Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Ειδήσεις Google

29 Ιαν 2011

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Συντάκτης: Μάκης Τσίτας

Ο Χριστιανόπουλος δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι ένας από τους πιο γνωστούς, εν ζωή, ποιητές μας και αποτελεί (σύμφωνα με την εύστοχη φράση κλισέ που τον συνοδεύει) «εμβληματική φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής της Θεσσαλονίκης». Ίσως γι’ αυτό χρόνια ολόκληρα, άνθρωποι όλων των ηλικιών τον επισκέπτονταν στη Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος για να του δείξουν τα γραπτά τους. Κι αυτός πάντα πρόθυμος, έπαιρνε το φάκελο με τα χειρόγραφο λέγοντας στο συγγραφέα του να περάσει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Ξόδεψε άπειρες ώρες διαβάζοντας χιλιάδες σελίδες, πάντα με προσοχή και υπευθυνότητα.
Έτσι τον γνώρισα κι εγώ. Πήρα υπό μάλης κάτι ποιήματα που είχα γράψει τότε και του τα πήγα (τέλη του 88) για να μου πει τη γνώμη του. Έκτοτε τον συνάντησα αρκετές φορές . Τελευταία ήταν το 1996. Μάθαινα όμως νέα του από τον Τύπο (πάντα ήταν πρόσωπο αγαπητό στους πολιτιστικούς συντάκτες -  ο ίδιος λέει ότι έχει δώσει ως τώρα περί τις 300 (!) συνεντεύξεις). Και βέβαια διάβαζα τα νέα του βιβλία.
Τον είδα ξανά από κοντά στα τέλη Αυγούστου για τις ανάγκες αυτής της συνέντευξης. «Που βγάνει αυτό το περιοδικό», με ρώτησε όταν του τηλεφώνησα, «στας Αθήνας;». «Στας Αθήνας, αλλά κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα». «Πάλι καλά» απάντησε και κλείσαμε το ραντεβού για τις 11 το πρωί της επόμενης Τετάρτης στο σπίτι του, στις Σαράντα Εκκλησιές.
Μου άνοιξε την πόρτα χαμογελαστός, με καλωσόρισε και περάσαμε στο γραφείο του. Έναν πολύ λιτό χώρο γεμάτο βιβλία, με ένα μεγάλο παλιό ραδιόφωνο που δεν το χρησιμοποιεί ποτέ, μια παλιά συσκευή τηλεφώνου και δύο πολύ μεγάλες φωτογραφίες του Καβάφη και του Τσιτσάνη. Και με τις αγαπημένες του βέβαια γάτες να κυκλοφορούν ανέμελες. Στο χαμηλό τραπεζάκι με περίμενε γλυκό πορτοκάλι και λεμονίτα.
Πριν από τέσσερα χρόνια πέρασε μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του: ένα ισχυρό έμφραγμα τον ανάγκασε να  εγχειριστεί εσπευσμένα. Τώρα όμως τον βλέπω μια χαρά. Του το λέω και συμφωνεί. «Το ότι ζω οφείλεται στο ότι έγινε η εγχείρηση. Κι επιπλέον είχα και ένα άλλο ατού: υπήρξα φοβερά εγκρατής , σε εκπληκτικό βαθμό – δεν κάπνισα ούτε ένα τσιγάρο, δεν ήπια ποτά, δεν πηγαίνω σε ταβέρνες, δεν ξενυχτώ».
Πράγματι η ζωή του ήταν πάντα ασκητική και αφοσιωμένη στη δημιουργία. Δουλειά και ξανά δουλειά. «Έχω γράψει μέχρι στιγμής εκατόν πενήντα βιβλία». Και κοντεύει να τελειώσει άλλα δύο. Το πρώτο που το θεωρεί και το σημαντικότερο («ελπίζω να είναι το κύκνειο άσμα μου» λέει) είναι μια ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη. Περιλαμβάνει 187 τραγούδια και για το καθένα θα υπάρχει από μία έως τρεις σελίδες κριτικού σχολιασμού. «Πρόκειται για πολύχρονη και πολύ σοβαρή έρευνα. Θα μπορούσα με αυτή να υποβάλω μία διδακτορική διατριβή, να εγκριθεί για να γίνω τάχα...» και χειρονομεί γελώντας.
Το δεύτερο που είναι δίτομο θα περιλαμβάνει στην οριστική τους μορφή όλες τις μεταφράσεις ποιημάτων που έχει κάνει και οι οποίες καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα, «δηλαδή, αρχαία ελληνικά, Βυζάντιο και σύγχρονη λογοτεχνία, κυρίως αγγλόφωνη». Του μένουν μόνο να τελειώσει τα 25 μικρά τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας του «σπουδαίου» όπως τον αποκαλεί, ποιητή Ιωάννη Δαμασκηνού. Και θέλει να ξαναδουλέψει δέκα σημεία από τη μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. «Όλα αυτά αν ο Πανάγαθος δεήσει να με αρνηθεί στις αγκάλες του. Αν όχι, δε χάλασε ο κόσμος, γιατί το έργο συντελέστηκε».

