Η ομορφιά θα είναι οριστική ή δεν θα είναι καν
Ο δημιουργός του σουρεαλισμού ονομαζόταν Αντρέ Μπρετόν. Ένας άνθρωπος με ισχυρά ελαττώματα, κυριολεκτικά Πάπας. Που αφόριζε και διέγραφε από το ιερατείο και το ποίμνιο του σουρεαλισμού--βάσει του αλάθητου που τον διέκρινε--ανθρώπους σαν τον Μαξ Ερνστ ακόμη κι όταν το σουρεαλιστικό κίνημα είχε διαλυθεί. Όπως και να το δει κανείς, αυτό το συγκεντρωτικό, απολυταρχικό καθεστώς που ονομαζόταν Αντρέ Μπρετόν ήταν το κέντρο, ο άνθρωπος που τους ήξερε όλους και ήθελε να τους μάθει όλους, ο μεγαλύτερος θεωρητικός στην τέχνη του 20ού αιώνα. Ποτέ δεν έβαλε την τέχνη νεκρή σε κάποιο ανατομικό κρεβάτι, για να ικανοποιήσει κάποια διεστραμμένη έλξη προς το ανέφικτο. Αλλά σαν τα ψάρια-μαχητές του Σιάμ, έπαιρνε τρυφερά τα αβγά που του παρέδιδαν οι καλλιτέχνες, για να τα γονιμοποιήσει και να τα προστατεύσει μέσα από την κριτική του.
Είχε δύο ημερομηνίες γεννήσεως. Η μία, που απαντά στο πιστοποιητικό γεννήσεώς του και σε άλλα επίσημα έγγραφα, είναι η 19η Φεβρουαρίου του 1896. Η άλλη, την οποία επέλεξε ο ίδιος το 1934, είναι η 18η Φεβρουαρίου του 1896. Η Μανόν, μια ξαδέρφη του, η οποία «τον μύησε στο ενοχλητικό αμάλγαμα αποπλάνησης και φόβου που είναι η σεξουαλικότητα», είχε γεννηθεί στις 18 Φεβρουαρίου του 1898 και λίγο μετά τη σύντομη σχέση τους, ο Αντρέ Μπρετόν δήλωσε επίσημα ως ημερομηνία γεννήσεώς του την 18η Φεβρουαρίου, στην εγγραφή του στην Ιατρική Σχολή.
Αλλά, πάλι, ίσως να μην οφείλονταν όλα στη γυναίκα Μανόν, αλλά στην αστρολογία. Ο Μπρετόν είχε αναπτύξει μεγάλο ενδιαφέρον για την αστρολογία στα μέσα της δεκαετίας του '20. Τη θεωρούσε ως «έναν άλλο τρόπο ανασκαφής της κρυμμένης πλευράς της ζωής προς εύρεσιν των συγκλονιστικών συμπτώσεων που μπορεί τυχόν να αποκαλύψει». Στη δική του περίπτωση, μια αστρολογική ερμηνεία της 18ης Φεβρουαρίου φανέρωνε διάφορες σχέσεις «ανάμεσα στον ίδιο και πολλούς από τους πιο αξιοθαύμαστους προκατόχους του, συγκεκριμένα τους ποιητές Αρτίρ Ρεμπό και Ζεράρ ντε Νερβάλ και τον ουτοπικό φιλόσοφο Σαρλ Φουριέ».
Τέλος, μπορεί η αλλαγή αυτή στις ημερομηνίες να τον έφερνε κοντύτερα στο στίχο του λατρευτού του κόμητα Λοτρεαμόν: «Η ανομολόγητη μέρα της γέννησής μου».
