«Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη/
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθη-/
μερινές και σκόλες…/
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ο ένας πίσω απ’ τον/
άλλο, ίδιοι τυφλοί…/
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το με-/
Ρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα…/
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει/
σε καθρέφτη, ώρες πολλές το γύρο του προσώπου μας…/
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν/
Μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες…/
[…} Άξιον εστί το κύμα που αγριεύει…/ Άξιον εστί το διάσελο που ανοίγει…/
Άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ…/ Άξιον εστί των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια…/ Νυν των λαών το αμάλγαμα…/Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου/ Νυν νυν το μηδέν…/ Και αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!»
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθη-/
μερινές και σκόλες…/
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ο ένας πίσω απ’ τον/
άλλο, ίδιοι τυφλοί…/
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το με-/
Ρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα…/
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει/
σε καθρέφτη, ώρες πολλές το γύρο του προσώπου μας…/
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν/
Μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες…/
[…} Άξιον εστί το κύμα που αγριεύει…/ Άξιον εστί το διάσελο που ανοίγει…/
Άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ…/ Άξιον εστί των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια…/ Νυν των λαών το αμάλγαμα…/Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου/ Νυν νυν το μηδέν…/ Και αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!»