H προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του Νίκου Καββαδία σημαδεύτηκαν από τη γέννησή του εκτός Ελλάδας, από την επιστροφή του σε αυτήν και από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας. Ας τα δούμε ένα ένα. Το 1914, στις αρχές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η οικογένεια του που ζούσε στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη στην Μαντζουρία, στην περιοχή του Χαρμπίν που ήταν τότε στρατιωτική βάση των Ρώσων, επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά, το νησί της καταγωγής της. Την αποτελούσαν οι γονείς και τα τρία τους παιδιά: η Τζένια, ο Νίκος, κι ο Μίκιας. Ο Χαρίλαος, ο πατέρας, ξανάφυγε στη Μαντζουρία για να τακτοποιήσει τις εκκρεμείς οικονομικές υποθέσεις του. Είχε ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, διακινώντας τρόφιμα και άλλα καταναλωτικά αγαθά. Παράλληλα, τροφοδοτούσε τον στρατό του τσάρου Νικόλαου Β΄, στον οποίο υπηρετούσε ως έφεδρος αξιωματικός.
Η Δωροθέα, η μητέρα, καταγόταν από οικογένεια εφοπλιστών, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο βοηθούσαν τους πρόσφυγες που έφθασαν από την ξενιτιά. Ωστόσο, ο τετραπέρατος έμπορος όχι μόνο δεν κατάφερε να σώσει την περιουσία του, αλλά στη δίνη της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου που ακολούθησε διώχτηκε και φυλακίστηκε από τους μπολσεβίκους. Όταν το 1920 επέστρεψε στην Ελλάδα, ακολουθώντας τα υπολείμματα του τσαρικού στρατηγού Βράνγκελ, ήταν άρρωστος από τις κακουχίες και βεβαίως άκρως αντικομμουνιστής.
Μετά την Κεφαλονιά, η οικογένεια μετακόμισε στον Πειραιά. Σε μια προσπάθεια ύστατη να επιβιώσει ο Χαρίλαος Καββαδίας συνεταιρίστηκε με έναν ρώσο πρόσφυγα από την Πετρούπολη, ανοίγοντας ένα μπακάλικο στο Πασαλιμάνι, το οποίο όμως έκλεισε γρήγορα. Ωστόσο, ο μικρός Νίκος και τα αδέλφια του (είχε ήδη γεννηθεί και ο μικρότερος αδελφός, ο Αργύρης), πήγαν σε ιδιωτικά σχολεία και μεγάλωσαν σε άνετο περιβάλλον. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Νίκο να συμπαθήσει από νωρίς την Αριστερά. Φαίνεται πως η επαφή του με τους πρόσφυγες, εκείνους της Μικρασίας και τους άλλους της Ρωσίας, υπήρξε καθοριστική για την ανάπτυξη της ψυχοσύνθεσής του και κατά συνέπεια της ιδεολογίας του. Και οι μεν και οι δε ζούσαν με το όραμα της επιστροφής στα πάτρια εδάφη, μη θέλοντας να παραδεχτούν πως η Ιστορία άλλα τους επιφύλασσε και πως το ξεσπίτωμά τους ήταν οριστικό.
Οι πολυάριθμοι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής είχαν πλημμυρίσει τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά κι ο Νίκος που έβλεπε την προσπάθειά τους να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, τη μάλλον εχθρική, αφού οι ντόπιοι κάτοικοι τους έδειχναν πως είναι ανεπιθύμητοι, συμμεριζόταν το δράμα τους. Πρόσφυγας, κατ’ ουσίαν ο ίδιος, κι ας είχε οικογενειακές ρίζες στην Ελλάδα, επομένως και ποικίλα στηρίγματα, δεν μπορούσε να μείνει απαθής σε όσα συνέβαιναν. Παράλληλα, παρακολουθούσε τη φθίνουσα πορεία, σωματική και επαγγελματική, του πατέρα του, ο οποίος προσπαθούσε να ορθοποδήσει ζητώντας δουλειά και βοήθεια από τους εύπορους συγγενείς του. Η απροθυμία τους να τον συνδράμουν τον οδήγησε στο ξεπούλημα των κοσμημάτων της συζύγου του και των άλλων πολύτιμων αντικειμένων τους. Τελικά, αφού έκανε τον τροφοδότη σε πλοία συγγενών του, ο Χαρίλαος Καββαδίας πέθανε το 1929, αφήνοντας την οικογένεια χωρίς προστάτη.
