Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

3 Οκτ 2011

Τα παπουτσάκια


Της Αναστασίας Ευσταθίου

Πρέπει να λιώσεις πολλά παπούτσια για να βρεις το σημείο zero. Να τα ξεχαρβαλώσεις, κυριολεκτικά. Μιλώ για το σημείο μηδέν της δικής σου ζωής. Εκείνο που εκφράζει όλα όσα έχεις αγαπήσει, όλα όσα έχεις γεμίσει με ώρες θαλπωρής. Όλα εκείνα που έντυσες με χάδια, σκέψεις και αγνά συναισθήματα. Που επένδυσες σε αυτά χρόνο, κόπο και ολόδικό σου δόσιμο χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα κανένα. Που τα στόλισες με μύρια όνειρα κι ένα ένα σήμερα πασχίζεις να τα κρατήσεις αλώβητα από την καθολική αποδόμηση.
Εκείνα «τα όσα» που συχνά σε πηγαίνουν πίσω στην παιδική σου ηλικία, στην ηλικία των αμόλυντων χρόνων, όπως αθώα πιστεύεις σήμερα σαν ώριμος πια ενήλικας.

Θα ήθελα να μπω στη μηχανή του χρόνου, μακάρι, Θεέ μου, να υπήρχε μια τέτοια -που να με χωράει κιόλας-, να εκσφενδονιζόμουν πίσω στο παρελθόν, στα παιδικά μου χρόνια, όχι τόσο αμόλυντα όσο πείθω τον εαυτό μου καθημερινά και όχι για να δω πώς θα ήμουν πάλι νέα. Δεν ψάχνω να βρω κανένα ελιξίριο νεότητας. Μ’ αρέσει πολύ που μεγαλώνω με αυτούς που έχω επιλέξει ως ζωτικό μου περιβάλλον. Ούτε μπότοξ ψάχνω για να αντέξω τις ρυτίδες που χαράσσονται ζώντας σε αυτόν τον ρημαγμένο τόπο. Μου αρκούν εκείνα που σηματοδοτούν το σημείο zero. Είτε αυτά είναι αντικείμενα: βιβλία, μολύβια, έργα τέχνης, απλά αντικείμενα της καθημερινότητάς μου από την μαγειρική κουτάλα, την κιμωλία ως το ηλεκτρονικό ποντίκι. Είτε ιδέες: τοπία, εικόνες, απόψεις. Είτε άνθρωποι, το πιο σημαντικό: οικογένεια, φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι, άνθρωποι απ’ το παρελθόν που είναι σαν να μην τους αποχωρίστηκες ούτε μία ημέρα.

Ο λόγος για τα παπουτσάκια: θα ήθελαν να πουν ιστορίες για τους δρόμους που περπάτησαν ή για εκείνους που δεν κατάφεραν να περπατήσουν, καθώς προσέκρουσαν στον τοίχο του φόβου ή της δειλίας. Για τα ταξίδια που δεν έκαναν. Θα ήθελαν να μετρήσουν τα πηδηματάκια που έκαναν στο κουτσό, τους γύρους στο ποδήλατο και πόσες φορές φρέναραν με απόλαυση στο χώμα. Πόσες αποστομήθηκαν, πόσες ανέβηκαν σε καρέκλες, σε μπουφέδες, σε τραπέζια, πόσες σε κούνιες και σε τσουλήθρες. Πόσες φορές μέτρησαν σμιχτά σμιχτά τα πεζοδρόμια, κολλώντας την αριστερή φτέρνα στη δεξιά μύτη και πάλι απ’ την αρχή, νικώντας το αντίπαλο ζευγάρι του φίλου τους. Πόσες φορές μπερδεύτηκαν στα σεντόνια και λέρωσαν με πατημασιές τους τοίχους δίπλα απ’ τα κρεβάτια προσπαθώντας να ανέβουν στον ουρανό να κατεβάσουν τον μάγο που έδινε τροφή στα όνειρα των ιδιοκτητών τους. Πόσες ιστορίες θα είχαν να μας πουν σαν τους δίναμε το λόγο! Να μας πουν πόσους κλότσησαν, από ποιους πατήθηκαν και να ομολογήσουν, ναι μεγάλωσαν κι αυτά πια, από ποιους ηττήθηκαν. Σε πόσες λακκούβες με λασπόνερα έπεσαν. Πόση λασπουριά άφησαν στο λευκό χαλί της εισόδου. Πόσες φορές λεκιάστηκαν με παγωτό και πόσες κρύφτηκαν κάτω απ’ το τραπέζι ντροπιασμένα για το σπασμένο βάζο με το γλυκό. Πόσες φορές θάμπωσαν και πόσες φορές λουστραρίστηκαν απ’ το επίμονο χέρι της μαμάς. Πόσες φορές κολλήθηκαν οι ξεχαρβαλωμένες σόλες και πόσες φορές άλλαξαν τακούνια. Πόσες φορές τα παράτησαν ξεχασμένα σε ένα ισκιερό ράφι και την επόμενη χρονιά δεν χώραγαν τα πόδια του κοριτσιού, τερματίζοντας μια για πάντα την αποστολή τους.