Η ιδέα του Θανάτου δε σας φοβίζει;
Παραδόξως έχω μία φοβερή ηρεμία και γαλήνη –για να μη σου πω και εγκαρτέρηση- και λέω αν είναι να έρθει ας έρθει. Και δεν την κλάνω όπως μερικοί οι οποίοι τρέμουν. Ένας γνωστός μου συγγραφέας όταν κατάλαβε πως επρόκειτο σε λίγο καιρό να πεθάνει έπαθε αμόκ κι άρχισε να φωνάζει « δε θέλω να πεθάνω, δε θέλω να πεθάνω». Το ίδιο  έμαθα πρόσφατα  ότι έκανε και ο Ηλίας Πετρόπουλος ότι όταν ήταν στα τελευταία του στην κλινική. Είναι θλιβερά αυτά τα πράγματα. Υποθέτω (χωρίς να είμαι και σίγουρος, γιατί μιλούμε για γλιστερό έδαφος) ότι δεν πρέπει να τα έχουν καλά με τον εαυτό τους. Εγώ και όταν ήταν να κάνω την εγχείρηση δε φοβόμουν καθόλου, ήμουν σίγουρος ότι θα ζήσω. Παρόλο που οι γιατροί φοβόντουσαν και μάλιστα έκλαιγαν. Και όντως έζησα και συνέχισα να τραγουδώ, να χορεύω, να γελώ, να ξεκαρδίζομαι, να διαβάζω, να γράφω. Φαινόμενο!

Το θέμα δεν είναι το σαρκίο μας, αλλά το έργο μας. Προετοιμάσαμε όλες τις δυνατότητες και προϋποθέσεις να έχει μεγαλύτερη αντοχή μετά το θάνατο;
Δηλαδή ήσουν σίγουρος ότι αυτά που έγραφες ήταν σοβαρά και όχι μαλακίες;  Δεύτερο: αφού το έγραψες, πέταξες κατά διαστήματα τις σαβούρες για να μείνει το καλό, το ψαχνό και το ζουμί; Ε, δε θα το πιστέψεις: από τα άπαντα των ποιημάτων μου χωρίς υπερβολή το ξεκαθάρισμα που έγινε κατά διαστήματα είναι πάνω από 30 φορές. Το ξεψάχνισα ξανά, ξανά και ξανά και έμεινε πια το καλύτερο πράμα.Τα ποιήματά μου τυπώθηκαν σα σύνολο περίπου 28 φορές, το φαντάζεσαι;  80.000 αντίτυπα! Το φαντάζεσαι;  Δεν ξέρω, να ζηλέψω τον Ελύτη;

