ΠΟΥΘΕΝΑ ὅμως δὲ βολευόταν γιὰ νὰ
βγάλει τὴ νύχτα. Μοναδικό του φορτίο μιὰ σακούλα φαρδιὰ
πλαστική. Μιὰ ἀλλαξιὰ καὶ μιὰ κουβέρτα ὅλη του ἡ περιουσία.
Τὸ βῆμα του ἀργό, νωχελικό, παράφωνο στὴν βουερὴ κίνηση τοῦ
Σαββατόβραδου στὸ κέντρο τῆς πόλης.
Τὸ βράδυ τὸν βρῆκε στὴν
πλατεία Κολοκοτρώνη, στὴν παλιὰ Βουλή. Συχνὰ τοῦ πρόσφερε
διαμονὴ στὸ γρασίδι τοὺς μῆνες τοῦ Καλοκαιριοῦ. Τώρα ὅμως
ἀκόμα κι αὐτὴ τὴν ἔβρισκε ἀφιλόξενη. Συνεχίζοντας τὴν
ἀναζήτηση κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Σταδίου. Περιμένοντας τὸ
φανάρι, ἡ ματιά του στάθηκε στὴν ἐσοχὴ τοῦ ἀπέναντι
πεζοδρομίου. Κομμάτια ἀπὸ μεγάλες χάρτινες κοῦτες, ὄρθια
στημένα, ἔκλειναν σχεδὸν ὅλη τὴ γωνία τοῦ πεζοδρομίου.
Πέρασε ἀπέναντι θέλοντας νὰ τὸ δεῖ ἀπὸ κοντά. Ἕνα ἄνοιγμα
στὴ ἄκρη τοῦ πρόχειρου χάρτινου «τείχους» ἄφηνε νὰ φανεῖ τὸ
κουφάρι ἑνὸς καταστήματος ὑποδημάτων. Τὸ κλειστὸ
κατάστημα σχημάτιζε ἕνα γάμμα μὲ τὴν ἐπιτοίχια πλαϊνή του
βιτρίνα, ἐξασφαλίζοντας ἔτσι ἕνα ἀπάνεμο καταφύγιο.
Πλησιάζοντας στὸ ἄνοιγμα καὶ κρυφοκοιτώντας στὸ ἐσωτερικό
του, διέκρινε κάτι ποὺ ἀρχικὰ τὸν ξάφνιασε. Στὸ δάπεδο τοῦ
αὐτοσχέδιου «δωματίου» ἦταν τοποθετημένο πάνω σὲ στρωμένα
χαρτόνια ἕνα διπλὸ στρῶμα καλυμμένο μὲ διπλὴ κουβέρτα. Τόσο
καιρὸ στὸ δρόμο, ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀντίκριζε τέτοια
«κομφὸρ» καὶ μάλιστα στὴ μέση τῆς Σταδίου. Στὴν ἄκρη τοῦ
χάρτινου δωματίου ἀφημένες δυὸ γεμάτες πλαστικὲς
σακοῦλες. Σκέφτηκε πρὸς στιγμὴ νὰ περιμένει γιὰ νὰ δεῖ τὸν
κάτοχο τοῦ ὑπαίθριου καταλύματος. Ὕστερα τὸ μετάνοιωσε. Δὲ
βαριέσαι! Συνέχισε τὸ δρόμο του ἀναζητώντας τὸ δικό του
λημέρι.
Η συνέχεια εδώ