ΤΑ ΞΥΛΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ, σώθηκαν. Ἔσβησε ἡ φωτιά. Σιγὰ-σιγὰ ἁπλώθηκε στὴν κάμαρα, μιὰ νοτισμένη ψύχρα. Κρυῶσαν, ἔτσι ὅπως ἦταν ξεσκέπαστα, τὰ γυμνὰ κοιμισμένα κορμιά τους. Ξυπνῆσαν, τὴν ἴδια στιγμή. Ἔξω χιόνιζε. Σιωπηλά, σχεδὸν ὑποδόρια. Ἐκείνη τράβηξε ἀπάνω τους τὸ βαρὺ πάπλωμα. Γυρίσαν στὸ πλάι καὶ βυθίστηκε ὁ ἕνας στὰ μάτια τοῦ ἄλλου. Γρήγορα, τοὺς κυρίεψε πάλι ἡ ἴδια ὁρμή. Ξεπηδοῦσε, βαθιὰ μέσα τους, σὰν ἕνας χείμαρρος ἀτιθάσευτος. Κυλώντας ἀπ΄ τὰ σκοτάδια, ἔβγαινε στὸ φῶς καὶ γινόταν ἕνα ἁρπακτικὸ ποὺ γύρευε νὰ φάει, νὰ σπαράξει τὴ σάρκα τοῦ ἄλλου. Ἄγριο πάθος, Λερναία Ὕδρα, φωτιὰ στὴ ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τους.
Η συνέχεια εδώ