Το βράδυ της Τετάρτης 19 Φεβρουαρίου, στις 10 ακριβώς, στην πόλη Tinchebray της Νορμανδίας, η 24χρονη μοδίστρα Μαργκερίτ Λε Γκουζ και ο 29χρονος αστυνομικός Λουί Μπρετόν έφεραν στον κόσμο τον Αντρέ Μπρετόν. Το όνομά του το πήρε από έναν θείο της μητέρας του, που είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς την ημέρα του γάμου του. Ο πατέρας του ήταν καλόβουλος, άθεος, χωρίς φιλοδοξίες. Η μητέρα του αυστηρή, ψυχρή και θρησκόληπτη--πιθανότατα δεν ήθελε να αποκτήσει παιδιά. Για τη Μαργκερίτ, ο δρόμος προς την Εκκλησία και ο δρόμος προς την κοινωνική ευπρέπεια ήταν κοινός, και πολεμούσε τον αντικληρικισμό του άντρα της, προσπαθώντας να εμφυσήσει στον Αντρέ τον δικό της θρησκευτικό σεβασμό. Ο Αντρέ, όπως τα περισσότερα ρωμαιοκαθολικά αγόρια, έλαβε την πρώτη του μετάληψη σε ηλικία έντεκα χρόνων. Στην υποχρεωτική αναμνηστική φωτογραφία, η έκφρασή του προδίδει δυσαρέσκεια.
Στην εφηβεία του, όταν η αγάπη του για τα «αγορίστικα» περιπετειώδη μυθιστορήματα είχε αντικατασταθεί από πιο «προχωρημένα» αναγνώσματα, ο Μπρετόν απέδιδε την αγάπη του για την ποίηση και τη λογοτεχνία στις ικανότητες των αγορίστικων παραμυθιών του, να «υποσκάπτουν τους τοίχους του πραγματικού που μας περικλείουν».
Όντας φοιτητής της Ιατρικής, γνωρίζει κι αγαπά την ψυχιατρική: η μελέτη των έργων του Φρόιντ (τον οποίο γνώρισε το 1921) τον εισήγαγε στην ιδέα του υποσυνείδητου. Επηρεασμένος από την ψυχιατρική και την ποίηση των συμβολιστών, ο Μπρετόν αρχικά εισχώρησε στο κίνημα των ντανταϊστών αλλά γρήγορα στράφηκε αλλού. «Δεν καταλαβαίνουν ούτε για ένα λεπτό ότι οι διαφορές μας είναι αυτές που μας ενώνουν», είπε για τον ντανταϊσμό. Και αναζήτησε άλλους δρόμους έκφρασης των δικών του προβληματισμών. Εν τω μεταξύ, ο Αντρέ έζησε, ως ψυχίατρος σε στρατιωτικά νοσοκομεία, τη φρίκη του Μεγάλου Πολέμου. Δεν είχε πάρει, ούτε θα έπαιρνε ποτέ, πτυχίο (σε καιρό πολέμου δεν είναι απαραίτητο).
Μια νύχτα, ο Μπρετόν, ο Αραγκόν και ο Ντε Κίρικο κάθονταν σε ένα καφενείο, όταν ένα αγόρι που πουλούσε λουλούδια εμφανίστηκε, τόσο ξαφνικά, που ο Αραγκόν ρώτησε τον Μπρετόν αν επρόκειτο για φάντασμα. Ο Ντε Κίρικο, με γυρισμένη την πλάτη στο δρόμο, έβγαλε από την τσέπη του ένα καθρέφτη, μελέτησε την εικόνα του παιδιού με αυτόν, κι ύστερα, με σοβαρή φωνή, ανακοίνωσε ότι όντως επρόκειτο για φάντασμα.
"Μόλις είδα την φωτιά να φουντώνει.....τρελάθηκα!!!!!"
