Λέω τ’ όνομά σου
κι ένα ακρογιάλι σχηματίζεται
ένα βλέμμα λαμπικάρει κάτω απ’ το φως
που κινεί αόρατα νήματα
καταργεί τη βαρύτητα
και των ωρών τις συστάδες.
Απλώνονται πεύκα ως την άκρη του ορίζοντα
τριγύρω ανθισμένες λεμονιές
φρούτα περίκαλλα
λωτοί τάχα λησμονημένοι
ελάφια και λυκόπουλα
πουλιά
κι ο ποταμός μ’ ασήμια στα νερά του.
Λέω τ’ όνομά σου
κι ο μόχθος των ανθρώπων
θροΐζει ανάμεσα στα πλατανόφυλλα
λόγια που εξατμίστηκαν γίνονται πάλι βροχή
κι ο σπόρος των ονείρων φυτρώνει.
Μνήμες από αγγίσματα το δέρμα μου ξυπνούν
κι όλο κατρακυλάνε μέσα μου
του στήθους σου τα δίδυμα φεγγάρια
καθώς ακοίμητη
επιμένεις
ακόμα να με συναρπάζεις.