Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

7 Οκτ 2012

Ο τρύγος του Περικλή (της Ελντίνας Ελευθεριάδου)


Η Ελένη ετοιμάστηκε γρήγορα, έριξε μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη, κράτησε τα κλειδιά στο χέρι και έκλεισε τη βαριά ξύλινη πόρτα του σπιτιού. Αφού κλείδωσε, άρχισε να κατεβαίνει την εξωτερική σκάλα, το βλέμμα της που απλώθηκε στο αμπέλι του κτήματος της οικογένειας έπεσε στον πατέρα της που όλο και κάποια δουλειά έκανε. Στάθηκε για λίγο και χαμογέλασε, θυμήθηκε ότι ήταν ήδη Σεπτέμβρης και ο πατέρας της ετοίμαζε τον τρύγο. Φέτος δεν θα είχε καμιά βοήθεια, ενώ είχε κάνει κάποια διακριτική νύξη στα παιδιά και στους γαμπρούς του, του το ξέκοψαν αμέσως προφασιζόμενοι δουλειές. Στην πραγματικότητα βέβαια, απλά βαριότανε να ασχοληθούν με τόσες βαριές δουλειές το Σαββατοκύριακο γιατί όλη την εβδομάδα δούλευαν και ήθελαν να ξεκουραστούν, του υποσχέθηκαν όμως ότι θα πληρώσουν έναν Ινδό να τον βοηθήσει. Βέβαια, η Ελένη θυμόταν τον τρύγο του πατέρα της όχι σαν αγγαρεία, αλλά πολύ διαφορετικά. Κοίταξε το τσιμεντένιο πατητήρι αλλιώς αυτή τη φορά, όχι όπως το κοιτούσε βιαστικά από μακριά όταν έφευγε από το σπίτι, το κοίταξε φέρνοντάς το κοντά, ζωντανεύοντας τις μνήμες της.

Κάθε Σεπτέμβρη, περίπου τέτοια εποχή στα μέσα του μήνα, το μεγάλο πέτρινο σπίτι που ήταν περιτριγυρισμένο από τον μικρό αμπελώνα, έσφυζε από ζωή. Ο κος Περικλής που φρόντιζε με επιμέλεια τον μικρό αμπελώνα του, καλούσε φίλους και συγγενείς να συνδράμουν στον ετήσιο τρύγο του. Όλη τη χρονιά κοπίαζε αδιαμαρτύρητα καθώς φρόντιζε το κτήμα του. Το όργωνε, το κλάδευε, το θειάφιζε μόνος του χωρίς καμία βοήθεια από κανένα. Τέτοιο ήταν το μεράκι του να έχει ένα αμπέλι όλο δικό του, που όταν ήταν 12 χρονών είχε διαλέξει ένα ξέφραγο αμπέλι στο μικρό μακεδονικό χωριό που γεννήθηκε και το περιποιότανε σαν δικό του, ώσπου ο πατέρας του αποφάσισε ότι του ήταν χρήσιμο και το πούλησε.  Στο μυαλό του δεν έφυγαν ποτέ εκείνα τα 4 στρέμματα γης που αγάπησε και όταν αργότερα βρέθηκε η ευκαιρία αγόρασε επιτέλους ένα δικό του αμπέλι, ένα αμπέλι που δε θα του το στερούσε κανείς. Έτσι κάθε χρόνο δούλευε έχοντας αυτή τη μία και μοναδική μέρα στο μυαλό του.

Οι δουλείες που απαιτούσε ο τρύγος ήταν μπόλικες και εξουθενωτικές, αλλά όλοι έβρισκαν κάτι χρήσιμο να προσφέρουν ώστε να μοιράζεται η κούραση. Από νωρίς το πρωί έπρεπε να γίνουν οι προετοιμασίες: να πλυθεί το τσιμεντένιο πατητήρι, να καθαριστούν τα βαρέλια για το μούστο αλλά και για το κρασί, να βρεθούν κατάλληλα μαχαίρια και ψαλίδια για το κόψιμο των τσαμπιών, να κοπούν τα τσαμπιά προσεκτικά ώστε να μην χαθούν πολύτιμες ρώγες, να μεταφερθούν στο πατητήρι με τα καρότσια κάτι που απαιτούσε στιβαρά χέρια και φυσικά να αρχίσει το πολυπόθητο πάτημα.