Η πιο απλή σουρεαλιστική πράξη είναι να ξεχύνεσαι στους δρόμους με ένα πιστόλι στο χέρι, πυροβολώντας τυφλά στο πλήθος, τραβώντας όσο πιο γρήγορα μπορείς τη σκανδάλη
Το 1919, ο Μπρετόν μαζί με τους Λουί Αραγκόν και Φιλιπ Σουπό άρχισε να εκδίδει ένα περιοδικό, τιτλοφορούμενο, με αρκετή ειρωνεία, "Λογοτεχνία". Στα τέσσερα πρώτα τεύχη του, δημοσίευσαν τα ποιήματα του κόμητα Λοτρεαμόν, δίνοντας το στίγμα της κατεύθυνσης στην οποία όδευαν. Οι δύο κύριες επιρροές του Μπρετόν εκείνη την εποχή ήταν ο Ζακ Βασέ και ο Γκιγιόμ Απολιναίρ. Ο Απολιναίρ παρουσίαζε νέες ποιητικές φόρμες, ενώ η περιφρόνηση του Βασέ για όλες τις μορφές λογοτεχνίας διέγειρε τον Μπρετόν. Όλα αυτά δεν αρκούσαν όμως. Τουλάχιστον, όχι χωρίς την εξέγερση. Το 1920, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού τους, ο Μπρετόν μαζί με τον Σουπό, εξέδωσαν "Τα Μαγνητικά πεδία", το πρώτο κείμενο αυτόματης γραφής, συντεθειμένο χωρίς συνειδητό έλεγχο, βάζοντας τον θεμέλιο λίθο του σουρεαλισμού. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να ανθίσει το νέο επαναστατικό κίνημα. Ο Μπρετόν αναγορεύεται «Πάπας» της νέας αυτής σχεδόν θρησκευτικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, χαρακτηρίζεται ο ιδρυτής του κινήματος του σουρεαλισμού, και εκδίδει το περίφημο Μανιφέστο του σουρεαλισμού, στο οποίο ορίζει τον σουρεαλισμό ως «αγνό ψυχικό αυτοματισμό, μέσα από τον οποίο προτίθεται να εκφράσει την πραγματική διαδικασία της σκέψης. Είναι η υπαγόρευση της σκέψης, ελεύθερη από οποιονδήποτε έλεγχο της λογικής ή κάποιας αισθητικής ή ηθικής προκατάληψης».
Ο σουρεαλισμός «σκόπευε να σβήσει τη διάκριση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, τη λογική και την τρέλα, την αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα, ώστε ο κόσμος του ονείρου και της φαντασίας να συνοδεύουν την καθημερινή ζωή». Ο Μπρετόν και οι συν αυτώ πίστευαν ότι οι πηγές της προσωπικής, κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας βρίσκονταν στο υποσυνείδητο. Έβρισκαν παραδείγματα εξερεύνησης του μυαλού στα έργα ζωγράφων όπως ο Ιερώνυμος Μπος και ο Τζέιμς Ένσορ, τους οποίους τίμησαν ως Μεγάλους Προγόνους. Στα γραπτά λογοτεχνών όπως ο Σαρλ Μποντλέρ, ο Αρτίρ Ρεμπό, ο Αλφρέντ Ζαρί. Στον επαναστατικό τρόπο σκέψης του Καρλ Μαρξ και των ουτοπιστών. Το νέο επαναστατικό κίνημα συγκέντρωσε τα πιο μεγάλα, πιο ανήσυχα, πιο αστραφτερά πνεύματα μιας γενιάς, πολλά εκ των οποίων κουβαλούσαν μαζί τους τη δυναμική του ντανταϊσμού: Πολ Ελιάρ, Μαξ Ερνστ, Ζαν Αρπ, Μαν Ρέι, Αντρέ Μασόν, Χουάν Μιρό, Ιβ Τανγκί, Ρενέ Μαγκρίτ, Αλμπέρτο Τζακομέτι, Λουίς Μπουνιουέλ, Σαλβατόρ Νταλί, αποτελούν τον πυρήνα, την εξαιρετική παρέα του κυρίου Μπρετόν. Σημαντικότατοι καλλιτέχνες δεν εντάσσονται στο κίνημα αλλά επηρεάζονται και αποτίνουν πολλάκις φόρο τιμής στον Πάπα: Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Μαρκ Σαγκάλ, Πάουλ Κλέε, Μαρσέλ Ντισάν, Φράνσις Πικάμπια, Πάμπλο Πικάσο... Η λίστα μεγαλώνει καθώς ο σουρεαλισμός απλώνεται έξω και πέρα από την Ευρώπη, αγκαλιάζοντας πνεύματα εξαιρετικά, φωνές ενός ορατού πανίσχυρου θιάσου, από τον κουβανό Βιλφρέδο Λαμ ως τον έλληνα Ανδρέα Εμπειρίκο. Η τεράστια επιρροή του κινήματος σε όλη την ανθρώπινη δημιουργία του 20ού αιώνα είναι ορατή.
