Λικέρ μαστίχας Χίου και πατρινή τεντούρα σερβίρονται πλέον σε σφηνάκια στις αεροπορικές πτήσεις!
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Πέτρος Στεφανής
Εις υγείαν με... λικεράκι, τώρα και στους αιθέρες! Δύο από τα ελληνικά ηδύποτα, η μαστίχα Χίου και η πατρινή τεντούρα «επιβιβάστηκαν» πρόσφατα και σε αεροπορικά δρομολόγια, στο πλαίσιο προώθησης των ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων.
«Αυτό το κέρασμα του λικέρ της μαστίχας Χίου κατά τη διάρκεια των πτήσεων θα βοηθήσει και εμάς τους παραδοσιακούς ποτοποιούς του νησιού. Θα ενισχύσει γενικά την οικονομία της Χίου, αλλά και συνολικά της χώρας. Είναι ανάγκη να προβληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η μοναδικότητα αυτού του προϊόντος, ώστε να καθιερωθεί στις καταναλωτικές συνήθειες του κόσμου, Ελλήνων αλλά και ξένων», λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Στουπάκης, ποτοποιός στο χωριό Δαφνώνας. «Με τον τρόπο αυτό θα γνωρίσουν και θα γευτούν το λικέρ μας ακόμα περισσότεροι, τόσο στη χώρα μας όσο και έξω από αυτήν, αρκεί να σερβιριστεί σωστά και σε σωστό χρόνο. Η γεύση του είναι αναμφίβολα ξεχωριστή, χάρη στα κυρίαρχα συστατικά του - τα "θαυματουργά δάκρυα" του μαστιχόδεντρου και το μαστιχέλαιο - που παράγονται αποκλειστικά στο νησί μας, είναι κατοχυρωμένα και ως προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και έχουν την πιστοποίηση αυθεντικότητας από την Ενωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου». Ο Γιάννης Στουπάκης είναι ένας από τους συνολικά επτά παραγωγούς λικέρ χιώτικης μαστίχας που ετοιμάζονται να ιδρύσουν και ένωση ποτοποιών. Είναι οι συνεχιστές της τοπικής παράδοσης που ξεπερνά τον έναν αιώνα, αυτοί που ξέρουν να αξιοποιούν άριστα τη φυσική αρωματική ρητίνη που τους προσφέρει ο μαστιχοφόρος σχίνος στη Νότια Χίο.
«Η ποτοποιία μας απασχολεί επτά εργαζομένους. Ηταν οικογενειακή επιχείρηση που άρχισε να λειτουργεί το 1896, κι έπειτα από τρεις ολόκληρες γενεές, εδώ και μια τριετία έγινε πια Α.Ε. Σήμερα διαθέτουμε τις φιάλες μας σε όλη τη χώρα. Εχουμε αρχίσει και εξαγωγές, σε Κύπρο και Τουρκία, ενώ εντός τριμήνου θα φτάσουμε και στις ΗΠΑ και τη Σουηδία», λέει. «H συνταγή δεν είναι η ίδια για κάθε παραγωγό, υπάρχουν παραλλαγές. Από κει και πέρα, ως προς τη μέθοδο, εμείς επιλέξαμε να παράγουμε το λικέρ μας είτε με απόσταξη της μαστίχας, είτε και με μαστιχέλαιο. Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχει πως το λικέρ αυτό πίνεται όλο τον χρόνο, παγωμένο. Σερβίρεται κατά προτίμηση μετά το γεύμα ή το δείπνο, σε σφηνάκι ή κοκτέιλ. Καθώς χρησιμοποιούμε την αυθεντική μαστίχα Χίου, διατηρεί και τις γνωστές από την αρχαιότητα θεραπευτικές ιδιότητές της, είναι δηλαδή και χωνευτικό, φτιάχνει τη γεύση και τη διάθεση», λέει ο Γιάννης Στουπάκης.
