Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

13 Φεβ 2017

Σύλβια Πλαθ: Η ευαίσθητη οργισμένη ποιήτρια

Ποιητική ιδιοφυΐα, παθιασμένη ακτιβίστρια, είδωλο των φεμινιστριών, πολυβραβευμένη, ρομαντική, μανιοκαταθλιπτική και αυτοκτονική, ευαίσθητη μα και οργισμένη, η Σίλβια Πλαθ είναι ίσως η πιο αμφιλεγόμενη ποιήτρια και πεζογράφος της εποχής της και ακόμα και σήμερα το έργο της προκαλεί διενέξεις.
Στα ελληνικά βιβλιοπωλεία η ποίηση της Πλαθ είναι είδος υπό εξαφάνιση σύμφωνα με μια τελευταία μου εξόρμηση. Η ποίηση της Πλάθ ήταν και παρέμεινε αντισυμβατική, ειρωνική και μη πιασάρικη.
Κάθε στίχος της καρφί για την ζωή για εκείνη την ζωή της που ήταν γεμάτη από αποδοχές αλλά και απορρίψεις, πόνο, θλίψη.
Η ίδια είχε πει για τον εαυτό της «Στο μόνο πράγμα που ήμουν καλή ήταν να κερδίζω υποτροφίες και βραβεία. Και αυτή η εποχή πλησίαζε στο τέλος της».
«Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, με σένα έχω ξοφλήσει πια»
Γεννημένη το 1932 στην Μασαουσέτη από γονείς μετανάστες, η Πλαθ θα δείξει από πολύ μικρή το ταλέντο και την κλίση της. Το πρώτο της ποιήμα θα το γράψει μόλις στα 8 της χρόνια και από τότε κάθε μέρα στο σχολείο θα γράφει και από ένα ποίημα.
Χάνει μικρή το πατέρα της Όττο, παρόλο που αυτά τα χρόνια που τον έζησε και ο αυταρχικός χαρακτήρας του την σημαδεύουν. Σε πολλά ποιήματά της αναφέρεται ο πατέρας της, με αποκορύφωμα το ποίημα Daddy, όπου κάθε στίχος είναι μια μαχαιριά και μια αλήθεια για το ποιός πραγματικά ήταν ο πατέρας και την σχέση που είχε μαζί του.
Από νωρίς θα αρχίσουν να διαφαίνονται οι ψυχικές διαταραχές της, η κατάθλιψη και η πρώτη της απόπειρα συμβαίνουν στα πρώτα μόλις χρόνια των σπουδών της. Εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική και κάπου εκεί το 1953 γράφει το «Γυάλινο Κώδων» (The Bell Jar, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1963 με το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας), το μοναδικό μυθιστόρημα της, το οποίο έχει εμπνευστεί από εκείνη την περίοδο της ψυχικής της κατάρρευσης και νοσηλείας της.
Η συνέχεια εδώ