Στη δεκαετία του '30 το σουρεαλιστικό κίνημα αναμείχθηκε έντονα με την πολιτική και ο Μπρετόν, μαζί με πολλούς συντρόφους του, έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο οποίο παρέμεινε επτά χρόνια (1927-1935). Το δεύτερο μανιφέστο του σουρεαλισμού, το οποίο εξέδωσε το 1930, διερευνούσε τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της επανάστασης μιας υπέροχης παρέας. Ο Μπρετόν δήλωνε ότι οι σουρεαλιστές πασχίζουν να πετύχουν «ένα πνευματικό επίπεδο στο οποίο η ζωή και ο θάνατος, το πραγματικό και το φανταστικό, το παρελθόν και το μέλλον, η δυνατότητα και η έλλειψη επικοινωνίας, το υψηλό και το χαμηλό, δεν θα θεωρούνται πλέον αντιφάσεις».
Το 1936, όπως σωστά παρατήρησε ο Μπρετόν, η Διεθνής Σουρεαλιστική Έκθεση στο Λονδίνο σηματοδότησε το πιο υψηλό σημείο της επιρροής του κινήματος. Εν τω μεταξύ, ο Μπρετόν διακόπτει τις σχέσεις του με το Κομμουνιστικό Κόμμα, αηδιασμένος από τον Στάλιν, αν και διατηρεί τα μαρξιστικά του πιστεύω. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, βρίσκει καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους φίλους του, Μαξ Ερνστ και Μαρσέλ Ντισάν -- με τους οποίους θα εκδώσει το σημαντικό περιοδικό VVV. Ακολουθούν κι άλλοι. Η Νέα Υόρκη γίνεται η μητρόπολη των σουρεαλιστών και η επανάστασή τους ταξιδεύει στην άλλη πλευρά του Ωκεανού κατακτώντας τα πάντα. Από το διαμελισμένο "Εξαίσιο πτώμα" του Dada και του σουρεαλισμού, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεννήθηκαν στις ΗΠΑ δεκάδες κινήματα, συνήθως με το πρόθεμα μετα- ή νέο- να τα χαρακτηρίζουν. Ακόμη και η τέχνη μιας χρήσης, γνωστή ως ποπ αρτ σήμερα, αυτοχαρακτηρίστηκε αρχικά «νέο-νταντά». Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητο πως, μετά τον σουρεαλισμό, τίποτε άλλο, τόσο ακέραιο και με μεγαλύτερη επίδραση δεν γεννήθηκε στον 20ό αιώνα.
Σ΄ ένα ταξίδι του στο Μεξικό, το 1938, κάνει μία πολύ σημαντική γνωριμία: γνωρίζει τον Λεόν Τρότσκι, φιλοξενούμενο του γίγαντα Ντιέγκο Ριβέρα και της Φρίντα Κάλο, και βρίσκει σ΄ αυτόν τον θεωρητικό της «μόνιμης επανάστασης» έναν υποστηρικτή των απόψεών του. Οι συζητήσεις της παρέας Μπρετόν-Ριβέρα-Τρότσκι καταλήγουν στο σχηματισμό μίας Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανεξάρτητων Επαναστατών Καλλιτεχνών, για την οποία γράφουν από κοινού ένα μανιφέστο, που διακηρύσσει την ανάγκη ίδρυσης, όσον αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία, ενός αναρχικού καθεστώτος ατομικής ελευθερίας, ενάντια σε όλες τις απόπειρες τιθάσευσης της δημιουργικότητας από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Μέσα από το μανιφέστο, ο Μπρετόν επιτίθεται και χλευάζει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό--που ενισχύεται από τον Στάλιν--ως άρνηση της ελευθερίας. Το 1942, εκδίδει το τρίτο μανιφέστο του σουρεαλισμού και βοηθά στη διοργάνωση μιας έκθεσης για τον σουρεαλισμό, στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ταξιδεύει στις Ινδίες, όπου σπέρνει τον αγαθό λόγο της επανάστασης, αφήνοντας πίσω του έναν γερό πυρήνα νεαρών σουρεαλιστών. Επιστρέφει στο Παρίσι το 1946, όπου συνεχίζει τη σουρεαλιστική του δράση, και αφιερώνεται κυρίως στην ποίηση. Πεθαίνει είκοσι χρόνια αργότερα, πάντα στο Παρίσι, στις 28 Σεπτεμβρίου.
