Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

27 Δεκ 2011

Πέθανε ο ποιητής Αργύρης Χιόνης

Χθες το απόγευμα από καρδιακή προσβολή.

Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του 70  ο Αργύρης Χιόνης πέθανε χθες το απόγευμα από καρδιακή προσβολή.




(το ποίημα "Ωραίο Καλοκαίρι" του Αργύρη Χιόνη από το CD "Στους Ελαιώνες της Αγάπης")

Είχε γεννηθεί το 1943 στην Αθήνα, στα Σεπόλια, από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο 2ο Νυχτερινό Γυμνάσιο. Άρχισε να εργάζεται σε πολύ μικρή ηλικία και άλλαξε αρκετά επαγγέλματα. Σε ηλικία 28 ετών γράφεται στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ και σπουδάζει ιταλική φιλολογία. Επί είκοσι έτη (1967-1977 και 1982-1992), έζησε σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Κατά τη δεκαετία 1982-1992, εργάστηκε, ως μεταφραστής, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 1992, παραιτήθηκε από τη θέση αυτή και ζούσε στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολιόταν με την ποίηση και τη γεωργία, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο βιογραφικό που συνόδευε τα βιβλία του.

Είχε πρωτοεμφανιστεί λογοτεχνικά το 1966 με την ποιητική συλλογή "Απόπειρες φωτός". Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Σχήματα απουσίας" ("Αρίων", 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), "Μεταμορφώσεις" ("Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή "Τύποι ήλων"), "Τύποι ήλων" ("Εγνατία-Τραμ", 1978), "Λεκτικά τοπία" ("Καστανιώτης", 1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" ("Υάκινθος", 1986), "Εσωτικά τοπία" ("Νεφέλη", 1991, 1η ανατύπωση: 1999), "Ο ακίνητος δρομέας" ("Νεφέλη", 1996, 1η ανατύπωση: 2000), "Ιδεογράμματα" ("Τα τραμάκια", 1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε" ("Νεφέλη", 2000), "Στο υπόγειο" ("Νεφέλη", 2004), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, 2010).

Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα" ("Αιγόκερως", 1981), "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς" ("Πατάκης", 1995), "Τρία μαγικά παραμύθια" ("Πατάκης", 1998), "Όντα και μη όντα" ("Γαβριηλίδης", 2006) και "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες" ("Κίχλη", 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ' ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου). Έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας ("Ποιήματα", 1981), Ράσελ Έντσον ("Όταν το ταβάνι κλαίει", 1986), Τζέιν Όστεν ("Περηφάνια και προκατάληψη", 1997), Ρομπέρτο Γιάρος ("Κατακόρυφη ποίηση", 1997) και Ανρί Μισώ ("Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του", 2003).

Η ποιησή του χαρακτηρίζεται από αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έντονο το στοιχείο της παραδοξότητας και του σαρκασμού σε συνεχή συνομιλία όμως με μια υπαινικτική εσωτερικότητα η οποία υποβάλλει και ενισχύει ναι μεν τη πίστη στο παράλογο και μάταιο της ύπαρξης από τη μια αλλά και τη κατάφαση στη ζωή απ΄την άλλη.

 bonustrack 1

Το 2009 με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» από τις εκδόσεις Κίχλη είχε γράψει στη lifo το παρακάτω κομμάτι:

Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες

φωτό Kωνσταντίνος Κουκόπουλος

O ποιητής και πεζογράφος Αργύρης Χιόνης γράφει για το έναυσμα που τον οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» (εκδόσεις Κίχλη) και για τη βαθιά ανάγκη του για παρηγοριά.

