Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

4 Ιουν 2017

ΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΜΥΛΟ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ἐκείνην τὴν βραδιὰν εἶχε μείνει διὰ νὰ φυλάξῃ τὰ κορίτσια τὴν νύκτα, ὁποὺ εἶναι πάντοτε μυστήριον καὶ ἀβεβαιότης, ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Καρδοπάκης. Ἦτο φαιδρὸς καὶ πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριὰ» τοῦ χωριοῦ. Ἤξευρεν ἑκάστοτε νὰ λέγῃ στὰ κορίτσια χίλια τραγούδια, ὄνειρα, παραμύθια. Παντοῦ τὸν εὕρισκες, παντοῦ ἦτο παρών, στὰ σπίτια, στὰ μαγαζιά, στὰ ξωκκλήσια, στὰ καλύβια. Ἔπινε 〈τὸ〉 ρακὶ ὁποὺ τοῦ ἔδιδες, καὶ ποτὲ δὲν σοῦ «χαλνοῦσε τὸ χατίρι» νὰ πάῃ μίαν ὥραν δρόμον, διὰ θέλημα. Ἐκεῖνο τὸ δειλινόν, καθὼς ἀνέβαινε τὸ βουνὸν πρὸς τὰ ἐπάνω, εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν μύλον τοῦ Ἀντώνη τῆς Σάββαινας, κάτω στὰ Βουρλίδια, εἰς τὴν βαθεῖαν κοιλάδα τὴν σύσκιον καὶ ὑγρὰν δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους. Κ᾿ ἐκεῖ κάτι εἶχεν ἰδεῖ καὶ ἀκούσει. Ὅταν ἔφθασεν, εἶπε τὰ μαντᾶτα στὰ δύο κορίτσια, στὴν Σοφίαν τὴν νεαρὰν χήραν, καὶ τὴν Λουκρητίαν τὴν νεαρὰν ἀδελφήν της· κ᾿ αἱ δύο χαριτωμέναι κόραι τὸν ἐκράτησαν διὰ συντροφιάν, νὰ κοιμηθῇ ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην, εἰς τὸν μύλον μαζί τους, διὰ συντροφιὰν καὶ παρηγοριάν. Ἀπὸ μύλον εἰς μύλον εἶχεν ἐκδουλεύσεις ὁ Σταμάτης. Ἡ Σοφία εἶχεν ὑπανδρευθῆ μόλις πρὸ τριῶν ἐτῶν, ὅταν ἦτο δεκαοκτὼ χρόνων. Ἦσαν ὀρφαναί, καὶ εἶχον ἀνατραφῆ εἰς ἄλλον τόπον, ἂν καὶ κατήγοντο ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος. Εὑρέθησαν χωρὶς προστάτην, καὶ ὅταν ἐπαρουσιάσθη διὰ τὴν Σοφίαν ἀνέλπιστος γαμβρός, παραπάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνων, καλοκαμωμένος καὶ ἀκμαῖος, ὁ Μανώλης τοῦ Ἀγάλλου, αὐτὴ τὸν ἐπῆρεν, ἂν καὶ δὲν τὸν ἤθελε. Τί νὰ κάμῃ; Φτώχεια, ὀρφάνια, ἐρημία. Ὁ Μανώλης εἶχε σύνταξιν ἀπὸ τὴν Γαλλίαν (ὅπου εἶχε ζήσει 30 χρόνια ὡς λεμβοῦχος), ― καταθέσεις εἰς τὸ Κρεντὶ Λυονναί, καὶ προσέτι, ὅταν μετὰ τόσα χρόνια ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα, εὗρεν ἀρκετὰ πατρικά του κτήματα, χερσωμένα καὶ καταπατημένα, κ᾿ ἐξώδευσε πολλὰ διὰ νὰ τὰ διεκδικήσῃ καὶ τὰ καλλιεργήσῃ. Τὸν ἐφώτισεν ὁ Θεός, ὅταν ἐνυμφεύθη τὴν Σοφίαν, καὶ τῆς τὰ «ἔκαμεν ὅλα ἐπάνω της». Οἱ συγγενεῖς του ἐγόγγυσαν διὰ τοῦτο, ἀλλὰ τί τοὺς ἔπταιεν ἡ πτωχὴ Σοφία; Ἂς μὴν ἐγύρευεν ὁ Ἀγάλλος πανδρειά.

Η συνέχεια εδώ