ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΣΑΛΕΥΤΗ, σφηνωμένη στὸν ἀνατολικὸ μακρόστενο τοῖχο,
μεταξὺ κουζίνας καὶ ὑπνοδωματίου, μὲ θέα τὸ παράθυρο, γιὰ
νά ’χω τὴν ψευδαίσθηση πὼς ἐλέγχω τὴ μοίρα μου. Μόλις ὁ ἥλιος
στρέψει τὸν προβολέα του κατὰ πάνω μου, ἀρχίζω καὶ καθρεφτίζω
τὴν ἀδυσώπητη δόξα μου στὰ μάτια τῶν περαστικῶν λὲς καὶ εἶμαι
ρετρὸ φωτογραφία σὲ κορνίζα, διεκδικώντας κ’ ἐγὼ λίγο
μερτικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μέρας. Κι ἔτσι πιεσμένη ἀνάμεσα στοὺς
πειθήνιους συγγενεῖς —τοὺς χρυσοποίκιλτους καθρέφτες, τὰ
κάδρα, τὴν ἐταζέρα, τὶς πολυθρόνες, τὸν μπουφέ, τὴν κρεμάστρα
μὲ τὰ παλτὰ στὸν σκοτεινὸ διάδρομο— δὲν μπορῶ οὔτε τὴν πλάτη
μου νὰ ξύσω ὅταν καταμεσήμερο ὁ πυρωμένος τοῖχος παίρνει
φωτιά, οὔτε τὸ χέρι νὰ σηκώσω ἀντήλιο καὶ νὰ διώξω τὸν ἱστὸ
ποὺ μιὰ ὑφάντρα μοιρολατρία μέρα νύχτα πλέκει στὶς γωνιές
μου. Σιωπῶ σὰν νά ’μαι ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία, σ’ ἕναν ὁλοδικό
μου ἀνέγγιχτο χρόνο. Κάποτε ἕνα χέρι ἀνοίγει τὸ παράθυρο
ἀπέναντι, χιμάει τὸ φῶς, νιφάδες σκόνης πασπαλίζουν τὴν
ἐπικράτειά μου, τρόπαια μιᾶς νιότης χαμένης.