ΟΛΟΝΥΧΤΙΣ ἀκίνητος, φιγούρα ψιλόλιγνη στὸ φεγγαρόφως. Τὸν
ἐξεγέλασε ἡ Μαριτόρνες· πὼς τάχα ἡ κυρά της στέργει νὰ
φιλήσει τὸ γενναῖο του μπράτσο. Ἀνέβη ὀρθὸς στὴ σέλα μου, τό
’χωσε στὸ φεγγίτη. Νὰ δεῖ πόσο δυνατοὶ οἱ μύες, πῶς φουσκώνουν
οἱ φλέβες. Τὸ παλιογύναιο ἔδεσε τὴ χείρα του μὲ τὸ καπίστρι
ἀπὸ τὸ μάνταλο τῆς θύρας· τὸν ἀφῆκε νὰ νομίζει πὼς μάγια τοῦ
’χουν κάνει.