Ας μιλήσουμε έξω απ' τα δόντια: το θαυμάσιο είναι πάντα όμορφο, οτιδήποτε θαυμάσιο είναι όμορφο, για την ακρίβεια μόνο το θαυμάσιο είναι όμορφο
Αν και ο Μπρετόν αρχικά ασχολήθηκε με την ποίηση, που ήταν η μεγαλύτερή του αγάπη, οι περισσότεροι αξιολογούν πιο υψηλά την πεζογραφία του, που περιλαμβάνει αριστουργήματα όπως το "Νάντια" (1928--όνομα γυναίκας αλλά και η αρχή της ρωσικής λέξης για την ελπίδα), ένα πορτρέτο μιας τρελής αλλά εμπνευσμένης γυναίκας. «Η ανθρώπινη χειραφέτηση», γράφει εδώ ο Μπρετόν, «παραμένει ο μόνος σκοπός που αξίζει να υπηρετούμε». Και ο σουρεαλισμός παραμένει το καλύτερο μέσο για το σκοπό αυτό.
Η "Άμωμος Σύλληψη" (1930), την οποία ο Μπρετόν έγραψε μαζί με τον Πολ Ελιάρ, προσπαθεί να αποδώσει λεκτικά διάφορους τύπους πνευματικής διαταραχής. "Τα συγκοινωνούντα δοχεία" (1932) και "Ο τρελός έρως" (1937) διερευνούν τη σύνδεση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ο Μπρετόν έγραψε επίσης θεωρητικά και κριτικά έργα: "Τα χαμένα βήματα" (1924), "Νόμιμη άμυνα" (1937), "Σουρεαλισμός και ζωγραφική" (1926), "Τι είναι ο σουρεαλισμός;" (1934) και το "Κλειδί για τα πεδία" (1953). Από τις ποιητικές του συλλογές, ξεχωρίζει η "Αρκάνα 17" (1945).
Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στο έργο του Μπρετόν είναι αυτό της αποκάλυψης: είτε πρόκειται για σύγχρονα καλλιτεχνικά έργα είτε για προϊόντα μακροχρόνιας παράδοσης, άξια του σεβασμού μας είναι εκείνα που με την πρώτη τους «έφοδο» διεκδικούν την παθιασμένη μας προσκόλληση, δίνοντας την αίσθηση ότι περιέχουν ένα μυστικό ζωτικό για το ανθρώπινο πεπρωμένο. Μεγάλης αξίας είναι εκείνα τα έργα που μας βοηθούν να νιώσουμε το «θαυμάσιο», μια ιδέα που ο Μπρετόν αντιπαραθέτει σε αυτήν του μυστηρίου. Ενώ το θαυμάσιο είναι το αποτέλεσμα εκτυφλωτικών συμπτώσεων στη ζωή, στην τέχνη μπορεί μόνο να προκύψει από εκείνους τους συνδυασμούς λέξεων ή εικόνων, οι οποίες δημιουργούνται αυθόρμητα από τον ανθρώπινο νου μέσω της αυτόματης διαδικασίας. Σε αυτές πραγματοποιείται η σύζευξη της αντίληψης και της αντιπροσώπευσης, η σύνθεση εσωτερικών και εξωτερικών πραγματικοτήτων, με τις οποίες βρίσκουμε τους εαυτούς μας σε ένα επίπεδο με τους εαυτούς μας και με τον κόσμο, αποκτώντας έτσι την αίσθηση του «ιερού». Όλες οι μορφές τέχνης, συμπεριλαμβανομένων της μουσικής και του κινηματογράφου, έχουν την τάση να ανοίγουν τέτοια φωτεινά μονοπάτια.
