ΧΡΟΝΙΑ, καιρὸς πολὺς ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θεία της τὴν κοίταζε τὴν Παναγιὰ Ταξιδιανή, πρωῒ-βράδι, τῆς ἄναβε τὰ καντήλια, τὴν εἶχε γειτόνισσα καὶ τῆς γυάλιζε τὰ φτωχὰ μανουάλια, τὴν καθάριζε καὶ τὴ θυμιάτιζε σ’ ὅλες τὶς γιορτές. Ἀπὸ τὴ θεία της τὰ ἔμαθε ὅλα ἡ Ἀννιώ. Πῶς τὸ ἐκκλησάκι ἐκεῖνο ἤτανε θαυματουργό, πῶς ἡ Παναγία τοὺς φύλαε ὅλους τους στὸ νησὶ καὶ πῶς ἀνάβουν μὲ τὶς μπιμπλῆθρες ἀντὶ γιὰ φυτιλάκια τὰ καντήλια. Πῶς σὰν περπατᾶς στὸ σωστὸ δρόμο καὶ σοῦ τύχει μιὰ ὥρα κακή, πάντα ἡ Παναγία μαζὶ κι ὁ ἅγιος ἀπ’ τὸ κοντινὸ ξωκκλήσι θὰ τρέξουν νὰ σὲ βοηθήσουν. Ἔτσι μὲ τὴ φροντίδα γιὰ τὸ κάθε τὶ ἔμαθε νὰ τὴν νοιώθει ζωντανὴ μέσα της τὴν Παναγιά, νὰ τῆς μιλᾶ σὰ σὲ δικό της ἄνθρωπο καὶ προπαντὸς νὰ τὴν ἐμπιστεύεται. Στὸ χωριὸ τοῦ πατέρα πάλι, στὸ σπίτι τους, τῆς ἄρεσε νὰ ὀνειρεύεται ἀγναντεύοντας ἀπέναντι τὴν Ἀρασιά. Πάγωνε στὴν προσμονὴ ἐκείνης τῆς ὥρας ποὺ θὰ ἀνέβαινε τὸ βουνὸ κρατώντας κι ἐκείνη τ’ ἀναμμένο της κερὶ καὶ παρακαλώντας Την. Ἀνέμιζε πάνω στὰ μελωδικὰ λόγια ἡ σκέψη της «Παναγία Ἀρασσιανή, φέτο ἦρθα μοναχή, καὶ τοῦ χρόνου μὲ τὸ ταίρι».
Η συνέχεια εδώ