Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

10 Ιαν 2016

Βάνια Σύρμου, Στρῶμα διπλό

ΠΟΥΘΕΝΑ ὅ­μως δὲ βο­λευ­ό­ταν γιὰ νὰ βγά­λει τὴ νύ­χτα. Μο­να­δι­κό του φορ­τί­ο μιὰ σα­κού­λα φαρ­διὰ πλα­στι­κή. Μιὰ ἀλ­λα­ξιὰ καὶ μιὰ κου­βέρ­τα ὅ­λη του ἡ πε­ρι­ου­σί­α. Τὸ βῆ­μα του ἀρ­γό, νω­χε­λι­κό, πα­ρά­φω­νο στὴν βου­ε­ρὴ κί­νη­ση τοῦ Σαβ­βα­τό­βρα­δου στὸ κέν­τρο τῆς πό­λης. 

       Τὸ βρά­δυ τὸν βρῆ­κε στὴν πλα­τεί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη, στὴν πα­λιὰ Βου­λή. Συ­χνὰ τοῦ πρό­σφε­ρε δι­α­μο­νὴ στὸ γρα­σί­δι τοὺς μῆ­νες τοῦ Κα­λο­και­ριοῦ. Τώ­ρα ὅ­μως ἀ­κό­μα κι αὐ­τὴ τὴν ἔ­βρι­σκε ἀ­φι­λό­ξε­νη. Συ­νε­χί­ζον­τας τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴ Στα­δί­ου. Πε­ρι­μέ­νον­τας τὸ φα­νά­ρι, ἡ μα­τιά του στά­θη­κε στὴν ἐ­σο­χὴ τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι πε­ζο­δρο­μί­ου. Κομ­μά­τια ἀ­πὸ με­γά­λες χάρ­τι­νες κοῦ­τες, ὄρ­θια στη­μέ­να, ἔ­κλει­ναν σχε­δὸν ὅ­λη τὴ γω­νί­α τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου. Πέ­ρα­σε ἀ­πέ­ναν­τι θέ­λον­τας νὰ τὸ δεῖ ἀ­πὸ κον­τά. Ἕ­να ἄ­νοιγ­μα στὴ ἄ­κρη τοῦ πρό­χει­ρου χάρ­τι­νου «τεί­χους» ἄ­φη­νε νὰ φα­νεῖ τὸ κου­φά­ρι ἑ­νὸς κα­τα­στή­μα­τος ὑ­πο­δη­μά­των. Τὸ κλει­στὸ κα­τά­στη­μα σχη­μά­τι­ζε ἕ­να γάμ­μα μὲ τὴν ἐ­πι­τοί­χια πλα­ϊ­νή του βι­τρί­να, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας ἔ­τσι ἕ­να ἀ­πά­νε­μο κα­τα­φύ­γιο. Πλη­σι­ά­ζον­τας στὸ ἄ­νοιγ­μα καὶ κρυ­φο­κοι­τών­τας στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του, δι­έ­κρι­νε κά­τι ποὺ ἀρ­χι­κὰ τὸν ξάφ­νια­σε. Στὸ δά­πε­δο τοῦ αὐ­το­σχέ­διου «δω­μα­τί­ου» ἦ­ταν το­πο­θε­τη­μέ­νο πά­νω σὲ στρω­μέ­να χαρ­τό­νια ἕ­να δι­πλὸ στρῶ­μα κα­λυμ­μέ­νο μὲ δι­πλὴ κου­βέρ­τα. Τό­σο και­ρὸ στὸ δρό­μο, ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε τέ­τοι­α «κομ­φὸρ» καὶ μά­λι­στα στὴ μέ­ση τῆς Στα­δί­ου. Στὴν ἄ­κρη τοῦ χάρ­τι­νου δω­μα­τί­ου ἀ­φη­μέ­νες δυ­ὸ γε­μά­τες πλα­στι­κὲς σα­κοῦ­λες. Σκέ­φτη­κε πρὸς στιγ­μὴ νὰ πε­ρι­μέ­νει γιὰ νὰ δεῖ τὸν κά­το­χο τοῦ ὑ­παί­θριου κα­τα­λύ­μα­τος. Ὕ­στε­ρα τὸ με­τά­νοι­ω­σε. Δὲ βα­ρι­έ­σαι! Συ­νέ­χι­σε τὸ δρό­μο του ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ δι­κό του λη­μέ­ρι.

Η συνέχεια εδώ