Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

27 Οκτ 2012

Το κουτί

Της Ελντίνας Ελευθεριάδου

Ένας άντρας που ζούσε μονάχος του σε ένα σπίτι έξω από ένα χωριό στους πρόποδες ενός βουνού είχε αποκτήσει φήμη πολύ σοφού ανθρώπου. Μία μέρα τον αναζήτησε ένας νεαρός που ήθελε να του διηγηθεί μια ιστορία για τον χαμένο έρωτα του με μια κοπέλα που ήθελε να παντρευτεί αλλά στάθηκαν εμπόδιο οι γονείς της. Ο νεαρός ήταν τόσο απελπισμένος που σκεφτόταν σοβαρά να βάλει τέλος στη ζωή του. Οι άνθρωποι που τον αγαπούσαν ανησυχούσαν για την τύχη του, έτσι τον πρότρεψαν να επισκεφτεί το σοφό για να μπορέσει να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τον πόνο του για τη χαμένη του αγάπη. Όταν πλησίασε το σπίτι ο νεαρός αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να τον βοηθήσει ένα ερημίτης σαν και αυτόν. Διστάζοντας λίγο, αλλά ορμώμενος από τα μύρια καλά σχόλια που είχε ακούσει για τη σοφία του, έκανε το βήμα και πλησίασε το σπίτι του ξακουστού σοφού.
  Αφού χαιρετηθήκαν, ο νεαρός του εξήγησε το σκοπό της επίσκεψης του και ο σοφός τον άκουσε προσεκτικά δίχως να τον διακόπτει. Το παλικάρι ήταν τόσο συγκλονισμένο από τον πόνο που ένιωθε έτσι η συγκινητική αφήγηση του διακοπτόταν κάθε λίγο και λιγάκι επειδή βούρκωνε, βογκούσε τρεμάμενος και αλυχτούσε γοερά. Η ιστορία του ήταν πράγματι  σπαραχτική και ο σοφός προς το τέλος πλησίασε το νεαρό ακουμπώντας τον στην πλάτη για να τον παρηγορήσει. Τότε του είπε ήρεμα.
‘Για τέτοιες αγάπες σαν και αυτές νεαρέ μου ένα πράγμα έχω να πω. Πρέπει να βρεις ένα γερό κουτί, να βάλεις μέσα την αγάπη σου, να κλειδώσεις το κουτί, να το κρύψεις σε ένα ασφαλές μέρος και έπειτα να συνεχίσεις τη ζωή σου’, του αποκρίθηκε.
‘Αυτό είναι όλο’, ρώτησε με αγωνία ο νεαρός, ‘έτσι θα ξεχάσω την αγάπη μου;’
‘Βρες πρώτα το κουτί και μετά θα γίνουν όλα όπως πριν’, του αποκρίθηκε ο σοφός.
  Έτσι κατεβαίνοντας το βουνό ο νεαρός άρχισε να σκέφτεται πολύ σοβαρά τι είδους κουτί θα ήταν κατάλληλο να κλειδώσει τη χαμένη του αγάπη. Καθημερινά, οι σκέψεις του ήταν πυκνές και αδυνατούσε να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από αυτό. Αναρωτιόταν αν το κουτί έπρεπε να είναι μεγάλο στο μέγεθος ή μικροσκοπικό. Έπειτα σκεφτόταν αν θα είχε σκληρό ατσάλινο περίβλημα ή αραχνοΰφαντο ύφασμα να το τυλίγει. Τον προβλημάτισε επίσης αν θα ήταν σκουρόχρωμο να προστατεύει το εσωτερικό του περιεχόμενο ή αν θα ήταν διάφανο να το εκθέτει στα περίεργα μάτια. Μετά άρχισε να αναλογίζεται πού θα το τοποθετούσε. Από τη μία ο σοφός τον είχε ορμηνέψει να είναι σε ένα μέρος κρυφό, θαμμένο από τις ακτίνες του ήλιου, από την άλλη αν θα το άφηνε στην πιο φανερή βιτρίνα να το κοιτούν και άλλοι ίσως θα αποτελούσε παράδειγμα. Πολλές ερωτήσεις απασχολούσαν το μυαλό του και όσο περνούσε ο καιρός όλο και πιο πολύ σκεφτόταν το κουτί παρά τη χαμένη του αγάπη.
