Η πρώτη αναφορά συναντάται ήδη από το 1877 σε περιγραφές του ιατρού Kussmaul, ο οποίος όρισε το φαινόμενο αυτό ως, την κατάσταση εκείνη όπου το άτομο ηθελημένα και απολύτως συνειδητά εμφανίζει άρνηση να παράγει λόγο κάτω από συγκεκριμένες -μόνο- κοινωνικές συνθήκες, υποδηλώντας ταυτόχρονα την σαφή σύνδεση του με κοινωνικούς αλλά και συναισθηματικούς παράγοντες.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το DSM έρχεται να ενισχύσει την θέση αυτή και να τη συμπεριλάβει την επιλεκτική αλαλία στην κατηγορία των νηπιακών, παιδικών και εφηβικών διαταραχών τονίζοντας συνάμα ως δηλωτική προϋπόθεση ύπαρξης της, ο θεραπευόμενος να έχει κατακτήσει την βασική συνιστώσα της επικοινωνίας (εκφορά του λόγου).
Με άλλα λόγια, ένα επιλεκτικά άλαλο άτομο δεν χαρακτηρίζεται από οργανική βλάβη στον τομέα του λόγου ούτε από κάποια πολιτισμική/ γλωσσική ιδιαιτερότητα (π.χ. αλλόγλωσσο) αλλά, από την πρόθεση του ίδιου η οποία επαφίεται στο κοινωνικό περιβάλλον όπου το ίδιο θα επιλέξει ή και όχι να εκφραστεί.
Πλέον και ερχόμενοι στο σήμερα η πιο πρόσφατη έκδοση του DSM (IV), μετονομάζει την διαταραχή σε «επιλεκτική βοώτητα» και την κατατάσσει στην ευρύτερη κατηγορία των διαταραχών άγχους με την πιο υψηλή συχνότητα ενώ, η ηλικία εμφάνισης της εντοπίζεται μεταξύ 3 και 6 ετών.
Η συνέχεια του άρθρου εδώ