Τον Χρήστο τον έζωσαν τα φίδια. Από την ώρα που γύρισε έβλεπε αρκετούς να τριγυρίζουν στην γειτονιά. Στην κυριολεξία ζούσε μια πολυπολιτισμική πραγματικότητα κάτω από το μπαλκόνι του. Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι. Ακόμη και έναν κόκκινο είδε, ή του φάνηκε, αφού από το παραθυράκι του φωταγωγού, που έβλεπε στον ακάλυπτο, πρόλαβε να διακρίνει το κούρεμα ενός Μοϊκανού. Ανησύχησε. Αυτός δικαίωμα δεν έδωσε ποτέ. Πάντα ευγενικός με όλους. Και το μυρμήγκι πρόσεχε να μην το πατήσει. Πόσω μάλλον τους συνανθρώπους του. Απλά δεν ήθελε πολλά - πολλά. Ούτε με τον άλλο, ούτε με τους άλλους. Έτσι δεν ενοχλούσε και φυσικά δεν ενοχλείτο από τίποτα. Άλλωστε για τους πολλούς ήταν ανύπαρκτος.
Φορολογικά άεργος, ασφαλιστικά προστατευόμενο μέλος της γυναίκας του, κοινωνικό τουρισμό το καλοκαίρι, αμάξι εικοσαετίας και φίλος του κινήματος. Στο ερώτημα επάγγελμα απαντούσε αόριστα και λόγω ευφράδειας μετέτρεπε την αδιακρισία σε διάλογο κοινωνικής κριτικής. Ζούσε στο δικό του ρυθμό. Κρυμμένος τα πρωινά. Σε πλήρη διέγερση τα απογεύματα και τη νύχτα. Στο συσσίτιο της ενορίας πήγε άπαξ. Του την έσπασε ο ιερέας με την αδιακρισία του. Πού μένεις; Τι κάνεις; Πώς ζεις; Άκου ερωτήματα. Και όλα για ένα πιάτο φακής. Προτιμούσε τα γεύματα του δήμου. Εκεί οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ρωτούσαν, γέμιζαν τη γαβάθα και έβαζαν και επιπλέον. Γέμιζε κρυφά ένα δοχείο που πάντα είχε στη σακουλίτσα του. Έτσι γύριζε πάντα με ζεστό φαγάκι σπίτι και μάλιστα φρόντιζε το μπολάκι να είναι επώνυμο. Έψαχνε λίγο παραπάνω στους κάδους των εστιατορίων.
Η συνέχεια εδώ
Φορολογικά άεργος, ασφαλιστικά προστατευόμενο μέλος της γυναίκας του, κοινωνικό τουρισμό το καλοκαίρι, αμάξι εικοσαετίας και φίλος του κινήματος. Στο ερώτημα επάγγελμα απαντούσε αόριστα και λόγω ευφράδειας μετέτρεπε την αδιακρισία σε διάλογο κοινωνικής κριτικής. Ζούσε στο δικό του ρυθμό. Κρυμμένος τα πρωινά. Σε πλήρη διέγερση τα απογεύματα και τη νύχτα. Στο συσσίτιο της ενορίας πήγε άπαξ. Του την έσπασε ο ιερέας με την αδιακρισία του. Πού μένεις; Τι κάνεις; Πώς ζεις; Άκου ερωτήματα. Και όλα για ένα πιάτο φακής. Προτιμούσε τα γεύματα του δήμου. Εκεί οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ρωτούσαν, γέμιζαν τη γαβάθα και έβαζαν και επιπλέον. Γέμιζε κρυφά ένα δοχείο που πάντα είχε στη σακουλίτσα του. Έτσι γύριζε πάντα με ζεστό φαγάκι σπίτι και μάλιστα φρόντιζε το μπολάκι να είναι επώνυμο. Έψαχνε λίγο παραπάνω στους κάδους των εστιατορίων.
Η συνέχεια εδώ