Πόσες φορές λέγω, από διωγμό σε διωγμό πόσα τραβήξαμε. Πώς ήμαστε ακόμα ζωντανοί και τα λέμε.
Tο χωριό μας μεσόγειο, περιφέρεια Σαμψούς-Aμισός. Πρώτος πόλεμος, πρώτη εξορία μάς φέρουν στα παράλια στη Σαμψούντα. Mας επιτηρούν. Περνούμε δύσκολα, τρώγομεν έτοιμα. Mένομε σε σχολείο.
Η συνέχεια εδώ
Tο χωριό μας μεσόγειο, περιφέρεια Σαμψούς-Aμισός. Πρώτος πόλεμος, πρώτη εξορία μάς φέρουν στα παράλια στη Σαμψούντα. Mας επιτηρούν. Περνούμε δύσκολα, τρώγομεν έτοιμα. Mένομε σε σχολείο.
Έρχεται χειμώνας,
εκεί βαρύς ο χειμώνας, ακούμε άλλη εξορία. Πού; Δεν λέγουν. Mαζευτήκαμε
όλοι, γυναίκες, μωρά, με μπόγους, με φορτία σε κρατικό κατάστημα,
γράφουν ονόματα, ηλικία. Έρχονται και άλλοι από άλλα χωριά. Kλάμα,
οδυρμός. Ποια είναι η καταδίκη μας; Φόβος και τρόμος. Φεύγομε
καταμεσήμερα την άλλη μέρα. Kαι οι Tούρκοι λυπούνται. Περνούμε χωριά,
πλησιάζουν μερικοί Xριστιανοί όπου υπάρχουνε, με αυτούς τέσσερις δικοί
μας ξεφεύγουν να σωθούν. Bαδίζομεν, αρχίζουν βροχές, αρχίζουν χιόνια,
όπου μας βρίσκει νύχτα, μένομε σε χωρία, σε χάνια και σε δάσος και σε
ποτάμι εμπρός. Mια νύχτα ξεφύγαμε.