατρικά έργα και αρκετούς τόμους ταξιδιωτικών εντυπώσεων και κριτικής, ενώ αχολήθηκε και με τη φιλολογική δημοσιογραφία. Θεωρήθηκε από τους σημαντικότερους "μεσολαβητές" των διατλαντικών πολιτισμικών σχέσεων.
Συνέβαλε στη διαμόρφωση του μύθου του απόδημου Αμερικανού - της συνάντησης του Νέου Κόσμου με την Παλαιά Ήπειρο- και ενσωμάτωσε τον μύθο αυτόν στον τύπο του "διεθνούς μυθιστορήματος", που δημιούργησε και διαμόρφωσε ο ίδιος. Το βασικό του θέμα ήταν η αγνότητα του Νέου Κόσμου, η φθορά και η σοφία του Παλαιού, και η σύγκρουσή τους. Σ΄αυτή τη θεώρηση μιας σφύζουσας δημοκρατικής Αμερικής στην αντιπαράθεσή της με έναν αλλότριο, αριστοκρατικό πολιτισμό, προαισθάνθηκε με προφητική διαίσθηση την ενηλικίωση της Αμερικής και τα ηθικά προβλήματα που θα αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ ως παγκόσμια δύναμη τον 20ο αιώνα.
Συνέβαλε στη διαμόρφωση του μύθου του απόδημου Αμερικανού - της συνάντησης του Νέου Κόσμου με την Παλαιά Ήπειρο- και ενσωμάτωσε τον μύθο αυτόν στον τύπο του "διεθνούς μυθιστορήματος", που δημιούργησε και διαμόρφωσε ο ίδιος. Το βασικό του θέμα ήταν η αγνότητα του Νέου Κόσμου, η φθορά και η σοφία του Παλαιού, και η σύγκρουσή τους. Σ΄αυτή τη θεώρηση μιας σφύζουσας δημοκρατικής Αμερικής στην αντιπαράθεσή της με έναν αλλότριο, αριστοκρατικό πολιτισμό, προαισθάνθηκε με προφητική διαίσθηση την ενηλικίωση της Αμερικής και τα ηθικά προβλήματα που θα αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ ως παγκόσμια δύναμη τον 20ο αιώνα.
Ο παππούς του ήταν Ιρλανδός μετανάστης ο οποίος δημιούργησε μεγάλη περιουσία. Ο πατέρας του, Χένρυ Τζέιμς ήταν γνωστός θρησκευτικός οραματιστής και συγγραφέας, ο οποίος είχε επηρεαστεί από τον Σβέντενμποργκ.
Ο Χένρυ και ο πρεσβύτερος αδελφός του Γουίλιαμ Τζέιμς, μετέπειτα διακεκριμένος φιλόσοφος και ψυχολόγος, επισκέπτονταν τακτικά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους την Ευρώπη, ενώ έλαβαν την πρώτη τους εκπαίδευση από διδασκάλους στην οικογενειακή κατοικία στο Μανχάταν. Κατά την εφηβική τους ηλικία επισκέφθηκαν τη Γενεύη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Έτσι, οι δύο αδελφοί έμαθαν ξένες γλώσσες και απέκτησαν μια γνώση της Ευρώπης, σπάνια για τους Αμερικανούς της εποχής. Ο Χένρυ Τζέιμς ήταν ένα ήσυχο, συνεσταλμένο παιδί, αγαπούσε πολύ το διάβασμα και είχε αποφασίσει από τότε ότι θα γινόταν λογοτέχνης. Αργότερα περιέγραψε με ζωντάνια αυτή την περίοδο της ζωής του σε δύο αυτοβιογραφικά έργα του με τίτλους Ένα μικρό αγόρι και άλλοι, 1912 καιΣημειώσεις ενός γιου και αδελφού, 1913.
To 1862, σε ηλικία 19 ετών, ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ αλλά αφιέρωνε τον χρόνο του στη μελέτη του Σαιντ-Μπεβ, του Μπαλζάκ και του Χώθορν. Δύο χρόνια αργότερα δημοσίευσε ανώνυμα το πρώτο του διήγημα στο νεοϋορκέζικο περιοδικό Continental Monthly. Το δεύτερο διήγημά του, με θέμα εμπνευσμένο από τη ζωή των αμάχων κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Atlantic Monthly το 1865. Τότε σε ηλικία 22 ετών, έγραφε ήδη τακτικά βιβλιοκριτικές για το περιοδικό North American Review. Όταν ο Γουίλιαμ Ντη Χάουελς ανέλαβε εκδότης του Atlantic Monthly, ο Τζέιμς βρήκε στο πρόσωπό του έναν φίλο και μέντορα. Από τη συνεργασία αυτή του Χάουελς και του Τζέιμς εγκαινιάστηκε η επιλεγόμενη περίοδος του Αμερικανικού "ρεαλισμόυ".