Σας απασχολεί λοιπόν η τύχη του έργου σας μετά θάνατον; Αν θα συνεχίζουν σας διαβάζουν;
Αυτά εξαρτώνται από ένα γενικότερο status που απασχολεί κάθε ποιητή. Εγώ λόγου χάρη, που νιώθω ουσιαστικά ότι είμαι διάδοχος του Καβάφη τον ακολουθώ σε πολλά πράγματα. Λέει εκείνος σε ένα ποίημά του «έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε» και  «με την δική του έκφανση του ωραίου συγκινούνται». Φαίνεται ότι και εκείνον τον απασχολούσαν αυτά τα θέματα και ήταν σίγουρος για τη βιωσιμότητα  του έργου του. Βέβαια ο Καβάφης ήταν πολύ μεγάλος ποιητής και πολύ πρωτοπόρος και έβλεπε τις μελλούμενες εποχές. Γι’ αυτό τώρα μετά το θάνατό του είναι πιο σύγχρονος, γιατί γράφει για αυτές τις τωρινές εποχές, που εκείνος τις έβλεπε τότε.
Εγώ έχω βέβαια αρκετά κοινά σημεία με τον Καβάφη, αλλά υπάρχουν και πράγματα που πρέπει να παραδεχτούμε: λόγου χάρη, ότι εκείνος ήταν πολύ μεγάλος και εγώ πολύ μικρός. Αλλά και κάτι άλλο: εγώ γράφω αποκλειστικά για τη ζωή μου και για βιώματά μου. Δηλαδή είμαι μια σπάνια περίπτωση ατομικού ποιητή. Μπορεί να μην κάνω σωστά, μπορεί να μη σου αρέσει, αλλά είναι μια πραγματικότητα. Αν λοιπόν αυτό το ατομικό βίωμα μπόρεσα εγώ να το απαγκιστρώσω από τον εαυτό μου και να το κάνω ποίημα και αν αυτό το ποίημα παραδόξως τόσα χρόνια (έχω 65 χρόνια στο κουρμπέτι) αν και η ατομική περίπτωση έχει μια περίπου ανάλογη βιωσιμότητα με εκείνη του Καβάφη, εγώ είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Ήδη τώρα κερδίζω μια τρίτη γενιά αναγνωστών, που δεν είναι εύκολο. Θα έπρεπε να είχα ξοφλήσει, όπως και χιλιάδες ποιητές. Αυτό σημαίνει επομένως, ότι κάτι συμβαίνει εδώ, κάτι πιο σοβαρό από τις περιαυτολογίες και τα παχιά λόγια. Σημαίνει βέβαια, ότι με έσωσε και το ταλέντο, με έσωσε και η αλήθεια. Η φιλαλήθεια μου δηλαδή: δεν έλεγα μπούρδες, δεν έλεγα ψέματα, αντιμετώπισα τα προβλήματα πιο σοβαρά. Ίσως όλα αυτά με τον καιρό αποβούν θετικά για την ποίησή μου.

