Τον 8ο και τον
7ο αι. π.Χ., στην Αθήνα, όπως στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, την εξουσία
είχαν τα αριστοκρατικά γένη (ευπατρίδαι, γνώριμοι, εσθλοί), τα οποία διοικούσαν την
πόλη μέσω της βουλής του Αρείου Πάγου και σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο
(θέμιστα). Από τον 7ο αιώνα, οι χωρικοί και οι βιοτέχνες συμμετείχαν ενεργά
στην άμυνα της πόλης. Ωστόσο, λόγω των οικονομικών συνθηκών αναγκάζονταν να
υποθηκεύσουν τη γη και την ελευθερία τους. Η κοινωνική δυσαρέσκεια που
προκλήθηκε είχε κύριο αίτημα την παραγραφή των χρεών αλλά και τη μεγαλύτερη συμμετοχή των
μεσαίων τάξεων στη διοίκηση. Για να εκτονωθεί η κατάσταση, οι αριστοκράτες
επιστράτευσαν από τις τάξεις τους, τους νομοθέτες. Έτσι, ο Δράκων το 624 ή 621 π.Χ. θέσπισε για πρώτη φορά γραπτούς νόμους. Το 594/3 π.Χ. ο Σόλων θα προχωρήσει ακόμη
πιο πέρα: θα καταργήσει τα χρέη και τους δυσβάστακτους όρους δανεισμού
(σεισάχθεια) ενώ θα μεταβάλει το πολίτευμα με την ίδρυση ενός δεύτερου,
πιο αντιπροσωπευτικού συμβουλίου: τη βουλή των τετρακοσίων που μαζί με τον
Άρειο Πάγο ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης. Παράλληλα,
η εκκλησία του δήμου (δηλαδή η συνέλευση των πολιτών) –η συμμετοχή στην
οποία εξασφαλιζόταν από την κατοχή συγκεκριμένου γεωργικού εισοδήματος και
είχε ρόλο καθαρά τυπικό– περιέλαβε όλο
το σώμα των πολιτών και απέκτησε διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες.
Έτσι, δημιουργήθηκε ένα μεικτό πολίτευμα
με αριστοκρατικούς και πρώιμους δημοκρατικούς θεσμούς, το οποίο θα
αποτελέσει το πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους μετριοπαθείς ολιγαρχικούς
(«πάτριος πολιτεία»).
Η συνέχεια εδώ