Η περιπέτειά μου στο χώρο των Γραμμάτων άρχισε με την ποίηση, όταν ήμουν δεκατριών ετών. Πρωτοδημοσίευσα ποιήματά μου στα εικοσιένα μου, στα περιοδικά «Δωδέκατη ώρα» και «Νέα Εστία». Από το 1966 έως το 2006 εξέδωσα δώδεκα ποιητικά βιβλία. Η πρώτη πεζογραφική απόπειρά μου έγινε το 1983, με το βιβλίο Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα (εκδ. Αιγόκερως). Επρόκειτο για κείμενα που, επειδή αδυνατούσα να τα πυκνώσω, ώστε να γίνουν ποιήματα, τα ανέπτυξα περαιτέρω και γίνανε μικρά πεζογραφήματα. Η πρώτη σοβαρή πεζογραφική μου απόπεια έγινε το 2006 με το Όντα και μη Όντα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», 2007), που το διαδέχτηκε την επόμενη χρονιά το Περί αγγέλων και δαιμόνων από τις ίδιες εκδόσεις.

Είχε πλέον για τα καλά εγκατασταθεί μέσα μου ο δαίμων της πεζογραφίας. Έτσι, το 2008 ακολούθησε το Οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες. Βέβαια, όταν μιλάμε για πεζογραφία, πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι πρόκειται για πεζά κείμενα γραμμένα από ποιητή. Ο λόγος πρέπει, συνεπώς, να ρέει απρόσκοπτα, μουσικά, οι συλλαβές των προτάσεων να είναι ζυγισμένες και μετρημένες με ακρίβεια, ενίοτε μάλιστα (χάριν παιδιάς ή ειρωνείας) να υπάρχουν μέτρο και εσωτερικές ομοιοκαταληξίες. Η χρήση επίσης συνηχήσεων, παρηχήσεων, ομόηχων λέξεων και επαναλήψεων είναι απαραίτητη. Όσο για τη μεταφορά, αυτή πρέπει κυριολεκτικά να πρωταγωνιστεί.

Το Οριζόντιο ύψος συμπληρώνει το τρίπτυχο που ξεκίνησε με τα δύο προηγούμενα βιβλία. Και οι τρεις αυτές συλλογές αφηγημάτων, όπως και ολόκληρο το ποιητικό έργο μου, συνέχονται από μια κοινή, κεντρική ραχοκοκκαλιά, την υπαρξιακή αγωνία, και βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον θάνατο, όπως θα ήθελε και ο Octavio Paz. Επειδή ωστόσο είχε πολύ βαρυνθεί η ψυχή μου, αποφάσισα ότι χρειαζόμουν μιαν αναψυχή. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στον παλιμπαιδισμό της ηλικίας (κοντεύω να κλείσω τα εξήντα έξι), αλλά, ξαφνικά, ένιωσα τη βαθύτατη ανάγκη για παραμυθία, για παρηγοριά. Εκεί επάνω ξανάρθανε στη σκέψη μου οι στίχοι του Σεφέρη (Τελευταίος σταθμός, στ. 83-86, από τη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’):

Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει̇

Αυτοί οι στίχοι ήταν το έναυσμα για τη γραφή του Οριζόντιου ύψους, όπου η αμίλητη φρίκη αντιμετωπίζεται με τα μόνα αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος: το όνειρο και το χιούμορ. Για τη συνέχεια, ωστόσο, χρειαζόμουν έναν μπούσουλα, κι αυτόν μου τον έδωσε ένας γέροντας στην ακροποταμιά, εδώ, λίγο πιο πέρα από το σπίτι μου, που τον άκουσα ένα απόβραδο να μουρμουρίζει, σαν προσευχή (Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, στ. 16, ό.π.):

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Εκείνου του δόθηκε· ελπίζω να δόθηκε και σε μένα.