Ο στίχος σας λέει «εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία». Τελικά τι έγινε, την εγκαταλείψατε εσείς ή αυτή;
Το ποίημα αυτό, που δεν το θεωρώ από τα καλύτερά μου, το λάτρευε ο Οδυσσέας Ελύτης. Πολύ!. Και μου έχει πει και μου έχει γράψει ότι είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει. Εγώ το βρίσκω λίγο φαντεζίστικο. Όταν το έγραψα είχα ένα φόβο, ότι θα εγκαταλείψω την ποίηση και προσπαθούσα να δικαιολογηθώ, με δικαιολογίες που δεν ξέρω αν ήταν και σοβαρές. Τελικά απεδείχθη ότι ο φόβος ήταν απλώς φόβος, δηλαδή δεν εγκατέλειψα ποτέ την ποίηση παρά μόνο τώρα, μετά την εγχείριση, όπου έχω οχτώ χρόνια που δεν γράφω πια ποιήματα και ίσως να τελείωσε η ιστορία.
Ανέκαθεν πίστευα (κι αν θέλεις παρ’ το και σα χριστιανικό κατάλοιπο), ότι αυτό που λέμε «έμπνευση» είναι δώρο Θεού. Κάτι που οι υπερρεαλιστές δε δέχονται. Ο υπερρεαλιστής πιστεύει ότι ο ποιητής ελέγχει τις διαστάσεις του ποιήματός του: άμα θέλει το κάνει έτσι, άμα θέλει το κάνει αλλιώς. Αλλά εγώ δέχομαι ότι είμαι το χέρι που γράφει: από αλλού έρχεται η έμπνευση. Τώρα, από το ’98 που έχω να γράψω ποιήματα, έχω την εντύπωση, ότι τα πήρε ο Θεός και με άφησε έτσι. Και δε μπορώ να διαμαρτυρηθώ. Ήθελε πια να μου την κόψει την έμπνευση; Να μου την κόψει βρε αδερφέ! Πρώτα πρώτα πρέπει να είμαι υπερευχαριστημένος:  γράφω  παραδεκτά  ποιήματα επί πενήντα δύο χρόνια. Είναι πάρα πολλά. Όλο κι όλο το έργο του  Καβάφη  ξέρεις πόσα χρόνια πιάνει (εννοώ και τα παραδεδεγμένα και τα αποκηρυγμένα) ; Τριανταπέντε! Ναι! Άλλωστε μην ξεχνάς, είμαι πια σε μια τέτοια ηλικία (εβδομήντα έξι χρονών),  όπου ο Θεός σού κόβει και την έμπνευση, σου κόβει και τη μαλακία και σου λέει «αρκετά»!
«Αυτά να τα γράψεις!» τονίζει και γελάει.

Είναι γνωστό ότι είστε πολύ αυστηρός με τους ομότεχνους σας. Τόσα χρόνια σας ακούω να αμφισβητείτε είτε όλο το έργο τους, είτε μέρος αυτού. Καημό το ‘χω να σας ακούσω να μιλάτε με καλά λόγια για κάποιον.
Με τέτοια μυαλά η συζήτηση θα πάρει ώρες, διότι και εγώ είμαι αναλυτικός για το κάθε πραγματάκι που λες. Και που θα πάει αυτό; Τέλος πάντων...Η αλήθεια είναι ότι έχω πει διάφορα για πολλούς και μερικοί νομίζουν ότι τους έχω καταβαραθρώσει. Γελιούνται πάρα πολύ. Αν καταδικάζεις κάποιον στο σύνολο του έργου του, είσαι βλάκας. Όταν όμως λες ότι αρνιέμαι τον τάδε, αλλά παραδέχομαι πρώτα πρώτα τα τρία καλύτερα ποιήματά του, αυτό το «αλλά» μετράει. Έπειτα υπάρχουν και μεμονωμένοι στίχοι που ξεχωρίζεις. Ας πούμε ο Ρίτσος, με όλες τις φτήνιες που έχει στα γραπτά του, έχει γράψει τον εκπληκτικότερο στίχο που έχω διαβάσει από ποιητή και που λέει «ο ουρανός αρχίζει από το ψωμί». Τόσο απλό πράγμα, αλλά εγώ το θεωρώ πολύ σπουδαίο στίχο. Με αυτό το κριτήριο λοιπόν, δεν έχω αρνηθεί κανέναν απολύτως ποιητή εξ ολοκλήρου. Απλούστατα επιλέγω με ποσοτικά κριτήρια. Δηλαδή από τον Καβάφη, που λατρεύω, από το σύνολο των εκατόν πενήντα τεσσάρων παραδεκτών ποιημάτων του επιλέγω εβδομήντα αριστουργήματα. Από τον Σεφέρη, με τα ίδια κριτήρια, επιλέγω εννιά και αυτά τα λέω σοβαρά.

