Οι διονυσιακές επιρροές του Δ.Σαββόπουλου βγαίνουν στην επιφάνεια και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Το 1975 το Εθνικό Θέατρο προγραμματίζει να ανεβάσει την αρχαία κωμωδία του Αριστοφάνη "Αχαρνής" και ζητά από τον Διονύση Σαββόπουλο να επενδύσει μουσικά την παράσταση. O Σαββόπουλος καταπιάνεται με το έργο και μεταφράζοντάς το ο ίδιος, δίνει το δικό του στίγμα στην πλοκή... Η παράσταση τελικά δεν ευτύχησε να ανέβει, αλλά ο ίδιος παρουσιάζει τη δουλειά αυτή το `76, σε ύφος "νούμερο για μπουάτ", ενώ το 1977 βγαίνει διασκευασμένο το έργο και σε δίσκο, με τον τίτλο: "ΑΧΑΡΝΗΣ"-"Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια" - Τραγούδια για νέους κανταδόρους (όπως ο Σ. Μπουλάς, ο Ν. Παπάζογλου, η Μ. Τανάγρη, Ν. Ζιώγαλας, Η.Λιούγκος, Β. Ξύδης, Μ.Ρασούλης, Κ. Γεωργίου).
Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες
και δεν καταδεχόσασταν το κωμικό παιδί,
μα, τώρα, στον αγώνα νικούνε οι καρβουνάδες,
που έχουν στην μεριά τους
τον ίδιο τον ποιητή.
Ζεί τα ωραία πράγματα μ' αίμα και με θυσίες,
προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό.
Δε θα σας πει παινέματα, δεν ξέρει κολακείες
και για την ευτυχία σας πληρώνει τον καιρό.
Μούσα καρβουναρού,
θράκα μου πυρωμένη,
σπιθίτσα φουντωμένη
μ' αναπνοές τρελού.
Βαρδάρη που μιλά
σαν ψάρι φαγωμένο,
αχ, πολλαπλασιασμένο
και σαν καρβέλι να.
Έλα την Κυριακή
με το βαρύ σου τέμπο
κι οι δυο Σοφία Βέμπο
ακούγαμε εκεί.
-Ποιος μας γηροκομεί
τη σήμερον ημέρα,
ψηστιέρα, καρβουνιέρα,
μούσα δεκεμβριανή.
Πολέμησα καιρό
σε όλα τα πεδία
και με τυφλή μανία
ξέσκιζα τον εχθρό.
Τώρα με χειρουργεί
η αλλήθωρη νεολαία,
μια τσογλανοπαρέα,
που κάνει κριτική-
Οι γέροι χωριστά,
οι νέοι άλλο πράμα.
Όποιος τους θέλει αντάμα
πληρώνει ακριβά.
Πρόστιμο μια ζωή
στην κλεψύδρα και στα εφετεία.
Είναι μια κοροϊδία,
σειρά του δικαστή.