Να μας πουν… και τι δεν θα ‘χαν να μας πουν τα παπουτσάκια αν τα αφήναμε. Αν ξύναμε τα ντουλάπια της μνήμης κι απελευθερώναμε αραχνιασμένες σκηνές απ’ το παρελθόν. Ανεπίδοτες επιθυμίες και θέλω στον άπιαστο Θεό, τον καλοσυνάτο παππούλη, των παιδικών μας χρόνων. Αν αφήναμε τις μνήμες ελεύθερες, ίσως να μη μας πονούσε τόσο αυτό που ζούμε σήμερα. Αν μοιραζόμασταν κάποια, γιατί όλα δεν είμαστε έτοιμοι να τα μοιραστούμε ακόμα, ταμπουρωμένοι έτσι που είμαστε στο εγώ μας, εκείνα μόνο που επουλώνουν λίγο τις πληγές. Μόνο εκείνα είναι αρκετά.

Ένα ζευγάρι ξύλινα ολλανδέζικα μικροσκοπικά τσόκαρα, βγαλμένα από παραμύθι τόσα δα που μόλις χωράνε σε ένα κουτάκι δώρου. Μου τα έστειλε μια φίλη, φίλη φίλης μου, από εκείνες που ανοίγει η ψυχή σου όταν τις συναντάς. Από εκείνες που τις σκέφτεσαι αραιά και που και που αναλογίζεσαι τι κάνει τώρα εκείνη η ψυχούλα, πώς περνά, πώς τα καταφέρνει με τη μικρή της κόρη και το κυριότερο, πώς τα φέρνει βόλτα με τα συναισθηματικά και τα οικονομικά. Επικοινωνούμε μέσω face book, με πολλά like στις σημειώσεις και στις αναρτήσεις τοίχου. Μας ενώνουν κοινοί φίλοι, γνωστοί και συγγενείς. Ένα αόρατο δίκτυο ανθρώπων, που σαν σκορπισμένα παζλ τα κομμάτια τους με ένα κλικ δονούν τις πιο ωραίες χορδές μέσα μας. Που μέσα από τις κλωστές του ανθρωποδίκτυου αυτού, σαν τις αράχνες πλέκοντας στέλνουμε τα σήματά μας. Σήματα επιβίωσης: εδώ είμαι, τι κάνεις, πότε θα κατέβεις στο πατρικό να σε δούμε λίγο; Αυτά είναι τα πιο ανάλαφρα. Τα άλλα, τα πιο βαθιά, τα πιο αληθινά, εκείνα που είναι κάτω από την πέτσα: Πώς έγινε η ζωή μας χάλια, πώς φτάσαμε στο τέλμα, πώς ζούμε ξύνοντας τον πάτο του εθνικού μας βαρελιού; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να διαχειριστούμε τη ζωή μας, τις σχέσεις μας και γιατί τίποτα δεν είναι σαν άλλοτε;

Και είναι αυτή η μικρή μου φίλη, στέλνοντάς μου δώρο τα αγαπημένα της παπουτσάκια, αυτά που επέζησαν από τόσες μετακομίσεις και από τόσες, ευτυχώς κενές, παιδικές χουφτίτσες, σα να ξέρει μια παλιά ιταλική παροιμία και μου την ψιθυρίζει: καλύτερα να λιώνεις παπούτσια παρά σεντόνια. Καλύτερα, Ελένη μου, καλύτερα τα παπούτσια, δε λες τίποτα! Η ζωή, βλέπεις, κατά τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, έχει δίκιο παντού και πάντα.