Έτσι στα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, ο Τζέιμς είχε γίνει γνωστός ως ένας από τους ικανότερους διηγηματογράφους της Αμερικής. Οι κριτικοί όμως αποδοκίμαζαν την τάση του να πραγματεύεται θέματα της ζωής του πνεύματος μάλλον παρά της δράσης. Στα νεανικά αυτά διηγήματά του αντλούσε τα θέματά του από την άνετη ζωή των εύπορων τάξεων του Νιούπορτ και της Σαρατόγκα και ήταν επηρασμένος από τη Γεωργία Σάνδη, τον Μπαλζάκ και τον Μεριμέ. Από τους Άγγλους συγγραφείς πρότυπό του ήταν ο Τζωρτζ Έλιοτ και από τους Αμερικανούς ο Ν. Χώθορν.
Την περίοδο 1870-1872 έζησε στην Βοστώνη, κατόπιν άλλα δύο χρόνια στην Ευρώπη, κυρίως στη Ρώμη, και έναν χειμώνα στην Ν. Υόρκη. Από την εμπειρία αυτή αντελήφθη ότι θα μπορούσε και να γράφει περισσότερα και να ζει φθηνότερα στο εξωτερικό. Έτσι άρχισε η μακρά περίοδος του εκπατρισμού του, προάγγελος της οποίας ήταν η έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του με τίτλο Ρόντερικ Χάντσον,1875 με θέμα τη ζωή ενός Αμερικανού γλύπτη στη Ρώμη και τη σύγκρουση ανάμεσα στην τέχνη του και στα πάθη του. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε μια πρώτη συλλογή με κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων με τίτλοΥπερατλαντικά σχεδιάσματα,1875 καθώς και μια συλλογή διηγημάτων. Με τα τρία αυτά πρώτα σημαντικά του βιβλία άρχισε μια 40χρονη σταδιοδρομία κατά την οποία δημιούργησε ένα έργο περίπου 100 τόμων.
Το 1875-1876 βρισκόταν στο Παρίσι από όπου έστελνε τακτικές συνεργασίες του στην εφημερίδα "New York Tribune" και όπου άρχισε να γράφει το μυθιστόρημά του Ο Αμερικάνος. Φρόντισε να γνωρίσει τον Τουργκένιεφ, του οποίου ήταν θαυμαστής. Μέσω του Τουργκένιεφ άρχισε να συναναστρέφεται τον κύκλο του Φλωμπέρ, όπου γνώρισε τον Εντμόν ντε Γκονκούρ, τον Ζολά, τον Ντωντέ και τον νεαρό Μωπασάν, του οποίου δεν είχαν δημοσιευθεί ακόμη κείμενα.
Η φήμη του Χένρυ Τζέιμς οφειλόταν κυρίως στον τρόπο με τον οποίο, εύστοχα και διεισδυτικά διερεύνησε τον τύπο της "νεαρής Αμερικανίδας". Σε μια σειρά έργων παρουσίασε με πνευματώδες ύφος την "αυτοδημιούργητη' και τολμηρή αγνή Αμερικανίδα η οποία επιμένει να ακολουθεί τα αμερικανικά πρότυπα στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Το τέλος της πρώτης αυτής περιόδου του έργου του σφραγίστηκε με ένα από τα αριστουργήματά του, το μυθιστόρημαΤο πορτραίτο μιας κυρίας. Το μυθιστόρημα αυτό ήταν μια μελέτη του χαρακτήρα μιας νεαρής Αμερικανίδας από το Ώλμπανυ η οποία διατηρεί στην Ευρώπη τον στενό επαρχιωτισμό και τις φιλοσοφίες της αλλά επίσης και την αίσθηση της αυτεξουσιότητάς της, το "ελεύθερο πνεύμα" της, την άρνησή της να θεωρείται, στο βικτωριανό περιβάλλον απλώς ως αντικείμενο προς γάμον.