Αντίθετα με επικρατούντες λανθασμένους ορισμούς, ο σουρεαλισμός δεν είναι ένα αισθητικό δόγμα, ούτε ένα φιλοσοφικό σύστημα αλλά ούτε απλώς ένα λογοτεχνικό η καλλιτεχνικό εργαλείο. Είναι μια αδιάκοπη εξέγερση ενάντια σε έναν πολιτισμό που συρρικνώνει όλες τις ανθρώπινες φιλοδοξίες σε αξίες της αγοράς, θρησκευτικές αγυρτείες, παγκόσμια βαρεμάρα και μιζέρια.
Ο σουρεαλισμός είναι πάνω απ΄ όλα μια μέθοδος γνώσης και ένας τρόπος ζωής. Βιώνεται πολύ περισσότερο απ' ό,τι γράφεται ή ζωγραφίζεται. Ο σουρεαλισμός είναι η πιο χαρούμενη περιπέτεια του μυαλού, ένα απαράμιλλο μέσο επιδίωξης της διακαούς αναζήτησης για την ελευθερία και την αληθινή ζωή πέρα από το πρόσχημα των ιδεολογικών φαινομένων.
Από τη σύλληψή του ως ένα οργανωμένο κίνημα το 1924, ο σουρεαλισμός έχει αντέξει τη διαστρέβλωση όπως τα περισσότερα επαναστατικά κινήματα. Καθηγητές συγκριτικής φιλολογίας είναι πρόθυμοι να τον σφραγίσουν μέσα σε σχολαστική φορμαλδεΰδη: να τον κατηγοριοποιήσουν, μια για πάντα, ανάμεσα στον συμβολισμό και τον υπαρξισμό, σαν μια τάση στη μοντέρνα γαλλική λογοτεχνία. Ιστορικοί και κριτικοί τέχνης τον έχουν εγκλείσει σε παρόμοια στρατόπεδα περιορισμού στη δική τους σφαίρα. Συγγραφείς κυριακάτικων φυλλαδίων συνεχίζουν να απεικονίζουν τον σουρεαλισμό σαν ένα αστείο, μια φάρσα, έναν επιπόλαιο διανοουμενίστικο αντιπερισπασμό.
Ο Οκτάβιο Παζ έχει γράψει: «Είναι αδύνατο να μιλά κάποιος για τον Αντρέ Μπρετόν με μία γλώσσα που δεν είναι η γλώσσα του πάθους». Αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη δύναμη των ιδεών του Μπρετόν και την αμείωτη ικανότητά τους να προκαλούν ένθερμη πολεμική. Όσο για τους βλάκες που επιμένουν να ονομάζουν τον Μπρετόν «Πάπα» του σουρεαλισμού, που φλυαρούν για την υποτιθέμενη δικτατορική του προσωπικότητα, ας αφήσουμε τους ηλίθιους στη βλακεία τους. Ακριβώς όπως θεωρείτο ως η ίδια η μετεμψύχωση του Εωσφόρου από αυτούς που είχαν μολυνθεί με κομφορμισμό, ο Αντρέ Μπρετόν είχε μια ανεκτίμητη ηθική αξία στα μάτια όσων καθοδηγούνταν κυρίως από επαναστατικότητα. Κερδισμένη από το ζήλο και την αξιοπρέπεια με την οποία σε όλη του τη ζωή προστάτευε τον τριπλό σκοπό της ποίησης, της αγάπης και της ελευθερίας, αυτή η ηθική αξία αναγνωρίστηκε ελεύθερα από έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων.
Πηγή: http://www.phorum.gr/