Η μικρή τότε Ελένη από το προηγούμενο βράδυ συζητούσε με τον μεγαλύτερο αδερφό της πως θα χωνόταν στο πατητήρι να πατήσουν και αυτοί σταφύλια. ‘Με γυμνά πόδια έτσι, όχι με τις μπότες’ συμφωνούσαν συνωμοτικά. Το πάτημα των σταφυλιών, κατά τη γνώμη τους δεν είχε κανένα γούστο με τις λαστιχένιες μπότες. Αν δεν έχωνες τα πόδια σου μέσα στα σταφύλια, να νιώσεις τη ρίγη του δροσερού χυμού τους δεν είχε νόημα το πάτημα. Έτσι κάθε πρωί, αφού βοηθούσαν λίγο στο κόψιμο των τσαμπιών, παρατούσαν άτσαλα τα ψαλίδια τους και τρύπωναν στο πατητήρι. Τι και αν φώναζαν οι μεγάλοι να βάλουν τις γαλότσες, τι και  αν γκρίνιαζαν πως θα τους τσιμπούσαν οι μέλισσες, τι και αν απειλούσαν πως θα βρεθούν χαμένα φιδάκια στα πόδια τους, αυτά ανένδοτα πετούσαν τις λαστιχένιες μπότες όσο πιο μακριά μπορούσαν και με βία ορμούσαν στο πατητήρι να πατήσουν τις ζουμερές ρώγες για να βγάλουν το χρυσό υγρό τους. Οι πατούσες τσαλαπατούσαν πάνω στους λοφίσκους από τα τσαμπιά με δύναμη και τα πίεζαν μέχρι να τα ξεζουμίσουν. Τα πόδια κινούνταν αστραπιαία για να προλάβουν τα καρότσια που άδειαζαν τα τσαμπιά και σχημάτιζαν βουναλάκια. Όποια τσαμπιά στράγγιζαν τελείως αφαιρούνταν με δυνατές φτυαριές και τοποθετούνταν πάνω στα αυτοσχέδια ξύλινα τελάρα για ξήρανση. Τα καρότσια έρχονταν το ένα μετά το άλλο και το πάτημα συνεχιζόταν με μανία. Όμως τα παιδιά δε λογάριαζαν για δουλειά το πάτημα, αλλά για παιχνίδι. Δε τους ένοιαζε τίποτα, ούτε ο ήλιος που έκαιγε, ούτε η κούραση τους, ούτε οι αυστηρές προειδοποιήσεις των μεγάλων να προσέχουν κάθε μικρό τέρας που μπορούσε να εμφανιστεί. Η Ελένη γελούσε με τον αδερφό της και μάλωναν ο ένας τον άλλον να κάνει σωστά τη δουλειά, να μην αφήνει τσαμπί απάτητο, να προσέχουν τις σφήκες που καραδοκούσαν σε κάθε πάτημα. Τότε, για λίγο η μικρή Ελένη ξεχνούσε τα πάντα και με κάθε δυνατό πάτημα ένιωθε απόλυτα ελεύθερη. Ταπ ταπ πιο δυνατά, ταπ ταπ πιο πιεστικά, σαν τρελός χορός που τη δαιμόνιζε.

Ήταν η πιο διασκεδαστική μέρα. Όλοι γελούσαν, τραγουδούσαν αταίριαστους σκοπούς, όλοι πείραζαν ο ένας τον άλλον, που και που ο κος Περικλής φώναζε αν κάτι δεν πήγαινε όπως είχε υπολογίσει σύμφωνα με το πρόγραμμά του και τσακωνόταν με τον πεθερό του  που έκανε του κεφαλιού του. Όταν όμως έβγαινε το πηχτό μαύρο ζουμί καυτό από το μικρό σωλήνα του τσιμεντένιου πατητηριού, όλοι περικύκλωναν το μέρος για να πάρουν την πρώτη γεύση του μούστου στα πλαστικά ποτήρια. Μερικές φορές από τον πολύ μούστο άρχιζε η ζαλούρα να θολώνει το κεφάλι και οι φωνές δυνάμωναν. Τα λόγια μπερδεύονταν και τα παιδιά αναρωτιόνταν τι πάθαν ξαφνικά οι μεγάλοι και λέγαν ασυναρτησίες.