  Αφού οι σκέψεις και οι ερωτήσεις πύκνωναν στο μυαλό του, άρχισε να αναζητά το κουτί στα γύρω μέρη. Συνειδητοποίησε πως δε θα ήταν εύκολο να βρει ένα τέτοιο σπάνιο κουτί και μαζεύοντας όλες του τις οικονομίες αποφάσισε πως έπρεπε να ξεκινήσει ένα μακρύ ταξίδι στις αγορές του κόσμου. Ήταν βέβαιος πώς όταν θα το αντίκριζε, θα ήξερε μέσα του πως αυτό ήταν το σωστό κουτί.
  Έσυρε λοιπόν, πήρε δρόμο με τα πόδια, με τα κάρα, με τις βάρκες να βρει όπου άκουγε πως πουλούσαν ή κατασκεύαζαν κουτιά. Ανέβηκε βουνά, διέσχισε θάλασσες, περπάτησε πεδιάδες. Σταματούσε μόνο όταν έβρισκε αγορά με πραμάτεια σπάνια. Ρωτούσε για τεχνίτες ξακουστούς που έφτιαχναν περίτεχνα κουτιά.
  Κάποτε σε μια πολύβουη αγορά βρήκε ένα ξύλινο κουτί με σκούρο χρώμα και για σκάλισμα ένα τριαντάφυλλο αλλά δεν το διάλεξε, του φάνηκε πολύ συνηθισμένο για μια τόσο ξεχωριστή αγάπη. Άλλοτε βρήκε ένα υπέροχο πολύτιμο διαμαντένιο μικρό κουτί αλλά του φάνηκε πολύ μικροσκοπικό για μια τόσο απέραντη αγάπη. Μια άλλη φορά παρήγγειλε να του φτιάξουν ένα κουτί από φυσητό γυαλί σε χρώμα μπλε της θάλασσας, αλλά αφού το πήρε στα χέρια του ένιωσε αλλόκοτα γιατί δεν κλείδωνε το κουτί με σιδερένιο κλειδί, αντ’ αυτού έκλεινε με στόμιο από φελλό. Άραγε θα ήταν ικανός ο φελλός να κρατήσει την θύελλα της αγάπης του. Αργότερα, βρήκε ένα αραχνοΰφαντο κουτί από λευκό ύφασμα κεντημένο από διάσημες τεχνήτρες  της εποχής, μα του φάνηκε αταίριαστο να βαστήξει ένα λευκό, άσπιλο κουτί μια τέτοια ματωμένη αγάπη. Κουρασμένος από την αναζήτηση, αποφάσισε πως κανένα κουτί δεν είχε μαστορευτεί στον κόσμο ικανό να φυλάξει την αγάπη του.
  Καθώς επέστρεφε στο χωριό του κουρασμένος από την περιπέτεια του. Στάθηκε στους πρόποδες του βουνού, κοντά στο σπίτι του σοφού. Ατένισε τον γνώριμο ορίζοντα, αναλογίστηκε πόσα πέρασε και θλίφτηκε που απέτυχε να βρει το κατάλληλο κουτί για να κλειδώσει την αγάπη του. Τότε από κάπου ξεπήδησε απρόσκλητη μια ξεχασμένη μελωδία, συνάντησε μια παλιακή μυρωδιά, θυμήθηκε ένα χιλιοειπωμένο στίχο από ένα γνωστό τραγούδι για την αγάπη. Η εικόνα της αγαπημένης του τρύπησε το μυαλό. Ένας ίλιγγος βούιξε στο κεφάλι του. Η καρδιά του σκίρτησε. Χτυπούσε παράφορα, σαν τρελή, τον πονούσαν οι άρρυθμες δονήσεις της αδιάκοπα. Οι ανάσες του πλήθυναν και δεν μπορούσε να σταθεί. Με βία κατάφερε κάπως να χαλινώσει τούτη την παράφορη τρέλα. Τότε άκουσε την καρδιά του να ψιθυρίζει:
‘Γύρισες τον κόσμο όλο να βρεις το κουτί που θα κλείδωνες την αγάπη σου, μα λησμόνησες πως όλο αυτό τον καιρό εγώ την κουβαλούσα’.