bonustrack 2

Συνέντευξη τον Φεβρουάριο του 2010 στην Ελευθεροτυπία

Όσο ζω, γράφω ποιήματα-όνειρα πάνω στα χώματα

Από την Κατερίνα Αγγελιδάκη

Ζει εδώ και χρόνια σε υψόμετρο 680 μέτρων, στο πέταλο ενός βουνού της ορεινής Κορινθίας. Τον χειμώνα αποκλείεται απ' τα χιόνια, το καλοκαίρι φυτεύει λαχανόκηπους και οπωροφόρα. Είναι μονήρης από επιλογή, εραστής της φύσης και εχθρός της τεχνολογίας. Επίσης είναι πυροπαθής, ολιγαρκής και για τους κατοίκους της περιοχής του, ο γείτονας ποιητής.
Ο κ. Αργύρης Χιόνης γράφει και διαβάζει κάθε μέρα αγναντεύοντας τη μητέρα Φύση μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του σπιτιού του, αλλά κι εκδίδει τα βιβλία του, τα δύο τελευταία από τον νεοσύστατο εκδοτικό οίκο Κίχλη, με μεγάλη επιτυχία. Το 2009 τιμήθηκε, εξ ημισείας, με το Κρατικό Βραβείο διηγήματος.

Είστε ποιητής με μακρά παρουσία, από το 1966 μέχρι σήμερα έχετε εκδώσει 11 ποιητικές συλλογές, με μερικά διάσπαρτα πεζά κείμενα. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, εκδώσατε τρία βιβλία με αφηγήματα: «Οντα και μη όντα», Γαβριηλίδης 2006 (Βραβείο περιοδικού «Διαβάζω»), «Περί αγγέλων και δαιμόνων», Γαβριηλίδης 2007, «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», Κίχλη 2008. Ήρθατε για να μείνετε στην πεζογραφία, με δεδομένη και την πολύ καλή απήχηση που είχαν τα βιβλία σας στον κόσμο;
Φυσικά και ήρθα στην πεζογραφία για να μείνω, όχι όμως λόγω της απήχησης που είχαν τα πεζά μου στον κόσμο, αλλά επειδή μου το υπαγορεύει η μέσα μου φωνή. Η ίδια αυτή φωνή μού απαγορεύει να εγκαταλείψω την ποίηση, η οποία άλλωστε συνιστά τη βάση, τα θεμέλια των πεζών κειμένων μου.

Στην εισαγωγή του τελευταίου σας βιβλίου, «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» (εκδόσεις Κίχλη), μιλάτε για τη γιαγιά σας με τα πρασινόλευκα μαλλιά, με το πρόσωπο σαν πέτρα διαβρωμένη απ' τη βροχή και το αυθαίρετο σπιτάκι της χτισμένο με μπετόν, πέτρες, τούβλα, λαμαρίνες, ξύλα. Μοιάζει η γραφή σας με τα παράταιρα υλικά μιας θαμμένης στον χρόνο λαϊκής αυλής των θαυμάτων;
«Τόσο τα ποιήματά μου όσο και τα πεζά μου είναι όντως χτισμένα με τα πιο παράταιρα δομικά υλικά. Ωστόσο, πιστεύω ή, αν θέλετε, ελπίζω ότι το τελικό αποτέλεσμα, το έργο, τα έχει τόσο καλά εντάξει, ενσωματώσει στην πρόθεσή του, στον στόχο του, ώστε αυτά να μην είναι πλέον διακριτά. Είμαι της άποψης ότι στην ποίηση, αλλά και σε όλα τα άλλα λογοτεχνικά είδη, δεν πρέπει να είναι ανιχνεύσιμα τα δομικά υλικά. Το ίδιο αόρατος πρέπει να είναι και ο καταβληθείς μόχθος. Θέλω να πω, το κείμενο, που έχει υποστεί πλήθος επεξεργασιών και έχει κοστίσει στον δημιουργό του πολλές νύχτες αγρύπνιας, όταν φτάνει με την τυπωμένη μορφή του στα χέρια του αναγνώστη, πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι ξεπήδησε και ρέει τόσο φυσικά και αυθόρμητα όπως το νερό της πηγής. Πρόκειται, σας διαβεβαιώ, για μια πολύ επίπονη διαδικασία, αλλά μόνον έτσι επιτυγχάνεται η συγκίνηση, η απρόσκοπτη επικοινωνία με τον αναγνώστη».

