Σήμερα έπιασα στα χέρια μου τη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου μετά από... 20 χρόνια. Παλιά όλο και κάτι γάζωνα σε αυτή, ρουχαλάκια πρόχειρα, με ντιζάιν ράσου στο πιο χίπικο. Τώρα την επισκεύασα, μπας και τη χρησιμοποιήσω πάλι για απλά γαζιά σε μικροδουλειές του νοικοκυριού. Θυμήθηκα μια εποχή που η μοδίστρα ερχόταν σπίτι μας κι έραβε σε όλους μας ρούχα, θυμήθηκα τη μάνα μου να αγοράζει υφάσματα, τις καρφίτσες στα στριφώματα να με κεντάν στις γάμπες. Άλλη εποχή.
Ο άγριος καπιταλισμός τα πήρε όλα αυτά, τις μοδίστρες, τις φόδρες, τα εξάωρα στην κουζίνα με τη ραπτομηχανή σε πλήρη περιστροφή, και τα εξαφάνισε. Άγριος γιατί μας ξέμαθε από το να έχουμε επαφή με το προίόν που χρησιμοποιούμε. Μας έμαθε αντίθετα να έχουμε μια εντελώς αλλοτριωμένη σχέση με το προϊόν, να το προμηθευόμαστε χωρίς προσωπική συμμετοχή πέραν αυτής που υπαγορεύει ποια μάρκα να προτιμήσω στο σούπερ μάρκετ ή στη βιτρίνα του πολυκαταστήματος (mall, το λένε πια). Τόσο βαθιά αλλοτριωμένη σχέση, ώστε να χάσουμε κάθε επαφή με τη διαδικασία παραγωγής ή κατασκευής το κάθε αγαθού και να θεωρούμε κεκτημένο δικαίωμά μας ότι θα το βρούμε όποτε και όπου θέλουμε, όπως θέλουμε, για να το καταναλώσουμε χωρίς την παραμικρή περίσκεψη. Χωρίς επίσης να μας απασχολεί ούτε το πού πάει το κατάλοιπο όσων καταναλώσαμε. Έτσι τρώμε ντομάτες στο καταχείμωνο, φράουλες το Φλεβάρη, πετάμε τους πλαστικούς κεσέδες από το γιαούρτι και τις fresh pack συσκευασίες στα σκουπίδια, κι όλα φαντάζουν εύκολα και ειδιλλιακά.
Ο άγριος καπιταλισμός βρίσκει την πιο λυσσαλέα του έκφραση στη λειτουργία αυτή της κατανάλωσης, που παράγει ανθρώπους ανίκανους να αυτο-συντηρηθούν και τόνους παράλογων αποβλήτων. Η ερώτηση "από πού προ-έρχεται αυτό το πράγμα;" φαντάζει το ίδιο περιττή με το "πού πηγαίνει, πού καταλήγει". Έχει χαθεί η διαδρομή που συνδέει τον άνθρωπο και τις κοινωνίες με το παρελθόν και το μέλλον τους. Δημιουργήσαμε υπέροχες κοινωνίες του εφήμερου που πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα με όλες αυτές τις άυλες κρίσεις που ζούμε σήμερα.
Έτσι επέστρεψα στη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου, έστω με γυαλιά πρεσβυωπίας κι αναστοχάζομαι. Επέστρεψα στο να μην πετάω τίποτα, όσο μπορώ. Να το χαρίζω, να το ξαναχρησιμοποιώ, να το κάνω λιπασματάκι. Κι ακόμα έχω δρόμο, γιατί ο εθισμός της μιας χρήσης είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμηθεί.
Θα σας πω ένα παράδειγμα: ας πούμε ότι βάζω στις ντουλάπες το καλοκαίρι αντισκωρικά για τα ρούχα, όπως όλοι. Αγοράζω τα προϊόντα από το σούπερ μάρκετ, κάτι πλαστικούρες που έχουν κάτι έντονες χημικές αναθυμιάσεις και κοιμάμαι ήσυχη ότι οι σκώροι δε θα φάνε τα ρουχαλάκια μου για κάποιους μήνες. Τον επόμενο χρόνο πετάω τις προηγούμενες πλαστικούρες κι αγοράζω άλλες, με νέα πιο έντονη χημική αναθυμίαση. Και πάει λέγοντας. Εξαρτώμαι από το προϊόν και το φόβο του σκώρου όλο και περισσότερο, υπνωτίζομαι απ' τη διαφήμιση χωρίς να το αντιληφθώ κτλ. Κι έχω ξεχάσει το αυτονόητο: ότι η φυσική λεβάντα είναι πιο αποτελεσματική για το σκώρο από όλα τα χημικά, την αγοράζεις χύμα και πάμφθηνα σε μαγαζιά με βότανα, όπως του κύριου Μανώλη, εδώ στο Μαρούσι, και την βάζεις μέσα σε παλιές κάλτσες ή πουγκάκια από τουλπάνι ή ακόμα και σε αυτές τις ίδιες πλαστικούρες που ήταν τα χημικά αντισκωρικά. Το 'χω ξεχάσει, γιατί έχω ξεμάθει να ενεργώ ή ίδια για την οικο-νομία μου, εντελώς υλικά και καθόλου άυλα. Να εργάζομαι εγώ η ίδια με υπαρκτική αυτενέργεια ώστε να νέμω τα του οίκου μου.
Μήπως είναι κατάλληλος καιρός να αυτοπροσδιοριστούμε, ξεκινώντας από πρακτικά πραγματάκια της οικιακής μας οικονομίας; Να ξαναβρούμε τη χαρά και την ευθύνη, όπως οι παλιές γυναίκες, ότι κάνω - πάντα υλικά και καθόλου άυλα - "κουμάντο" στο σπίτι μου; Κουμάντο στη ζωή μου; Όχι στο μοναχικό διάδρομο του σούπερ μάρκετ αλλά στη συναναστροφή την ανθρώπινη, στη συνεργασία;
Αυτά... και καλό κουμάντο με τον Σεπτέμβρη που έρχεται...