  Ο νεαρός στο άκουσμα της θλιμμένης του καρδίας λύγισε και σωριάστηκε στο γη. Όλο τον κόσμο γύρισε μα την αγάπη του δεν κατάφερε να ξεχάσει. Τότε αγανάκτησε με τον σοφό γιατί νόμισε πως τον είχε παραπλανήσει, αφού τόσο καιρό δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ψάχνει και να αναλογίζεται το σωστό κουτί που θα έπρεπε να βάλει την αγάπη του.  Είχε χάσει πολύτιμο χρόνο άσκοπα. Έτσι θυμωμένος για την απάτη, πήρε γρήγορα δρόμο και έφτασε στο σπίτι του σοφού να του ζητήσει το λόγο για την ψεύτικη συμβουλή του. Ο σοφός άκουσε το ποδοβολητό και βγήκε να προϋπαντήσει τον ορμητικό νεαρό. Αφού τον χαιρέτισε, τον ρώτησε ήρεμα.
‘Βρήκες τελικά το κουτί που θα κλείδωνες την αγάπη σου νεαρέ μου;’
΄ Όχι, σοφέ άνθρωπε και είμαι πολύ αγανακτισμένος μαζί σου, γιατί αναγκάστηκα να γυρίσω τις πιο ξακουστές αγορές του κόσμου, να αναζητήσω τους πιο αξιοθαύμαστους τεχνίτες για να βρω αυτό το κουτί αλλά δεν μπόρεσα να βρω το κατάλληλο’, του είπε με θυμό.
΄ Γιατί νεαρέ μου, δεν βρήκες κουτιά να πουλιούνται στις αγορές; να κατασκευάζονται περίτεχνα, ικανά να φυλάξουν τον πολύτιμο θησαυρό σου;’ τον ρώτησε όλο αγωνία ο σοφός.
‘Βρήκα πολλά κουτιά, αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν το σωστό. Κανένα δε ταίριαζε να φυλάξω την αγάπη μου. Γύρισα τις αγορές του κόσμου, έψαξα παντού, είδα μυριάδες κουτιά άλλα μεγάλα, άλλα μικρά, άλλα ξύλινα, άλλα χάρτινα, άλλα γυάλινα, άλλα διαμαντένια, άλλα ατσάλινα, άλλα μοναδικά, άλλα καθημερινά. Είδα σχεδόν όλα τα κουτιά που έχει να προσφέρει τούτος ο κόσμος για να φυλάξεις κάθε λογής πράγμα. Αλλά κάθε φορά δίσταζα να αγοράσω ένα ή να παραγγείλω ένα να μου φτιάξουν για να βάλω την αγάπη μου,’ του εξήγησε ο νεαρός.
‘Ταξίδεψες;’ ρώτησε ο σοφός
‘Ναι,’ απάντησε ο νεαρός
‘Ανέβηκες βουνά;’ ρώτησε ο σοφός
‘Ναι,’ απάντησε ο νεαρός
‘Διέσχισες θάλασσες;’ ρώτησε ο σοφός
‘Ναι,’ απάντησε ο νεαρός
Σε χτύπησαν αγέρηδες;’ ρώτησε ο σοφός
‘Ναι,’ απάντησε ο νεαρός
‘Μίλησες με λογιών ανθρώπους;’ ρώτησε ο σοφός
‘Ναι,’ απάντησε ο νεαρός
‘Γύρισες στο σπίτι σου;’ ρώτησε ο σοφός
‘Ναι,’ απάντησε ο νεαρός
‘Ξέχασες την αγάπη σου;’ ρώτησε ο σοφός
‘Όχι,’ απάντησε ο νεαρός
‘Τότε νεαρέ μου η αγάπη σου δεν θα είναι ποτέ χαμένη, ποτέ τελειωμένη, ποτέ ξεχασμένη. Δεν θα μπορέσεις να την κλειδώσεις ποτέ, αφού τώρα πια έμαθες να ζεις μαζί της,’ του είπε ο σοφός. ‘Άντε αγόρι μου, πήγαινε, γύρνα σπίτι σου και να θυμάσαι ότι αγάπη δεν τελειώνει, δεν ξεχνιέται όσο και αν την πολεμάς, όσο και αν την θάβεις, όσο και αν πασχίζεις να την κλειδώσεις, πάντα ζει μέσα μας αφού είναι κομμάτι του εαυτού μας.