Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

25 Νοε 2011

Γιούκιο Μισίμα,Yukio Mishima, (14 Ιανουαρίου 1925 – 25 Νοεμβρίου 1970)


Ιάπωνας λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας, που εστίασε κυρίως στον διχασμό του έθνους του ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες και την πνευματική κενότητα της «μοντέρνας» ζωής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χιραόκα Κιμιτάκε (Hiraoka Kimitake), γεννήθηκε πρώτος από τρία εν συνόλω παιδιά από οικογένεια με καταγωγή σαμουράϊ, ανατράφηκε έως την ηλικία των 12 χρόνων του από την γιαγιά του Natsuko ή Natsu Nagai (απόγονο φεουδάρχη της εποχής των Τοκουγκάβα) με τις αξίες της παράδοσης Μπουσίντο), έζησε νεαρός την φρίκη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, την ατιμία των ατομικών βομβών και την αμερικανική κατοχή και διαμορφώθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή της ιαπωνικής Εθνικής Παράδοσης.  

Σπούδασε κατ’ απαίτηση της γιαγιάς του, που τού είχε διδάξει την πατροπαράδοτη αξιοπρέπεια και την επιθυμία για ομορφιά και καθαρότητα, στο πρότυπο Σχολείο Peer και στην συνέχεια Νομικά στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο από το οποίο αποφοίτησε το 1947. Για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών, πολύ σύντομα όμως τον κέρδισε ολοκληρωτικά το γράψιμο το οποίο είχε αρχίζει από ηλικίας 12 ετών με την ενθάρρυνση της μητέρας του Shizue, υιοθέτησε δε το ψευδώνυμο Yukio Mishima εξαιτίας της αντιπάθειας του κυβερνητικού υπαλλήλου πατέρα του για την λογοτεχνία και τους λογοτέχνες. Στο γράψιμο ο Μισίμα αφιέρωσε όλη την ζωή του, παράγοντας αμέτρητα διηγήματα και 33 θεατρικά έργα, στο ανέβασμα των οποίων συμμετείχε και ο ίδιος ως ηθοποιός. Το πρώτα μικρά διηγήματά του γνώρισαν το φως της δημοσιότητας σε διάφορα καλά λογοτεχνικά περιοδικά με την βοήθεια του νοβελίστα Καουαμπάτα Γιασουνάρι (Kawabata Yasunari, 1899 – 1972, βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1968) τον οποίο είχε γνωρίζει το 1946, η δε πρώτη του ημιαυτοβιογραφική νουβέλα «Εξομολογήσεις ενός προσωπείου» εκδόθηκε το 1949. 

Η επόμενη νουβέλα του ήταν ερωτική, είχε τίτλο «Δίψα για έρωτα» («Ai no kawaki», 1950), περιέγραφε την ιστορία μίας γυναίκας που έγινε ερωμένη του πρώην πεθερού της και έδειχνε άμεση επιρροή από τον μετέπειτα νομπελίστα Γάλλο συγγραφέα Francois Mauriac (1885 - 1970). Το 1954 εξέδωσε το λυρικό «Ο ήχος των κυμάτων» («Shiosai», 1954) που έγινε την ίδια χρονιά κινηματογραφική ταινία ως «Aaltojen pauhu» (1954) από τον σκηνοθέτη Senkichi Taniguchi με πρωταγωνιστές τους Akira Kubo, Kyoko Aoyama, Yoichi Tachikawa και Keiko Miya (η ταινία σκηνοθετήθηκε ξανά από τους Kenjiro Morinaka το 1964, Shiro Moritani το 1971, Katsumi Nishikawa το 1975 και Tsugunobu Kotani το 1985). 
 Το 1956 εξέδωσε το συγκλονιστικό διήγημα «Ο Ναός της Χρυσής Πεταλούδας» («Kinkakuji», 1956, αφιερωμένο στην θρησκευτικότητα και την σωματική ομορφιά, καθώς και στην ανθρώπινη παλινδρόμηση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια, την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, την αγάπη και το μίσος, με αφορμή το ιστορικό γεγονός της πυρπόλησης του ομώνυμου Ναού Kinkakuji στο Kyoto από έναν νεαρό ιερέα του, το 1950), ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ασχολήθηκε αδιάκοπα με γυμναστική και πολεμικές τέχνες (καράτε και ξιφασκία κέντο, της οποίας απέκτησε το 5ο νταν το 1968) και ίδρυσε έναν δικό του «στρατό» νεαρών σαμουράϊ, την λεγόμενη «Tatenokai» («Εταιρεία της Ασπίδας»). 

Το 1958 νυμφεύθηκε την 20χρονη Yoko Sugiyama, θυγατέρα του διάσημου παραδοσιακού ζωγράφου Nei Sugiyama, με την οποία απέκτησε 2 παιδιά και ο γάμος τους διήρκεσε έως τον θάνατό του. Του γάμου τους προηγήθηκε συμφωνία ότι πρώτη προτεραιότητα στην ζωή του Μισίμα θα είναι το γράψιμο και ότι η Yoko θα φροντίζει να σέβεται τον προσωπικό του χώρο και χρόνο. 

Το 1965 εξέδωσε το δυτικότροπο «Μαντάμ ντε Σαντ» («Sado koshaku fujin», 1965), στο οποίο παρουσιαζόταν ο μαρκήσιος ντε Σαντ μέσα από τα μάτια μίας γυναίκας, ενώ ήδη είχε αρχίσει να συγγράφει το μεγαλύτερο αριστούργημά του, την τετραλογία «Η θάλασσα της γονιμότητας» («Hojo no umi»), η οποία συμπεριελάμβανε τις νουβέλες «Χιόνι της άνοιξης», «Αφηνιασμένα άλογα» (που περιστρέφεται γύρω από την αυτοκτονία σεπούκου), «Ο Ναός της αυγής» και «Εκπεσών άγγελος» (που παραδόθηκε στον εκδότη την ημέρα του θανάτου του, 25 Νοεμβρίου 1970 και κατάγγειλε την παρακμή της Ιαπωνίας και την απαξίωση των παραδοσιακών αξιών, ενώ εξήρε την ουσία και ποιότητα των βουδιστικών φιλοσοφικών αρχών). Το 1965 έπαιξε και στην κινηματογραφική ταινία «Πατριωτισμός», στην οποία είχε προ 5ετίας γράψει ο ίδιος το σενάριο, με στόχο την ανάδειξη της αισθητικής και των προτύπων του αριστοκρατικού ιαπωνικού Θεάτρου Νο. 
Σε ηλικία μόλις 45 ετών και ενώ αναμενόταν να κερδίσει το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας, κατέλαβε με συντρόφους του το γραφείο του διοικητή του στρατοπέδου Ichigaya, όπου από το 1966 γυμνάζονταν μετά από ειδική άδεια τα μέλη της «Tatenokai» και αυτοκτόνησε με το τελετουργικό σεπούκου (χαρακίρι), διαμαρτυρόμενος για τον εθνικό εκφυλισμό της πατρίδας του λόγω της αμερικανικής πολιτικής και πολιτισμικής κατοχής. Προηγουμένως είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να διεγείρει στάση του στρατού με στόχο την κατάργηση του επιβεβλημένου από τους Αμερικανούς συντάγματος και την «επιστροφή της Ιαπωνίας στην πραγματική της μορφή» που είχε καταργηθεί μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και την αμερικανική κατοχή: «βλέπουμε την πατρίδα μας να γλεντοκοπάει βυθισμένη στην ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και την πνευματική κενότητα. Πώς γίνεται όμως να έχει αξία η ζωή μέσα σε ένα περιβάλλον όπου έχει πεθάνει το πνεύμα; Ζήτω ο αυτοκράτορας! Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν…» (τα τελευταία λόγια του). 

