ΕΚΕΙΝΗ ἡ αἴθουσα τῆς τρίτης γυμνασίου ἦταν σὰ θερμοκήπιο. Γεμάτη τζαμαρίες. Κάτι κουρτίνες σχισμένες κρέμονταν στὰ παράθυρα. Ὁ ἥλιος μᾶς χτυποῦσε γιὰ τὰ καλά, γύρω ἀπ’ τὸ κτίριο ὑψώνονταν λεῦκες μὲ ξεφλουδισμένους κορμούς. Τρυπημένες ἀπ’ τὰ σύρματα τῆς περίφραξης. Τὸ προαύλιο ἦταν γεμάτο πέτρες καὶ χαλίκια. Σὲ μίαν ἄκρη ὑπῆρχαν καμένα ξύλα. Τὸ βράδυ κάποιοι πηδοῦσαν τὸ φράχτη κι ἀνάβανε φωτιὲς γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε. Ἔξω ἀπ’ τὸ σχολεῖο ἦταν ἀκόμη χωράφια μὲ καπνά.
Η συνέχεια εδώ