Δεν είναι βέβαια πολύ κολακευτικό αυτό για τον Σεφέρη...
Και τι σε νοιάζει; Εγώ μιλώ για τον εαυτό μου αυτή τη στιγμή! Καταδίκασέ με, πες μου, ότι δεν ξέρω τι μου γίνεται και τα λοιπά. Με τα ίδια κριτήρια, του Ελύτη επέλεξα τρία! Επίσης του Παλαμά που δεν τον χώνευα ποτέ, διαλέγω πέντε αριστουργήματα. Επί συνόλου βέβαια δεκαέξι ογκωδών τόμων! Θέλω λοιπόν να σου πω, ότι έχω κι εγώ ένα δικό μου Index. Εσύ αν θέλεις μπορείς να αμφιβάλλεις, μπορείς να είσαι σίγουρος, ότι τους αδίκησα. Κανενός το έργο δεν το δέχομαι σαν σύνολο. Κανενός!

Δεν υπάρχει ούτε ένας εν ζωή ποιητής που να εκτιμάτε το έργο του;
Μα πάντοτε, με τον Καββαδία, που ήμουν φίλος, τον θεωρούσα πολύ σπουδαίο. Τουλάχιστον πάνω από μισά ποιήματά του είναι εξαιρετικά. Ο Αναγνωστάκης επίσης.

Και οι δύο είναι πεθαμένοι. Για ζώντες πείτε μου.
Εγώ ήξερα τον Σαχτούρη που ήταν αρκετά αξιόλογος, εμένα δε μου μιλούσε πολύ. Αλλά ήταν ο τελευταίος για τον οποίο μπορούσα να συζητήσω. Τώρα τι; Να πω για τη γενιά του 70; Όχι δεν έχω να πω τίποτα. Και δεν μετανιώνω. Γενικότερα η ποίηση τον τελευταίο καιρό πέφτει πάρα πολύ χαμηλά, σε βαθμό ανυποληψίας, και όχι μόνο για το κοινό (το οποίο δε διαβάζει ποίηση) αλλά και για τους εκδότες που δε θέλουν να εκδίδουν ποιητικές συλλογές. Βέβαια το φαινόμενο δεν είναι φρέσκο, είναι παλιό. Από τότε που άρχισαν οι σουρεαλισταί αυτά τα «απ’ την καρδιά της πιπεριάς βγαίναν γαλάζια αυτοκίνητα». Από τότε ξεκίνησε αυτό το «Κύριε Ελέησον» το φρικτό. Σήμερα δε που κυριαρχεί εκτός από το σουρεαλισμό  κι αυτό που λέμε «το παράλογο» ή το «μεταμοντέρνο»... Πίστεψέ με δεν μπόρεσα να καταλάβω ούτε μια φορά τι θα πει «μεταμοντέρνο».  Τώρα πια που γίναν όλα ένα κουρκούτι εμετικό τι να διαλέξω; Μα τι; Καμιά φορά βρίσκω ένα ωραίο στίχο και λέω μπράβο. Αλλά άλλο είναι να γράφεις ένα ωραίο στίχο κι άλλο ένα ωραίο ποίημα κι άλλο μια ολόκληρη συλλογή».
Σκέφτομαι να αλλάξουμε θέμα και τον ρωτάω για κάτι που προκάλεσε τα πολύ αρνητικά σχόλια (και νομίζω ότι είχαν δίκιο) αρκετών ανθρώπων που εκτιμούν το έργο του.