Ο Τζέιμς συνειδητοποίησε ότι είχε ολοκληρώσει και εξαντλήσει τη διερεύνηση του "διεθνούς" και στράφηκε προς νέα θέματα. Την δεκαετία του 1880 έγραψε τα μυθιστορήματα Οι Βοστονέζοι και Η πριγκίπισσα Καζαμάσιμα στα οποία πρωταγωνιστούσαν υπέρμαχοι της κοινωνικής μεταρρύθμισης και επαναστάτες. Στο μυθιστόρημα Οι Βοστονέζοι ανέλυσε τη σύγκρουση ανάμεσα στην αντίληψη του συντηρητισμού και του ανδρισμού που εκφράζεται στο πρόσωπο ενός Νοτίου που ζει στο Βορρά και σε μια πικρόχολη σουφραζέτα που μισεί τους άνδρες. Αποτελεί το πληρέστερο και πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής, ως προς την απόδοση των χαρακτήρων εκκεντρικών, ιδιότροπων ανθρώπων ή αφελών φιλανθρώπων.
Το δεύτερο μυθιστόρημα, η Πριγκίπισσα Καζαμάσιμα, αναφερόταν στις αντιλήψεις των αναρχικών της εποχής με επίκεντρο την ιστορία ενός νέου που προσχωρεί επιπόλαια στην επανάσταση και καταστρέφεται από αυτήν. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Η τραγική μούσα στο οποίο περιέγραψε τη ζωή στα εργαστήρια των καλλιτεχνών και στα θέατρα του Λονδίνου και του Παρισιού, παρουσιάζοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην τέχνη και "τον κόσμο". Το μυθιστόρημα αυτό εγκαινίασε την "θεατρική" περίοδο (1890 - 1895) του Τζέιμς, κατά την οποία προσπάθησε να καθιερωθεί και ως θεατρικός συγγραφέας.
Στα μυθιστορήματά του Τα λάφυρα του Πόυντον και Τι γνώριζε η Μαίηζυ, στα διηγήματα Το στρίψιμο της βίδας και Στο κλουβί καθώς και στο μυθιστόρημα Η άχαρη ηλικία χρησιμοποίησε μεθόδους όπως την εναλλαγή της "εικόνας" με τη δραματική σκηνή, την προσήλωση σε μία δεδομένη οπτική γωνία, την παρουσίαση στον αναγνώστη μόνον αυτού που αντιλαμβάνονταν οι χαρακτήρες του έργου. Τα θέματα των έργων αυτών αναφέρονται στην ανάπτυξή της συνείδησης και την ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, ιδιαίτερα των κοριτσιών - στην πραγματικότητα πρόκειται για το θέμα της αθωότητας μέσα σε έναν διεφθαρμένο κόσμο, το οποίο μετέφερε στο περιβάλλον της Αγγλίας.
Καρπός των εμπειριών αυτής της "μεταβατικής"περιόδου ήταν τα τρία μνημειώδη μυθιστορήματα που έγραψε στις αρχές του νέου αιώνα, τα οποία αποτελούν την τελευταία και "μεγάλη"περίοδό του.
Το πρώτο από τα τρία αυτά μυθιστορήματα , Οι πρεσβευτές ήταν μια διακωμώδηση των αμερικανικών και ευρωπαϊκών ηθών. Το έργο θεωρείται σημαντικό όχι μόνο για την ιστορία που αφηγείται, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο την αφηγείται, κυρίως μέσα από αυτά που αντιλαμβάνεται ο ήρωας και μέσα από το ξετύλιγμα των εμπειριών του.
Το δεύτερο μυθιστόρημα αυτής της σειράς με τίτλο Τα φτερά της περιστέρας εκδόθηκε το 1902, πριν από τους Πρεσβευτές, αν και γράφηκε κατόπιν. Το θέμα του είναι μελοδραματικό, ο Τζέιμς όμως αποφεύγει τα κλισέ μεταφέροντας την προσοχή στους χαρακτήρες που περιστοιχίζουν την ηρωίδα.
Το τρίτο μυθιστόρημα της σειράς, με τίτλο το Χρυσό κύπελλο, αναφέρεται στο θέμα της μοιχείας.
Τα τρία αυτά μυθιστορήματα υπερβαίνουν την "πλοκή", τους "χαρακτήρες" ή το μελοδραματικό τους θέμα. Η κωμωδία Οι πρεσβευτές, η σαπουνόπερα Τα φτερά της περιστέρας, το δράμα Το χρυσό κύπελλο αποτελούν μία συνεχή εικόνα ενός ατελούς , ελλειμματικού πολιτισμού, ο οποίος θα μπορούσε να συντηρηθεί μόνον αν αποδεχόταν τον ιδιωτικό χώρο και την ελευθερία του ανθρώπου και τη σημασία των ηθικών και πνευματικών "ελέγχων". Τα τελευταία μυθιστορήματα του Τζέιμς είναι "φιλοσοφικές" μελέτες που δεν πραγματεύονται μόνον τους τρόπους επιβίωσης της δυτικής κοινωνίας, αλλά και ενσωματώνουν μιαν ηθική αντίληψη για την κοινωνία κατά την οποία ο άνθρωπος της Δύσης πρέπει να καλλιεργεί, παρ΄ όλες τις ατέλειές του, τα πρότυπα και τις παραδόσεις που τον διαμόρφωσαν μέσα από το χάος και να διαφυλάττει με σεβασμό τα δημιουργήματα και τις μορφές που συνθέτουν το πλαίσιο της ζωής του.