Διαλέξατε στο «Οριζόντιο ύψος» τη μαγεία των παραμυθιών της λαϊκής παράδοσης, που δίνουν μιλιά στα δένδρα και αισθήματα στα τρεχούμενα νερά, μόνο για να μπορέσετε να μιλήσετε για την υπαρξιακή σας αγωνία μέσω της αλληγορίας, του υπερφυσικού και της ουτοπίας ή μήπως υπάρχει μέσα σας μια βαθύτερη σύνδεση με τη Φύση, μια εσωτερική πυξίδα από νερό και χώμα, που σας συνδέει με το παρελθόν και σας βοηθάει να βαδίσετε στο μέλλον;
Εύστοχη πολύ η διττή αυτή ερώτησή σας, αλλά δεν βρίσκω να υπάρχει κάποια αντίφαση ανάμεσα στα δύο σκέλη της. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι συμβαίνουν αμφότερα.

Τι ακριβώς εννοείτε όταν λέτε ότι γράφετε «στα χώματα»;
Αυτό που εννοώ είναι ότι κεντώ τα κείμενά μου, σαν τατουάζ, πάνω στο δέρμα της μάνας μου, της γης. Με άλλα λόγια, είμαι χοϊκός και όχι αιθεροβάμων ποιητής. Ως τέτοιος, λοιπόν, πιστεύω στην αθανασία της ύλης, δηλαδή στην αέναη ανακύκλωση των υλικών. Οσο ζω, γράφω ποιήματα-όνειρα πάνω στα χώματα. Οταν με καταπιούν τα χώματα και χουμοποιηθώ, θα τροφοδοτώ, ως λίπασμα, νέα όνειρα ζωής.

Έχετε γράψει ότι ο ποιητής είναι προφήτης, κάποιος που βλέπει στο βάθος των πραγμάτων, ακόμα κι αν είναι βουβός και δεν μπορεί να πει αυτό που βλέπει. Σε τι συνίσταται τελικά η ποιητική ιδιότητα;
Αναφέρεστε μάλλον στην ατάκα από το θεατρικό έργο μου Το μήνυμα και άλλες δύο φάρσες (εκδόσεις Κίχλη), όπου ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές λέει στον άλλο: «Στο βάθος είσαι ένας ποιητής. [...] Ενας προφήτης του προπαρελθόντος! [...] Εχεις μάτι δυνατό, μπορείς και βλέπεις στο βάθος των πραγμάτων. Δεν έχει σημασία αν δεν μπορείς να πεις τι βλέπεις ...όχι! Σημασία έχει ότι βλέπεις. Είσαι ένας βουβός ποιητής, αυτό είσαι!». Η ποιητική λοιπόν ιδιότητα συνίσταται στην αέναη (και βέβαια αενάως αποτυγχάνουσα) προσπάθεια έκφρασης του ανέκφραστου.

Θεωρείτε πάντα την ποίηση βασίλισσα των τεχνών;
Μα, φυσικά! Ακόμη κι αν χάνει διαρκώς υπηκόους, ακόμη κι αν μείνει χωρίς ούτε έναν υπήκοο, αυτή θα είναι πάντα εκεί, μοναδική, υπέρλαμπρη βασίλισσα. Η ποίηση διδάσκει γλώσσα, ήθος, μέτρο, ρυθμό, αρμονία, αυτοσυγκράτηση, λιτότητα· διδάσκει, με άλλα λόγια, ό,τι απουσιάζει απ' όλα αυτά τα ευπώλητα ανοσιουργήματα που λυμαίνονται, εδώ και κάμποσο καιρό, τον χώρο της λογοτεχνίας.

Ως μετανάστης, υπήρξατε άλαλος για πολλά χρόνια, μέχρι να πέσουν τα γλωσσικά τείχη στις χώρες όπου ζήσατε, έχετε πει. Μήπως αυτή ακριβώς η υποχρεωτική σας αποξένωση, λόγω γλώσσας, σας ανάγκασε να χτίσετε τις δικές σας ποιητικές γέφυρες;
Τα χρόνια της αλαλίας μου στο εξωτερικό ήσαν χρόνια στροφής προς τα έσω, χρόνια βαθύτατης ενδοσκόπησης. Οταν γράφεις χωρίς την πιθανότητα να εκδοθείς και επιμένεις εντούτοις να γράφεις, με μοναδικό αναγνώστη και κριτή τον εαυτό σου, συνειδητοποιείς ότι η ποίηση δεν είναι επίδειξη ταλέντου ή δεξιοτήτων αλλά ουσία ζωής. Αργότερα, όταν, όπως λέτε, έπεσαν τα γλωσσικά τείχη στις χώρες όπου ζούσα, ο κόσμος που είχε στηθεί μέσα μου ήταν έτοιμος να επικοινωνήσει με εκείνον που τον περιέβαλλε και να εμπλουτιστεί από αυτόν χωρίς δουλικές μιμήσεις, γιατί ήταν ήδη ένας στέρεος, αυθύπαρκτος κόσμος.

Υπάρχουν παλαιότεροι ομότεχνοί σας που κρίνετε ότι άσκησαν επίδραση στη διαμόρφωση του έργου σας;
Εχω δεχτεί ασυνειδήτως πλήθος επιδράσεων από παλαιότερους αλλά, υποθέτω, και από σύγχρονούς μου ακόμη ομοτέχνους. Αυτό δεν είναι μόνον αναπόφευκτο αλλά και ευκταίο. Σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο χωνεύονται αυτές οι επιδράσεις και εντάσσονται στο προσωπικό σου ύφος, εφόσον βέβαια υπάρχει τέτοιο, αλλιώς είσαι απλώς μιμητής. Συνειδητά ωστόσο αναγνωρίζω ως δασκάλους μου τους εξής μεγάλους ποιητές: τον Καβάφη, που μου δίδαξε την άκρα λιτότητα και την ειρωνεία, τον Μπέκετ, που μου αποκάλυψε τη δύναμη του παραλόγου και του σαρκασμού, τον Κάφκα, αυτόν τον σύγχρονο Ιώβ, που με έμαθε να διαβάζω με έναν άλλο, ανορθόδοξο τρόπο, τη Βίβλο και, τέλος, τον Νίτσε, τον Καζαντζάκη, τον Καμύ και (ξανά) τον Μπέκετ, που με τον ηρωικό πεσιμισμό τους με βοήθησαν να αντιμετωπίζω την ύπαρξη και την ανυπαρξία με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Πριν ξενιτευτείτε για λόγους επιβίωσης και για πολλά χρόνια, ζήσατε στα Σεπόλια, σε ένα σπιτάκι 16 τετραγωνικών. Φύγατε ποτέ από εκεί, παρόλο που γυρίσατε όλο τον κόσμο;
Εγώ έφυγα από εκεί, αλλά ούτε τα Σεπόλια ούτε το 16 τετραγωνικών σπιτάκι με εγκατέλειψαν ποτέ. Τα κουβαλώ ακόμη μέσα μου, είναι η αρχή της ζωής μου και, ως γνωστόν, δεν υπάρχει μέση και τέλος δίχως αρχή.

Τα τελευταία 17 χρόνια, από τότε που γυρίσατε οριστικά στην Ελλάδα, ζείτε σ' ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, το Θροφαρί. Αυτή η επιλογή ζωής σάς ξαναγυρίζει κατά κάποιον τρόπο στην αρχή;
Αν εννοείτε την αρχή της ύπαρξης, ναι. Η εγκατάστασή μου σ' αυτό το μικρό και σχεδόν άθικτο ακόμη από τον «πολιτισμό» χωριό οφείλεται όντως στη βαθύτατη ανάγκη μου για επιστροφή, όχι στον τόπο που γεννήθηκα (σ' αυτή την περίπτωση θα ήταν τα Σεπόλια), αλλά στον τόπο όπου τα πάντα γεννιούνται, στη Φύση.

Πηγή: http://www.lifo.gr/now/culture/6426