Η  ιστορία με το τραγούδι πώς προέκυψε τώρα; Πώς σας ήρθε σ’ αυτή την ηλικία να γυρίζετε την Ελλάδα και να τραγουδάτε ρεμπέτικα σε συναυλίες;
Θέλεις να πεις ότι το κάνω από ματαιοδοξία;

Θέλω να πω γιατί τραγουδάτε; Γιατί δεν ασχολείστε μόνο με το θεωρητικό κομμάτι που το ξέρετε καλά;
Έχω δουλέψει πάρα πολύ σε θεωρητικό επίπεδο (έχω γράψει οχτώ βιβλία για το ρεμπέτικο και τον Τσιτσάνη, χώρια οι μικρομελέτες) αλλά αυτό δεν αρκεί. Γι’ αυτό και σκέφτηκα και εμπράκτως να κάνω μια κομπανία στην οποία είμαστε τέσσερις. Ταιριάζουν τα χνότα μας, έχουμε τα ίδια ιδανικά (μας αρέσει μόνο ο Τσιτάνης κι όχι τα άλλα ρεμπέτικα κλπ.). Τους έμαθα λοιπόν πως να τραγουδούν πιο σοβαρά και πιο σωστά γιατί το ρεμπέτικο στις ταβέρνες έχει χαλάσει. Με ρωτάς για ενστικτώδεις ανάγκες, τις οποίες ικανοποίησα όταν μπόρεσα να γλιτώσω από άλλα τέρατα, (εννοώ το κλείσιμο της Μικρής Πινακοθήκης όπου για είκοσι πέντε  χρόνια ήμουν δούλος των ζωγράφων).

Θέλατε δηλαδή να το κάνετε νωρίτερα αλλά δεν μπορούσατε;
Ναι. Κι όχι τώρα απλώς δε μετάνιωσα, αλλά είδα ότι αποδίδω κιόλα.

Θεωρείτε τον εαυτό σας καλό τραγουδιστή;
Όχι βέβαια! Για όνομα Θεού. Ίσα ίσα που η μετριότητα της φωνής που είχα στα νιάτα μου προστέθηκε και στη μετριότητα των γηρατειών μου, όπου είμαι κάτι εξωφρενικό.

Μα τότε γιατί τραγουδάτε;
Γιατί, αντίθετα, ο κόσμος πολύ με γουστάρει.

Και είναι αρκετό αυτό;
Φαίνεται ότι παρά τα μειονεκτήματα της φωνής μου έχω πετύχει να αποδίδω σωστά όλα αυτά τα τραγούδια. Αλλά από την άλλη μεριά είσαι κι εσύ άκρως κακεντρεχής...
Ειλικρινής είμαι.
...γιατί αγνοείς ότι αυτό το πράγμα βγαίνει από μέσα μου και δε γίνεται από μωροφιλοδοξία αλλά από ανάγκη ψυχής η οποία ευτυχώς έχει πολύ θετικά αποτελέσματα. Γιατί  θα μπορούσα να είμαι persona renticoloza, να με ακούει ο κόσμος και να ξεκαρδίζεται. Αλλά δεν τολμάει. Κανείς δεν τολμάει. Και με πολλούς που έχω μιλήσει πιστεύουν ότι τραγουδώ ωραία Κι εγώ βεβαίως ξεκαρδίζομαι και λέω «ευχαριστώ πολύ». Πιστεύω ότι η φωνή μου είναι μετριοτάτη αλλά ευτυχώς καταφέρνω και την κουμαντέρνω σε υποφερτά επίπεδα.

Θέατρο και κινηματογράφο εξακολουθείτε να μη βλέπετε;
Καθόλου! Μόνο πρόσφατα πήγα και είδα την Ευδοκία του Δαμιανού και μου άρεσε πολύ.
Και συμπληρώνει αμέσως «Τηλεόραση δε βλέπω, ραδιόφωνο δεν ακούω, εφημερίδα δε διαβάζω».