Ο Τζέιμς έγραψε πολλά από τα διηγήματά του για βιοποριστικούς λόγους και υπήρξε δεξιοτέχνης στην απόδοση του τρομακτικού, όπως λόγου χάρη στα διηγήματα Το στρίψιμο της βίδας ή στις νουβέλες με τίτλο Τα χαρτία του Άσπερν και το κτήνος στη ζούγκλα. Ως κριτικός διερευνούσε τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των συγγραφέων όπως αποκαλύπτονταν στα έργα τους. Τα δοκίμιά του ήταν μελέτες ή ηθικά πορτραίτα των σηματικότερων συγγραφέων του 19ου αιώνα, από τον Μπαλζάκ ως τους ρεαλιστές της Εδουαρδιανής περιόδου. Οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, όπως Αγγλικές ώρες, Ιταλικές ώρες και Μικρή περιήγηση στην Γαλλία, περιγράφουν τους τόπους στους οποίους τοποθέτησε την πλοκή των έργων του. Είτε χρησιμοποιούσε ελαφρούς, κωμικούς τόνους είτε τραγικούς, ο Τζέιμς είχε πάντα μία σίγουρη και ολοζώντανη αίσθηση των ανθρώπινων πραγμάτων.
To 1904-1905 επισκέφθηκε ξανά, έπειτα από 20 χρόνια, τις ΗΠΑ. Περιέγραψε τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό στο βιβλίο Η αμερικανική σκηνή, ένα ποιητικό και προφητικό όραμα της καταστρεπτικής ανάπτυξης των μεγαλουπόλεων, της καταλήστευσης και της μόλυνσης του περιβάλλοντος, των παραμορφώσεων του "χωνευτηρίου" του αμερικανικού πολιτισμού. Οι υλιστικές αξίες της αμερικανικής ζωής, η νέα εποχή της διαφήμισης και των δημόσιων σχέσεων, η εξαφάνιση του ταπεινού παρελθόντος της Αμερικής, η συνεχής έμφαση στο "εδώ και τώρα" ανησύχησαν βαθύτατα τον Τζέιμς.
Κατόπιν, επί τρία χρόνια, ασχολήθηκε με την έκδοση μιας 24τομης συλλογής έργων του στην οποία περιέλαβε 12 από τα 20 μυθιστορήματά του και 66 από τα 112 διηγήματά του. Για την έκδοση αυτή έγραψε 18 σημαντικούς προλόγους στους οποίους ανέλυσε τις θεωρητικές απόψεις του για τη μυθοπλασία.
Τα δοκίμιά του εκδόθηκαν στις συλλογές Γάλλοι ποιητές και μυθιστοριογράφοι, Μονομερή πορτραίτα, Εικόνα και κείμενο, Σημειώσεις για μυθιστοριογράφους κ.α. Υπήρξε επίσης αξιολογότατος επιστολογράφος και πίστευε ότι η επιστολογραφία από την πένα ενός στυλίστα εντάσσεται στις υψηλότερες μορφές λογοτεχνικής έκφρασης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τιμήθηκε από τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ, εξελέγη μέλος του Εθνικού Ινστιτούτου Τεχνών και Γραμμάτων και το 1905 της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Το έργο του μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και κατέκτησε το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού. Έχει πλέον αναγνωριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες του μυθιστορήματος για τον τρόπο με τον οποίο απέδωσε τον εσώτερο, φανταστικό κόσμο του ανθρώπου. Θεωρείται πρόδρομος της τάσης της "συνειρμικής συνειδησιακής ροής." της πεζογραφίας του 20ου αιώνα. Χάρη στην πρωτοτυπία του, το διακεκριμένο ύφος του και τη δημιουργική ικανότητά του, απετέλεσε το πρότυπο του ανιδιοτελούς Αμερικανού καλλιτέχνη, θεωρήθηκε "ο μυθιστοριογράφος πρότυπο του μυθιστοριογράφου". Από τα μέσα του 20ου αιώνα είχε καταλάβει τη θέση ενός κλασικού της λογοτεχνίας και ενός πολιτιστικού ήρωα.
Πηγή: Πάπυρος Larousse Britannica