Το 1959 πρωτοπαρουσιάστηκε η θρυλική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης,
Όρνιθες του Αριστοφάνη. Τότε ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις συναντήθηκε
καλλιτεχνικά με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες: τον Κάρολο Κουν, τον σκηνοθέτη
της παράστασης και καλλιτεχνικό διευθυντή του Θεάτρου Τέχνης, τον ζωγράφο
Γιάννη Τσαρούχη, που είχε επιμεληθεί τα σκηνικά και τα κοστούμια, και τη
χορογράφο Ραλλού Μάνου.
Η παράσταση όμως κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν. Το κοινό
αντέδρασε σχετικά άσχημα στην πρεμιέρα (29 Αυγούστου), με αποτέλεσμα να
απαγορευθούν οι επόμενες παραστάσεις από τον Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως
Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Η πορεία του μουσικού έργου, ωστόσο, δε διακόπηκε. Ο
συνθέτης αποφάσισε να ασχοληθεί με τις λεπτομέρειές του και να το
ενορχηστρώσει. Το έργο πήρε την οριστική του μορφή (καντάτα) το 1964. Ένα χρόνο
μετά, ο Μωρίς Μπεζάρ σκηνοθετεί και χορογραφεί τους «Όρνιθες», σε μουσική
διεύθυνση του ίδιου του Χατζιδάκι, και παρουσιάζει το έργο στην Όπερα των
Βρυξελλών. Με τους «Όρνιθες» το πολυεδρικό πρόσωπο του Μάνου Χατζιδάκι
πλουτίζεται με νέα στοιχεία και σημειώνεται ένας ακόμη μεγάλος σταθμός, όχι
μόνο στη δική του πορεία, αλλά και σ' εκείνη της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Που που που που που που 'ναι αυτός
που μας εκάλεσε;
Που που που που σε ποιο μέρος βόσκει;
Tι τι τι τι τι τι τι 'ν' η αιτία;
Ποιο ποιο ποιο ποιο ποιο
ποιος ο λόγος;
Πως, πούθε, ποιοι 'ναι, που 'ναι,
πες μας, δε θα πεις;
A, προδοθήκαμε, επάθαμε ανόσια,
τούτος ήτανε φίλος μας κι έβοσκε
στα χωράφια μαζί μας σαν σύντροφος.
Καταπάτησε νόμους αρχαίους
και τους όρκους των όρνιων επρόδωσε.
Με δόλο εδώ μας κάλεσε
κοντά σε γένος άνομο
που πάντα εχτρός μας στάθηκε
πάντα τροφή μας έκανε.
Αμή με τούτο τ' όρνιο μας
ύστερα θα τα ειπούμε
μόνον ετούτοι οι γέροι λέω,
ευθύς να το πληρώσουν:
κομμάτια να τους κάνουμε
κομμάτια να τους φάμε
Α, προδοθήκαμε, πάθαμε ανόσια.
Εμπρός, απάνω τους ριχτείτε,
εμπρός με ορμή σκοτώστε τους,
εμπρός με τις φτερούγες σας
παντού περικυκλώστε τους
κι οι δυο τους να βογκήξουνε
να φάνε χώμα οι μύτες τους
γιατί ούτε σκιερό βουνό
ούτε κι αιθέριο σύννεφο
ούτε και πέλαγο ψαρό
μπορεί να τους γλιτώσει αυτούς
από τα νύχια τούτα μου.
E! μην κοντοστεκόσαστε,
εμπρός να τους μαδήσουμε,
απάνω τους νυχιές, τσιμπιές-
πού 'ν' ο ταξίαρχος; εμπρός,
να προχωρήσει το ελαφρό.
Αέρα, κελελέφ!
χαμηλώστε μπρος τις μύτες,
μην κοντοστεκόσαστε,
βάρα, χτύπα, μάδα, δείρε,
το τσουκάλι σπάσε πρώτα.