Και πώς ενημερώνεστε;
Απλούστατα δεν ενημερώνομαι. Σε πειράζει; Και είμαι πανευτυχής. Όχι απλώς δεν έχασα τίποτα με αυτό αλλά κέρδισα την ηρεμία μου. Το πολύ πολύ να ακούσω καμιά κασέτα. Μια φορά με βρήκε στο δρόμο ένας καθωσπρέπει κύριος και μου λέει «πόσο χαίρομαι κύριε Χριστιανόπουλε που σας γνωρίζω». Του λέω «με συγχωρείτε, ποιος είστε;», «αχ» λέει, «δεν με ξέρετε; Είμαι ο πρώην πρόεδρος της δημοκρατίας». Λέω «με συγχωρείτε αλλά δεν έχω τηλεόραση, δε σας είδα ποτέ».
Είμαι σαν ένα βόδι, που δεν ενημερώνεται αλλά κάνει καλά τη δουλειά του.

Ισχυρίζονται πολλοί ότι είστε απόλυτος.
Βεβαίως είμαι απόλυτος. Θα προτιμούσαν αν είμαι ξυπόλητος; (γέλια).
Αλλά να μη με θέλουν σαν τα μούτρα τους μόνο και μόνο επειδή μ’ αγαπούνε.Και να σου πω την αλήθεια από τις ποικίλες ενστάσεις που έχω δεχτεί ως τώρα δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Εγώ έχω το δίκιο κι αυτοί το άδικο!

Ισχυρίζονται ακόμα ότι συχνά λέτε πράγματα για να προκαλέσετε.
Είναι χαζό αυτό που λένε. Εγώ δε θέλω να προκαλέσω ποτέ. Απλούστατα τα λόγια μου εκλαμβάνονται ως προκλητικά. Εγώ τι φταίω; Ξέρεις γιατί; Γιατί δε λέω αυτά που θέλουν να ακούσουν.

Δηλαδή όταν είπατε, αρχές της δεκαετίας του ΄90, ότι θεωρείτε την ομοφυλο-φιλία σας διαστροφή, δεν το κάνατε για να προκαλέσετε;
Καθόλου! Το είπα γιατί το πίστευα.

Εξακολουθείτε να το πιστεύετε ακόμα;
Βεβαιότατα. Διότι δεν είμαι κουλτουριάρης. Οι κουλτουριάρηδες το θεωρούν «το δικαίωμα της απόκλισης». Και τι θα πει αυτό; Η δική μου άποψη περί διαστροφής είναι ίσως λίγο χριστιανική γι’ αυτό και εξοργίζονται. Τους είπα λοιπόν, (σε μια εκδήλωση που με φώναξαν για να μιλήσω), ότι η ομοφυλοφιλία είναι διαστροφή κι όποιος είναι ομοφυλόφιλος είναι διεστραμμένος. Ε, μόνο που δε βγήκαν να με δείρουν! Με κρύψανε. Το τι έχω πάθει εγώ στη ζωή μου από τις αδερφές δε λέγεται. 

Γενικότερα είχατε αντιπαλότητες με αρκετό κόσμο.
Με έχουν συκοφαντήσει με το τσουβάλι. Ένας άνθρωπος που έκανε ένα τόσο σημαντικό έργο δεν είναι δυνατό να μη δεχτεί συκοφαντίες. Αλλά εις πείσμα όλων αυτών εξακολουθώ να παραμένω μόνος και σκέτος. Δηλαδή να μην είμαι σε κλίκα, σε ομάδα, σε κόμμα, να μην εκφράζω κανενός τη γνώμη παρά μόνο τη δίκη μου.

Φίλους έχετε;
Βεβαιότατα! Ξέρεις πόσες φορές μου έχει τύχει να περπατάω στην Εγνατία και να έρχονται άνθρωποι να μου φιλούν το χέρι; Και τι: γεροντάκια! Ναι. Κι εγώ να αρνιέμαι και να λέω «με συγχωρείς αλλά δεν είμαι Πατριάρχης».Φίλους έχω πάρα πολλούς κι αυτοί είναι που με στήριζαν. Ας μην πούμε μ’ αγαπούσαν  γιατί η λέξη είναι ύποπτη.

Πηγή:  http://indexonline.gr/