Η πατρινή απόλαυση. Και στην Πάτρα δηλώνουν περήφανοι για το παραδοσιακό λικέρ τους, την τεντούρα, η οποία επίσης ανοίγει «φτερά» για διεθνή αναγνώρισή της. Ηδη, μερικές από τις πέντε - έξι ποτοποιίες της Αχαΐας που ασχολούνται με το αντικείμενο, έχουν καταφέρει να τη λανσάρουν και σε μεγάλες ξένες αγορές. «Την εξάγουμε σε Γερμανία, Ελβετία, Κύπρο, Ισπανία και Ολλανδία, προσεχώς θα τη στείλουμε και στις ΗΠΑ και την Κίνα. Παράγουμε συνολικά 90.000 - 100.000 φιάλες τον χρόνο, που πωλούνται και στα ελληνικά ράφια, σε κάβες και σούπερ μάρκετ, προς περίπου 12 ευρώ η φιάλη των 500 ml…», αναφέρει ο χημικός μηχανικός Παναγιώτης Χάχαλης, υπεύθυνος οικογενειακής ποτοποιίας με έδρα στον Ρωμανό της Πάτρας, η οποία παράγει και λουκούμια με γεύση τεντούρας.
«Από μικρό παιδί μεγάλωσα μέσα στα ποτά αυτά. Ουσιαστικά αποτελώ πλέον την τρίτη γενιά, βαδίζω στα χνάρια του πατέρα μου και του παππού μου. Αυτός ήταν που έστησε την επιχείρησή μας, αρχικά στον Αγιο Γεώργιο Χίου, όπου τη λειτούργησε ώς το 1939, πριν τη μεταφέρει στην Αχαΐα. Ηταν άριστος γνώστης όλων των μυστικών της απόσταξης. Αυτή ακριβώς η τέχνη του στην παρασκευή του ούζου και των άλλων ποτών πέρασε αναλλοίωτη και σε εμάς...», υποστηρίζει.
Το φημισμένο αυτό πατρινό λικέρ χρονολογείται από τον 15ο αιώνα, τότε που το έφτιαχναν και το κερνούσαν στα σπίτια. Φέρει δε την ονομασία του από το λατινικό tinctura, που σημαίνει βάμμα-εκχύλισμα. Οι παλιοί το έλεγαν και «μοσχοβολήθρα», για το δυνατό άρωμά του. Σήμερα, η αποκλειστικά αχαϊκή αυτή παραγωγή του είναι και κατοχυρωμένη από την κοινοτική νομοθεσία. «Από το 1999, ο πατέρας μου έβγαλε και επίσημα την τεντούρα στο εμπόριο. Την προσέξαμε πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια: εκσυγχρονίσαμε τα μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις μας, αλλά φροντίσαμε να κρατήσουμε άθικτη την παραδοσιακή διαδικασία παραγωγής της. Ακόμα και σήμερα, δηλαδή, τη φτιάχνουμε με φυσικό τρόπο, με εκχύλιση, χωρίς χημικά αρώματα. Η έντονη γεύση, το χαρακτηριστικό άρωμα και το βαθύ καφετί χρώμα της οφείλονται στα εκχυλίσματα μπαχαρικών που περιέχει: κανέλα και γαρίφαλο είναι τα δυνατά συστατικά της. Από κει και πέρα συμπληρώνουμε και μοσχοκάρυδο, φλούδες εσπεριδοειδών (μανταρίνι, κίτρο), βύσσινο ή μαστίχα. Η ουσία όλη, πάντως, είναι οι συγκεκριμένες αναλογίες μας στα υλικά αυτά…», επισημαίνει.
Η τεντούρα θεωρείται γκουρμέ προϊόν, σημειώνει ο Παναγιώτης Χάχαλης. «Η χωνευτική, ωστόσο, ιδιότητά της, λόγω της κανέλλας, την καθιστά και καλό συνοδευτικό στα εστιατόρια έπειτα από ένα καλό φαγητό. Συνήθως σερβίρεται παγωμένη, σκέτη ή και ως βάση για διάφορα κοκτέιλ με μπράντι ή ρούμι, σε καφετέριες και μπαρ. Συνοδεύει αρμονικά κι αποξηραμένα φρούτα, καρύδια και λουκουμάδες. Στο τσάι ή στον καφέ, τέλος, ένα σφηνάκι της χαρίζει μια ιδιαίτερη, αρωματική γεύση…», καταλήγει.
Πηγή: http://www.tanea.gr