Οι δουλείες όμως δεν είχαν σταματημό εκεί. Έπρεπε να μεταφερθεί ο μούστος, να χυθεί στα βαρέλια για το ζύμωμα. Ένα μέρος του το ξεδιάλεγαν για να γίνει πετιμέζι και αργά τη νύχτα οι παππούδες άνοιγαν φωτιά να σιγοβράσουν το μούστο που θα γινόταν μουσταλευριά και ύλη για άλλα γλυκίσματα όπως μουστοκούλουρα. Τα καζάνια έκαιγαν και τα παιδιά πλησίαζαν περίεργα ρωτώντας αν μπορούσαν να βοηθήσουν στο ανακάτεμα. Αφού το μάλωμα πήγαινε σύννεφο, τα έστελναν για ύπνο, αλλά αυτά ξεγλιστρούσαν και γυρνούσαν πάλι ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων.

Η επόμενη μέρα είχε τα ίδια από την αρχή και το πανηγυράκι συνέχιζε ώσπου να σωθούν τα τσαμπιά του μικρού αμπελώνα και να τελειώσει η δουλειά. Τότε η εξάντληση και ο ήλιος χτυπούσε τα μηλίγγια και σε συνδυασμό με την επήρεια του μούστου όλοι απόκαμαν όπου έβρισκαν, χωρίς να μιλάν. Μια κατανυκτική, συνωμοτική σιωπή απλωνόταν και ένας ένας παραβρισκόμενος ένιωθε πως είχε σωθεί η ώρα και έπρεπε σιγά σιγά να εγκαταλείψουν τα πόστα τους, να γυρίσουν πίσω στα ίδια, στο κανονικό ρυθμό της ζωής.

Ο καιρός πέρασε και οι Σεπτέμβρηδες του πέτρινου σπιτιού με το μικρό αμπελώνα δεν περιέχουν τη γιορτή πια. Τώρα πια ο 75χρονος κος Περικλής φέρνει έναν Ινδό και κάνει τον τρύγο μόνος του. Εκείνες τις  μέρες εργάζεται αθόρυβα στο κτήμα του όπως τον υπόλοιπο χρόνο. Τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν γιορτάζει όπως τότε. Η μικρή Ελένη, που δεν είναι πια μικρή, αλλά ολόκληρη γυναίκα με δύο παιδιά, στέκεται ακόμα στην σκάλα και κοιτά τον πατέρα της να εργάζεται ακούραστα. Εκείνες τις μέρες γνωρίζει πως όταν ο πατέρας της κόβει τα τσαμπιά κάτω από τον ήλιο, έχει ένα μικρό παράπονο επειδή τώρα δε βοηθά κανείς στον τρύγο του. Ξαφνικά όλα τα άλλα έγινα πιο σημαντικά από αυτή τη μικρή, άτυπη γιορτή. Κανείς δε θέλει να θυσιάσει την ξεκούραση του για να προσφέρει ένα χέρι βοήθειας. Τον κοιτά λοιπόν να σκύβει, να κόβει τα τσαμπιά με προσοχή μόνος, να κουβαλά το καρότσι και να πηγαίνει στο τσιμεντένιο πατητήρι. Η Ελένη τότε θυμάται τη μυρωδιά από το ζουμί των σταφυλιών στα γυμνά της πόδια με ένα κόμπο στο λαιμό, γνωρίζονταν πως τώρα πια ίσως ποτέ άλλοτε δεν μπορέσει να πατήσει τις ζουμερές ρώγες με τις ελεύθερες πατούσες της, πως ίσως ποτέ δε θα υπάρξει τόσο ελεύθερη να χορεύει πάνω στα τσαμπιά με το χρυσό ζουμί και θέλει να πάει κοντά του να πετάξει μακριά τα παπούτσια της και να τον βοηθήσει αλλά διστάζει, της φαίνεται τόσο παράταιρο τώρα που μεγάλωσε. Ίσως αύριο μεθαύριο οι δίδυμοι γιοί της να μεγαλώσουν και να είναι τόσο τυχεροί όσο εκείνη, ώστε να ζήσουν τη γλύκα ενός τέτοιου τρύγου: του τρύγου του Περικλή.

Πηγή:  https://www.facebook.com