Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό
κρεβάτι
ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω
στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου
κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα
όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με
την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια,
τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να
παραδοξολογώ.
Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο
πού ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις,
αλλά θέλεις να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι
από τη φύση- άλλα θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
(Ο. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος)