Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Ειδήσεις Google

23 Σεπ 2010

Σίγκμουντ Φρόυντ, Sigmund Freud, (6 Μαϊου 1856 - 23 Σεπτεμβρίου 1939)

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν Αυστριακός ιατρός, φυσιολόγος, ψυχίατρος και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα που μελέτησε και προσδιόρισε έννοιες όπως το ασυνείδητο, την απώθηση και την παιδική σεξουαλικότητα.

Οι επιστημονικές θεωρίες του Φρόυντ και οι τεχνικές θεραπείας που ανέπτυξε θεωρήθηκαν ιδιαίτερα καινοτόμες και αποτέλεσαν αντικείμενα έντονης αμφισβήτησης όταν παρουσιάστηκαν στη Βιέννη του 19ου αιώνα. Ωστόσο και σήμερα συνεχίζουν να εγείρουν έντονο προβληματισμό και αντιπαραθέσεις. Η επίδραση του Φρόυντ δεν περιορίστηκε μόνο στην ψυχολογία και την ψυχιατρική, αλλά ταυτόχρονα απλώθηκε σε πολλούς τομείς της επιστήμης (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία) και της τέχνης.

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ γεννήθηκε στη σημερινή πόλη της Τσεχίας Πρζίμπορ, που αποτελούσε την εποχή εκείνη τμήμα της Αυστρίας. Σε ηλικία τριών ετών, ο Φρόυντ μετακόμισε με την οικογένεια του στη Λειψία και ένα χρόνο αργότερα στη Βιέννη, όπου και έζησε μέχρι το 1938. Από νεαρή ηλικία, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη της Βίβλου, η οποία, όπως ο ίδιος σημείωσε στην αυτοβιογραφία του άσκησε διαρκή επίδραση πάνω του, αν και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε αντίθετος με όλους τους θρησκευτικούς κανόνες, υιοθετώντας τελικά μία αθεϊστική στάση ζωής, χωρίς ωστόσο να απολέσει τη συναίσθηση της εβραϊκής του καταγωγής. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έδειξε να διαθέτει σημαντικές διανοητικές ικανότητες, ενώ ήταν άριστος και πειθαρχημένος μαθητής. Την εκπαίδευσή του ανέλαβαν αρχικά οι γονείς του, πριν σταλεί σε ένα άγνωστο ιδιωτικό σχολείο. Σε ηλικία εννέα ετών πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις του γυμνασίου Sperl, όπου ξεχώρισε για τις επιδόσεις του και αποφοίτησε με τη διάκριση summa cum laude. Διέθετε κλίση στις γλώσσες και μεγάλη ευχέρεια στα Λατινικά, τα Αρχαία Ελληνικά, τα Γαλλικά και τα Αγγλικά.

Το φθινόπωρο του 1873 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στη σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Πέρα από τα καθιερωμένα μαθήματα που απαιτούνταν, παρακολούθησε επίσης με ενδιαφέρον διαλέξεις στη φιλοσοφία. Το Μάρτιο του 1876, ανέλαβε την πρώτη του πρωτότυπη έρευνα, υπό την επίβλεψη του καθηγητή ζωολογίας Καρλ Κλάους, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Ινστιτούτου Συγκριτικής Ανατομίας.

Το 1876 έγινε δεκτός στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Μπρύκε στο πανεπιστήμιο, όπου εργάστηκε κατέχοντας τον τίτλο του famulus, αποτελώντας ερευνητή φοιτητή. Ο Φρόυντ ερεύνησε ένα γένος ψαριών (πετρόμυζον), και ειδικότερα ένα ιδιόμορφο κύτταρό τους, που είχε νωρίτερα ανακαλυφθεί.

Το 1878, παρουσιάστηκε από τον Brücke στην Ακαδημία και λίγο αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό που εξέδιδε. Το επόμενο διάστημα ασχολήθηκε με το ίδιο γενικό πρόβλημα και υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε το θεμελιώδες χαρακτηριστικό των νευρικών ινών, πως οι κυλινδράξονές τους είναι ανεξαιρέτως ινιδιακοί σε ότι αφορά τη δομή τους. Σύμφωνα με το μαθητή και φίλο του Φρόυντ, Έρνεστ Τζόουνς, οι μελέτες του θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν μεταξύ των πρωτοπόρων της νευρωνικής θεωρίας, αν ο ίδιος δεν περιόριζε τις σκέψεις του στις «λογικές και όχι απώτερες συνέπειές τους».

Στις 30 Μαρτίου 1881 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα, αριστεύοντας στις τελικές εξετάσεις. Σε σχέση με την κανονική διάρκεια σπουδών της εποχής εκείνης, ο Φρόυντ καθυστέρησε σημαντικά στη λήψη του διπλώματός του, πιθανώς εξαιτίας της ερευνητικής του δραστηριότητας, η οποία όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του αποτελούσε εμπόδιο στη μελέτη του. Το επόμενο διάστημα συνέχισε να εργάζεται στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Brücke, γεγονός που θεωρείται ενδεικτικό της κλίσης του προς την έρευνα και της αποστροφής του προς την άσκηση της ιατρικής.

Η θεωρητική του σταδιοδρομία έλαβε τέλος το 1882, όταν εξαιτίας της οικονομικής του κατάστασης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στο ινστιτούτο, προκειμένου να εργαστεί ως γιατρός στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου θα εξασφάλιζε περισσότερα χρήματα. Αρχικά επέλεξε να ενταχθεί στα τμήματα που άπτονταν της χειρουργικής, παραμένοντας σε αυτά για δύο μόλις μήνες. Στη συνέχεια εργάστηκε για έξι μήνες στο τμήμα παθολογίας του διακεκριμένου ιατρού Χέρμαν Νότναγκελ, πριν μετατεθεί τελικά στην ψυχιατρική κλινική, στην οποία ήταν επικεφαλής ο διευθυντής του νοσοκομείου Theodor Meynert (1833-92), διακεκριμένος ανατόμος της εποχής.

Τον Οκτώβριο του 1883 μετακινήθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στο δερματολογικό τμήμα. Ο Φρόυντ επιθυμούσε να αποκτήσει εμπειρία ειδικότερα στις συφιλιδικές ασθένειες, καθώς η σύφιλη συνδεόταν με τις παθήσεις του νευρικού συστήματος. Στις αρχές του 1884 εργάστηκε επίσης στο τμήμα των νευρικών ασθενειών (Nervenabteilung) όπου αποκόμισε σημαντική εμπειρία.

Οι μελέτες που πραγματοποίησε ο Φρόυντ στο Γενικό Νοσοκομείο, σχετικά με την κλινική χρήση της κοκαΐνης θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές και χαρακτηρίζουν την αποκαλούμενη «περίοδο της κοκαΐνης» (1884-87). Η πρώτη αναφορά του Φρόυντ πάνω στη χρήση της ουσίας χρονολογείται στις 21 Απριλίου του 1884, όταν σε μία επιστολή του ανακοίνωσε το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση πιθανών χρήσεών της σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή νευρικής κατάπτωσης. Με βάση την προσωπική του εμπειρία πάνω στη χρήση της, αλλά και δοκιμές που πραγματοποίησε, ολοκλήρωσε μία μελέτη με τίτλο Περί κοκαΐνης (Über Coca) που εκδόθηκε το 1885. Ο Φρόυντ κατέληγε πως η κοκαΐνη ήταν κατάλληλη για χρήση σε περιπτώσεις νευρασθενειών, δυσπεψίας, καθώς και ικανή να αντικαταστήσει τη μορφίνη. Υπέδειξε επιπλέον ένα μηχανισμό δράσης της, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αργότερα, σύμφωνα με τον οποίο, η ουσία δρα διεγερτικά, αναστέλλοντας την επενέργεια των παραγόντων που καταστέλλουν τα σωματικά αισθήματα. Η μελέτη του Φρόυντ έστρεψε την προσοχή των ιατρών στην κοκαΐνη και λίγους μήνες αργότερα, ο οφθαλμολόγος Καρλ Κόλερ επέκτεινε τη χρήση της ανακαλύπτοντας πως λειτουργεί αναισθητικά στο μάτι.

Ο Φρόυντ χορήγησε κοκαΐνη στον φίλο και δάσκαλό του Ερνστ Φλάισλ φον Μάρξοφ. Ο Φλάισλ είχε εθιστεί στη μορφίνη, την οποία χρησιμοποιούσε για να αντιμετωπίσει τον πόνο εξαιτίας συνεχούς νεοπλασίας νευρωμάτων στον ακρωτηριασμένο, λόγω μόλυνσης, αντίχειρά του. Ο Φρόυντ πίστευε πως με τη χορήγηση κοκαΐνης θα ξεπερνούσε τον εθισμό του στη μορφίνη, ωστόσο οδήγησε σε χειρότερο εθισμό και χρόνια δηλητηρίαση. Από τον Ιούλιο του 1885 έκαναν την εμφάνισή τους επιθετικές κριτικές στον Φρόυντ, σε σχέση με την θέση του υπέρ της κλινικής χρήσης της κοκαΐνης, κατηγορούμενος δημόσια πως εξαπέλυε την «τρίτη μάστιγα της ανθρωπότητας» (μαζί με το αλκοόλ και τη μορφίνη).

Το Σεπτέμβριο του 1885 διορίστηκε με τον τίτλο του Privatdozent (υφηγητή) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο τμήμα Νευροπαθολογίας. Το Μάρτιο του 1885, ο Φρόυντ είχε υποβάλει επίσης αίτηση για μία ταξιδιωτική υποτροφία, την οποία τελικά κατάφερε να κερδίσει χάρη στη δυναμική παρέμβαση και στήριξή του από τον Ερνστ φον Μπρύκε. Στα πλαίσια αυτής της υποτροφίας, ταξίδεψε στο Παρίσι για δεκαεννέα εβδομάδες, αφιερωμένος σε μελέτες στη νευρολογία. Εργάστηκε κοντά σε έναν από τους σημαντικότερους νευροπαθολόγους της εποχής, τον Ζαν Μαρτέν Σαρκό, και θεωρείται πως την περίοδο αυτή ανακάλυψε την ψυχολογική πλευρά της νευροπαθολογίας, στην οποία έστρεψε αργότερα το ενδιαφέρον του. Τον Οκτώβριο του 1886 παρουσίασε ως όφειλε, την «ταξιδιωτική αναφορά» του, ενώπιον της Ιατρικής Εταιρείας, με τίτλο Περί ανδρικής υστερίας, η οποία αντιμετωπίστηκε με έντονη δυσπιστία. Από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, δεχόταν ασθενείς σε ιδιωτικό του ιατρείο, εργαζόμενος επίσης ως νευρολόγος στο Ινστιτούτο Παιδιατρικής του καθηγητή Μαξ Κάσοβιτς.

Η ιδιωτική πελατεία του Φρόυντ απαρτιζόταν κυρίως από νευρωτικούς ασθενείς, για τη θεραπεία των οποίων χρησιμοποίησε αρχικά τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους της εποχής, όπως την ηλεκτροθεραπεία και τα ιαματικά λουτρά. Από το Δεκέμβριο του 1887, στράφηκε στην μέθοδο της ύπνωσης, με την οποία σημείωσε αρκετές επιτυχίες και έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης του υπνωτισμού. Προκειμένου να βελτιώσει την τεχνική του στην υπνωτική υποβολή, ταξίδεψε το καλοκαίρι του 1889 στο Νανσύ, όπου παρακολούθησε τον Ωγκύστ Αμπρουάζ Λιεμπώ, ιδρυτή της Σχολής του Νανσύ, καθώς και τα πειράματα του Ιππολύτ Μπέρνχαϊμ.

Ο Φρόυντ επιθυμούσε να απελευθερωθεί από τη μέθοδο της ύπνωσης, την οποία απαρνήθηκε οριστικά ως θεραπευτική μέθοδο το 1896, και σταδιακά μετατοπίστηκε από την καθαρτική μέθοδο στην ψυχαναλυτική. Μέσα από μία τεχνική ελεύθερων συνειρμών του ασθενούς, παρατήρησε πως αναδυόταν στην επιφάνεια ένας σημαντικός αριθμός από μνήμες του, που αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που τον οδήγησε στη βαθύτερη διερεύνηση του ρόλου των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις.

Οι Μελέτες για την Υστερία δεν έτυχαν θερμής αποδοχής από τον ιατρικό κόσμο και λίγο πριν την έκδοσή του βιβλίου, η συνεργασία του με τον Μπρόιερ διακόπηκε, κυρίως εξαιτίας της απροθυμίας του τελευταίου να ακολουθήσει τον Φρόυντ στη βαθύτερη διερεύνηση της σεξουαλικότητας ως αιτιολογία των νευρώσεων και να ασπαστεί τις ρηξικέλευθες ιδέες του.

Την περίοδο 1893-98, δημοσίευσε περίπου δώδεκα εργασίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες για τις «αμυντικές νευροψυχώσεις», όπου ο Φρόυντ αναφέρεται στην «άμυνα» ή «απώθηση» ως κεντρικής σημασίας για τον «ψυχικό μηχανισμό». Ο ίδιος περιέγραψε την ψυχρή υποδοχή των ερευνών του γράφοντας:«Η σιωπή όμως με την οποία υποδέχτηκαν τις ομιλίες μου, το κενό που σχηματίστηκε γύρω μου, οι υπαινιγμοί που έφθασαν ως εμένα, με έκαναν σιγά σιγά να καταλάβω ότι δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει ότι απόψεις για τον ρόλο που παίζει η σεξουαλικότητα στην αιτιολογία των νευρώσεων θα τύχουν της ίδιας υποδοχής με εκείνη άλλων ανακοινώσεων».

H περίοδος μέχρι το 1906 υπήρξε εν γένει μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του Φρόυντ, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του, παρά το γεγονός πως βρισκόταν σχεδόν απομονωμένος από τον υπόλοιπο ιατρικό κόσμο. Ιδιαίτερης αξίας θεωρείται η ανακάλυψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος, το οποίο υποδηλώνει την αγάπη κάθε παιδιού για τον ένα γονιό και τη ζηλότυπη εχθρότητα προς τον άλλο. Η σύλληψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος καταγράφεται σε επιστολές του το 1897, την ίδια περίπου περίοδο που ο Φρόυντ ξεκίνησε την αυτοανάλυσή του. Στις 4 Νοεμβρίου του 1899, εκδόθηκε επίσης ένα από τα σημαντικότερα έργα του και κατά πολλούς το κορυφαίο βιβλίο του, Η Ερμηνεία των Ονείρων (γερμ.:Die Traumdeutung), με βασικό θέμα τη διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας. Βασική του θέση ήταν ότι το όνειρο (ακόμη και οι εφιάλτες) αποτελεί πάντοτε την εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως λογοκρίνεται πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η μετάθεση και η χρήση συμβόλων.

Το βιβλίο αγνοήθηκε για περίπου μία δεκαετία πριν αρχίσει να αναγνωρίζεται η αξία του, περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκαν λίγες και ως επί το πλείστον περιφρονητικές κριτικές. Ακολούθησε ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του, Για την ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής (Zur Psychopathologie des Alltagslebens), δημοσιευμένο το 1904, καθώς και οι Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας (Drei Abhandlungen zur Sexualtheorie) του 1905, βιβλίο που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, ενισχύοντας σε μεγάλο βαθμό την αντιδημοτικότητα του Φρόυντ, ειδικότερα για τον ισχυρισμό πως κάθε παιδί γεννιέται με σεξουαλικές ενορμήσεις.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η απομόνωση του Φρόυντ άρχισε να μειώνεται, καθώς αρκετοί διακεκριμένοι ψυχίατροι χρησιμοποιούσαν την ψυχαναλυτική μέθοδο για την αντιμετώπιση νευρώσεων. Στην ψυχιατρική κλινική της Ζυρίχης, το προσωπικό του καθηγητή ψυχιατρικής Eugen Bleuler, με εξέχουσα μορφή τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, εφάρμοζε τις ιδέες του Φρόυντ προς διάφορες κατευθύνσεις και από τον Απρίλιο του 1906 ξεκίνησε μία τακτική αλληλογραφία μεταξύ του Γιουνγκ και του Φρόυντ, η οποία διατηρήθηκε για τα επόμενα επτά χρόνια.

Σημαντική συμβολή στην είσοδο του έργου του Φρόυντ σε έναν ευρύτερο κύκλο είχε επίσης η πρόσκληση που του απηύθυνε το 1909 ο Στάνλεϋ Χωλ, καθηγητής και πρόεδρος του Πανεπιστημίου Κλαρκ στη Μασσαχουσέτη, για μία σειρά διαλέξεων με αφορμή την εικοστή επέτειο από την ίδρυση του πανεπιστημίου. O Φρόυντ πραγματοποίησε πέντε ομιλίες και αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα, γεγονός που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «πρώτη επίσημη αναγνώριση» των προσπαθειών του. Στα πλαίσια ενός γενικευμένου «κινήματος» γύρω από την ψυχανάλυση, ιδρύθηκε το 1910 η Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, με πρόεδρο τον Γιουνγκ, την ίδια στιγμή που άλλες τοπικές εταιρείες εξελίσσονταν στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στη Ζυρίχη, ενώ παράλληλα εκδίδονταν αρκετά νέα περιοδικά αφιερωμένα στην ψυχανάλυση. Την περίοδο αυτή, η ψυχανάλυση ήταν αντικείμενο συζήτησης σε πολυάριθμα συνέδρια, αν και ακόμα λίγες εργασίες τάσσονταν ευνοϊκά απέναντί της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είχε αντιθέτως πολύ ευρύτερη αποδοχή που οδήγησε στην ίδρυση της Αμερικανικής Ψυχαναλυτικής Ένωσης το 1911.

Μετά τη διαμόρφωση μίας νέας σχολής ψυχανάλυσης, της οποίας ο Φρόυντ υπήρξε ιδρυτής, έγιναν εμφανείς οι επιστημονικές διαφορές άλλων ερευνητών, οι οποίοι ανέπτυξαν σταδιακά νέες θεωρίες ή υποθέσεις που απομακρύνονταν από τις φροϋδικές. Κεντρικά πρόσωπα της διάσπασης που ακολούθησε ήταν ο Άλφρεντ Άντλερ και ο Καρλ Γιουνγκ. Ο Άντλερ υπήρξε αργότερα θεμελιωτής της ατομικής ψυχολογίας, εστιάζοντας περισσότερο σε μία πρακτική ανθρωπογνωσία. Οι αποκλίσεις των νέων θεωρήσεων του Γιουνγκ από τις πρώτες αρχές της ψυχανάλυσης προκάλεσαν επίσης τη ρήξη στις επιστημονικές και φιλικές σχέσεις του με τον Φρόυντ. Αν και ο τελευταίος προόριζε τον Γιουνγκ για «διάδοχό» του, οι διαισθητικές ή μυστικιστικές ερμηνείες του Γιουνγκ στάθηκε αδύνατο να γεφυρωθούν με την αυστηρή επιστημονική παρατήρηση του Φρόυντ. Η απόσχιση των Άντλερ και Γιουνγκ που οδήγησε στην διαμόρφωση, μέχρι τις αρχές του 1914, τριών διαφορετικών σχολών ψυχανάλυσης, οδήγησε το 1913 στη δημιουργία μίας μικρής ομάδας αναλυτών, γνωστή ως η «Επιτροπή», με σκοπό την διαχείριση μελλοντικών διχογνωμιών και υπεράσπισης των φροϋδικών θεωριών.

Το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου προκάλεσε τη διάλυση της ομάδας των συνεργατών του Φρόυντ, διακόπτοντας παράλληλα την επαφή του με ψυχαναλυτές του εξωτερικού. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου παρέμεινε δραστήριος, χωρίς να διακόψει την εργασία του. Το 1915 ολοκλήρωσε μία σειρά σημαντικών πραγματειών για τη «μεταψυχολογία», ενώ δημοσίευσε ακόμα το πρώτο μέρος από τις Παραδόσεις εισαγωγής στην ψυχανάλυση. Το επόμενο διάστημα, οι δυσμενείς συνθήκες που επέφερε ο πόλεμος και οι στερήσεις που αυξάνονταν, περιόρισαν σημαντικά την παραγωγικότητά του. Στη διάρκεια του πολέμου, οι τρεις γιοι του κλήθηκαν να υπηρετήσουν στο στρατό και ο ένας από αυτούς αγνοούνταν για μεγάλο διάστημα, αιχμάλωτος των Ιταλικών δυνάμεων. ψυχανάλυση.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, σημειώθηκαν επίσης δύο βαριά πλήγματα στην προσωπική του ζωή, οι θάνατοι του φίλου του Άντον φον Φρόυντ (Anton von Freund) και της κόρης του Σοφίας, τον Ιανουάριο του 1920.

Την ίδια περίοδο, ο Φρόυντ ξεκίνησε να διανύει μία ιδιαίτερα γόνιμη φάση της ζωής του. Τον Ιούλιο του 1920 ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου Πέραν της αρχής της ηδονής, στο οποίο εξέφραζε τη σχέση της ζωής με το θάνατο, εισάγοντας την έννοια του «ενστίκτου θανάτου» και τον καταναγκασμό της επανάληψης ως τυπικό γνώρισμα της ενστικτικής ζωής. Είναι αξιοσημείωτο πως το βιβλίο αυτό είχε την ψυχρότερη υποδοχή εκ μέρους των οπαδών του. Αποκορύφωμα της δημιουργικής περιόδου του, υπήρξε το βιβλίο Το Εγώ και το Αυτό, στο οποίο ανέπτυξε μία νέα θεωρία γύρω από την ψυχική δομή, διαμορφώνοντας ένα ευρύτερο θεωρητικό σύστημα για το σύνολο της προσωπικότητας. Με τον τρόπο αυτό, επέκτεινε το αρχικό πεδίο δράσης και έρευνας της ψυχανάλυσης, φθάνοντας τη στα όρια μιας γενικής και ολοκληρωτικής θεώρησης των ψυχικών διεργασιών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το έργο του γινόταν ευρύτερα γνωστό, ενώ τα βιβλία του μεταφράζονταν και γίνονταν περιζήτητα. Η αύξηση της δημοτικότητάς του αντιμετωπιζόταν από τον ίδιο ως βάρος, χαρακτηρίζοντας τη ως «απωθητική», καθώς τον αποσπούσε από το «ήρεμο επιστημονικό έργο».

Το 1930 εκδόθηκε το βιβλίο Η δυσφορία στον πολιτισμό (Das Unbehagen in der Kultur), στο οποίο ο Φρόυντ εξέθεσε λεπτομερώς τις θέσεις του στο επίπεδο της κοινωνιολογίας, για την οποία ο ίδιος θεωρούσε ότι αντιπροσωπεύει την «εφηρμοσμένη ψυχολογία». Στο έργο αυτό, προσπάθησε να εκθέσει το αίσθημα της ενοχής ως σπουδαίο πρόβλημα στην εξέλιξη του πολιτισμού, συνδέοντας την πολιτισμική πρόοδο με την ένταση του ενοχικού αισθήματος και κατά συνέπεια την απώλεια της ευτυχίας.

Λίγο καιρό μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, στα τέλη Μαΐου του 1933, βιβλία του Φρόυντ κάηκαν, όπως και άλλα ψυχαναλυτικά έργα, την ίδια στιγμή που σύμφωνα με διαταγή απαγορευόταν η συμμετοχή Εβραίων σε επιστημονικά συμβούλια. Την περίοδο αυτή, ο Φρόυντ συνέλαβε και άρχισε να επεξεργάζεται τις ιδέες του γύρω από την εφαρμογή της ψυχανάλυσης στην ιστορία του εβραϊκού λαού, οι οποίες τον απασχόλησαν μέχρι το τέλος της ζωής του και καταγράφτηκαν στο βιβλίο Ο άνθρωπος Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (Der Mann Moses und die monotheistische Religion, 1939). Η ναζιστική εισβολή στην Αυστρία, το Μάιο του 1938, σηματοδότησε τη μετανάστευση του Φρόυντ στο Λονδίνο. Η κόρη του, Άννα Φρόυντ, συνελήφθη για μία ημέρα από τη Γκεστάπο και ανακρίθηκε. Η άδεια εξόδου του από τη χώρα, δόθηκε χάρη στην παρέμβαση του Αμερικανού πρέσβη στη Γαλλία, Γουίλιαμ Κ. Μπούλιτ, ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας ήταν μεταξύ άλλων και η υπογραφή εκ μέρους του Φρόυντ μίας δήλωσης πως οι γερμανικές αρχές τον είχαν μεταχειριστεί με σεβασμό, απολαμβάνοντας πλήρη ελευθερία στην άσκηση της εργασίας του.

Στις 4 Ιουνίου του 1938 εγκατέλειψε οριστικά τη Βιέννη με προορισμό το Λονδίνο, όπου έφθασε τελικά στις 6 Ιουνίου και έγινε δεκτός με τιμές. Η άφιξή του στην αγγλική πρωτεύουσα, καλύφθηκε εκτενώς στον τύπο, με τιμητικές αναφορές στο ιατρικό περιοδικό Lancet και του ιατρικού σώματος της Μεγάλης Βρετανίας. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, υπομένοντας μεγάλη σωματική καταπόνηση μέχρι το θάνατό του στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939. Η σορός του αποτεφρώθηκε τρεις ημέρες αργότερα και η τέφρα του φυλάσσεται μέσα σε μία ελληνική υδρία, από την πλούσια συλλογή αρχαιοτήτων που διέθετε ο Φρόυντ. Η τεφροδόχος περιέχει επίσης την τέφρα της Μάρθας Φρόυντ και βρίσκεται στο κρεματόριο του Γκόλντεν Γκρην στο Λονδίνο.

Αν και ο Φρόυντ δεν ανακάλυψε για πρώτη φορά το ασυνείδητο, συνέβαλε ουσιαστικά στην μελέτη του. Κατά την περίοδο του 19ου αιώνα η επικρατούσα πεποίθηση ήταν θετικιστικής κατεύθυνσης, υπήρχε δηλαδή η άποψη πως ο άνθρωπος μπορούσε να ελέγξει με τη λογική τη συμπεριφορά του και τη σχέση του με τον κόσμο. Ο Φρόυντ πρότεινε ουσιαστικά πως αυτή η θέση είναι μία αυταπάτη καθώς οι άνθρωποι δρουν συχνά για λόγους που δεν άπτονται των συνειδητών σκέψεων τους, καθώς το ασυνείδητο μπορεί να αποτελεί την πηγή των ανθρώπινων κινήτρων.

