Σ΄ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ στὴν Τραπεζούντα ἀναζήτησα τὸν πατέρα
μου, μὰ δὲν τὸν βρῆκα. Εἶχε ὀρφανέψει ὀχτὼ χρονῶν, κι ἡ μάνα του
ἡ Χαρίκλεια τὸν εἶχε χαϊδεμένο, λαλαχέα, γιατί ἔθνησκαν τὰ
μωρά της καὶ μόνο αὐτὸς τῆς ἔζησε. Τὸν εἶχε ἴσως στυλώσει ὁ
Ἅε Στυλιανός, ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει τ’ ὄνομά του. Τὸν φώναζε
τρυφερὰ «Ρίζα μ’, στερέα μ’», κι ἅμα πονοῦσε κάπου τοῦ ἔλεγε
«Τὸ κακό σ’ νὰ παίρω», γιατὶ κάλλιο εἶχε νὰ πονάει ἐκείνη. Γιὰ
τὸ παιδί, ἡ Χαρίκλεια ἦταν ἁγία. Καὶ δὲν ἔκανε μὲ τὴ δεύτερη
γαρὴ τοῦ χήρου Παναγιώτη. Μὰ κι αὐτὴ δὲν ἀγάπησε τὸ ἀτίθασο
παιδί.