Ο Μισίμα είχε φροντίσει ακόμα και να αφήσει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό για την κάλυψη των εξόδων υπεράσπισης των συντρόφων του που επέζησαν. Η ηρωϊκή – παραδειγματική πράξη του (οι δύο που αυτοκτόνησαν είχαν συντάξει τα ποιήματα θανάτου τους «jisei» προτού καν εισέλθουν στο γραφείο του διοικητή) άφησε άφωνο και αμήχανο όλο τον δυτικοποιημένο και εκχριστιανισμένο κόσμο, χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι όταν ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Mainichi Shimbun» μετέδωσε τηλεφωνικά την είδηση στους προϊσταμένους του πήρε την απάντηση «δεν μπορεί, γύρνα πίσω στην βάση και έλεγξε ξανά την αλήθεια των όσων περιγράφεις». 

Εμφανώς ο δυτικοποιημένος και υπό ευρεία ή στενή έννοια εκχριστιανισμένος κόσμος δεν κατάλαβε και, από ό,τι τουλάχιστον φαίνεται, ούτε θα καταλάβει ποτέ το γιατί ένας τόσο ευφυής άνθρωπος προχώρησε σε μία τέτοια «απέλπιδα» (για τα κυρίαρχα ειωθότα) πράξη, διεκδικώντας να πετύχει έναν (επίσης για τα κυρίαρχα ειωθότα) «αναχρονισμό». Πάρα πολλοί αμερικανοποιημένοι εγκέφαλοι, ίδιοι με τους βαριεστημένους ένστολους του στρατοπέδου Ichigaya που τον χλεύαζαν ενώ τους μιλούσε, προχώρησαν μάλιστα ακόμα και σε χυδαίες ψυχολογικές και σεξουαλικές «ερμηνείες» της ακατανόητης για τον δικό τους κώδικα αξιών πράξης του Μισίμα. Ο γνωστός Colin Wilson μάλιστα θεώρησε πρέπον κατά τα αμερικανικά (ιουδαιοχριστιανικά) του μάτια να προσπαθήσει να τον παρουσιάσει ως δήθεν πάσχοντα από το πολύ διαδεδομένο στον ιουδαιοχριστιανικό κόσμο «μεσσιανικό σύνδρομο» («Rogue Messiahs. Tales of Self-Proclaimed Saviors», 2000), ενώ πιο αηδιαστική είναι η προσέγγιση τού διόλου τυχαία επίσης αμερικανού Jerry S. Piven («The Madness and Perversion of Yukio Misima», 2004, δηλ. «Η παραφροσύνη και διαστροφή του Γιούκιο Μισίμα»). 

Ενδεικτικό της πλήρους ανικανότητας των σημερινών μαζικών ανθρώπων να καταλάβουν μία τέτοια ανώτερη προσωπικότητα είναι και το γεγονός ότι ενώ ο Μισίμα ουσιαστικά υπήρξε με την πραγματική έννοια ένας πολιτικός συγγραφέας, μισήθηκε ισόποσα από τους μονοπωλητές της δυναμικής πολιτικής έκφρασης ακροδεξιούς και ακροαριστερούς (από τους πρώτους για την θέση του ότι ο Χιροχίτο έπρεπε να είχε παραιτηθεί μετά την ήττα της Ιαπωνίας και από τους δεύτερους για την τόλμη του να υπερασπίζεται τις παραδοσιακές αξίες). Το 1985 πάντως, οι Πωλ Σράντερ, Τζωρτζ Λούκας και Φράνσις Κόππολα παρήγαγαν σε ανάμνηση της προσωπικότητάς του το αξιόλογο λυρικό φιλμ «Μισίμα: μία ζωή σε 4 κεφάλαια» («Mishima. A Life in Four Chapters»). 
Εν ζωή ο Μισίμα τιμήθηκε με τα βραβεία «Shincho» (1954), «Kishida Δραματουργίας» (1955) και «Yomiuri» (2 φορές, το 1957 και το 1961).