Ο Φρόυντ προέκτεινε τη θεωρία του μελετώντας συστηματικά τα όνειρα, τα οποία αποκάλεσε και τον «βασιλικό δρόμο προς το ασυνείδητο», θεωρώντας τα ως το καλύτερο δείγμα πεδίου δράσης του ασυνειδήτου. Στην σπουδαιότερη -σύμφωνα με τον ίδιο- εργασία του Η Ερμηνεία των Ονείρων, ανέπτυξε τα επιχειρήματα του περί της ύπαρξης του ασυνειδήτου αλλά και περιέγραψε μια μεθοδολογία για την πρόσβαση του ατόμου σε αυτό, μέσω του προ-συνειδητού.

Μία κρίσιμη για τη λειτουργία του ασυνειδήτου διαδικασία είναι η απώθηση. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι άνθρωποι βιώνουν συχνά επίπονες σκέψεις ή μνήμες τις οποίες εφόσον δεν μπορούν να αντέξουν, έχουν τη δυνατότητα να τις απωθήσουν από το συνειδητό μέρος της λειτουργίας του εγκεφάλου στο ασυνείδητο. Ο Φρόυντ προσπάθησε να ταξινομήσει τα είδη των διαφορετικών συναισθημάτων ή σκέψεων που απωθούνται, ωστόσο κατέληξε πως διαφορετικοί ασθενείς του απωθούσαν διαφορετικές παρελθούσες εντυπώσεις. Επιπλέον παρατήρησε πως η ίδια η λειτουργία της απώθησης είναι μη συνειδητή.

Ο Φρόυντ, στην προσπάθεια ερμηνείας της λειτουργίας του ασυνειδήτου, πρότεινε πως διακρίνεται από μία δομή, σύμφωνα με την οποία διαιρείται σε τρία μέρη: το Εκείνο (ή Id λατ.), το Εγώ και το Υπερεγώ. Το εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο, υπάρχει δηλαδή κατά τη γέννηση και δεν επηρεάζεται από την εμπειρία του ατόμου. Η έννοια του Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας. Το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση. Ο Φρόυντ διατύπωσε περαιτέρω πως η αλληλοσυσχέτιση των τριών αυτών στοιχείων καθορίζουν την ψυχική κατάσταση του ατόμου, έτσι ώστε αν οι πιέσεις που εξασκούν το ένα πάνω στο άλλο είναι ετεροβαρείς, τότε δημιουργούνται συγκρούσεις ανάμεσα στο Εγώ και τις ενστικτώδεις ορμές ή τη συνείδηση, οι οποίες ωθούν το άτομο να καταφύγει σε συγκεκριμένους μηχανισμούς άμυνας.

Οι αμυντικοί μηχανισμοί αποτελούν ασυνείδητους μηχανισμούς που τίθενται σε λειτουργία από το Εγώ όταν αποτυγχάνουν διάφορες συνειδητές προσπάθειες. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι η μέθοδος με την οποία το Εγώ μπορεί να λύσει τις συγκρούσεις που υφίστανται με το υπερεγώ και το Εκείνο. Η χρήση των μηχανισμών αυτών από το άτομο είναι πολλές φορές χρήσιμη —εάν γίνεται συγκρατημένα— αλλά η κατάχρηση ή η επαναχρησιμοποίησή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη.

Ήδη από την εποχή του, ο Φρόυντ δέχτηκε ισχυρή κριτική για το έργο του. Η κριτική αφορούσε τόσο τα συμπεράσματα των μελετών του όσο και την καθαυτή επιστημονική φύση των διαδικασιών ψυχικής ερμηνείας και θεραπείας.

Πηγή: Βικιπαίδεια