Ο μικρός αδελφός, ο Αργύρης, μπαρκάρισε κι αργότερα έγινε καπετάνιος. Τη θάλασσα διάλεξε και ο Νίκος, ο οποίος όμως, ενώ οι συγγενείς του τον προόριζαν για καπετάνιο, έγινε ασυρματιστής. Κι αυτό επειδή φοβόταν τις ευθύνες που απορρέουν από τα καθήκοντα του καπετάνιου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για το καράβι, το πλήρωμα και το φορτίο. Το ξεκίνημα του Νίκου ως ναυτικού –είχε εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και την εγκατέλειψε για να εργαστεί σε ναυτιλιακό γραφείο–, συνέπεσε με τον θάνατο του πατέρα του. Μπαρκάρισε ναυτόπαις μ’ ένα φορτηγό, το «Άγιος Νικόλαος». Εκεί, στο καράβι, η σκληρή ζωή της θάλασσας και η μιζέρια στην οποία ζούσαν οι σύντροφοί του, εμπέδωσαν για τα καλά την αριστερή ιδεολογία του. Η ευαισθησία του είχε πλέον μετεξελιχθεί σε ουμανισμό που τον έκανε να συνταχθεί με το μέρος των προλετάριων. Ήδη η έντονη προδιάθεση αλληλεγγύης για τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τον ώθησαν να καλλιεργήσει το ποιητικό του ταλέντο, το οποίο ύμνησε τους αδικημένους και τους απόκληρους της γης.
Όταν το 1933 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, το περίφημο «Μαραμπού», το βιβλίο έπεσε σαν πέτρα στα τελματωμένα νερά της ελληνικής ποίησης, τη γεμάτη απαισιοδοξία και σκεπτικισμό. Οι καινούργιες λέξεις του –λέξεις από τη ναυτική αργκό–, τα ταξίδια, οι περιπέτειες που αφηγείται –κάθε ποίημα και μια ιστορία–, ο εξωτισμός, η άγρια ομορφιά των περιγραφών του, γοήτευσαν αναγνώστες και κριτικούς. Σύντομα το όνομά του έγινε πασίγνωστο στους κύκλους των διανοουμένων, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στη στεριά, ταξίδευαν μόνο με την φαντασία τους, ανίκανοι να δουν και να βιώσουν όσα είδε και βίωσε εκείνος ο 23χρονος νεαρός. Αργότερα, κάποιοι κατηγόρησαν τον ποιητή για αδιαφορία απέναντι στα γεγονότα που κατά καιρούς συγκλόνιζαν την Ελλάδα και τον κόσμο. Ανάμεσά τους και ο αριστερός ναύτης πεζογράφος Βασίλης Λούλης. Του καταλόγισαν πως μοναδικός του στόχος ήταν ο εξωραϊσμός της ναυτικής ζωής, πως προσπάθησε να εντυπωσιάσει τους ανίδεους στεριανούς με φανταχτερές περιγραφές λιμανιών και τόπων, με τέρατα και σημεία, τη στιγμή που οι ναυτικοί αντιμετώπιζαν εν πλω μύρια όσα βάσανα και κακουχίες.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Στο «Μαραμπού» πράγματι δεν υπάρχουν πολιτικές νύξεις, πολιτικές θέσεις και ιδεολογικές αναφορές. Ωστόσο, γίνεται αμέσως αντιληπτή η συμπάθειά του προς τον πάσχοντα άνθρωπο, τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Στους στίχους του εκεί τον βρίσκουμε να εκφράζει την αλληλεγγύη του προς τους κολασμένους της θάλασσας (ναύτες, καπεταναίους, πιλότους), τους νέγρους, τους αλκοολικούς, τους ναρκομανείς, τις πόρνες, τους απόκληρους της ζωής, τους απελπισμένους, τους απογοητευμένους .
Ορισμένα από τα ποιήματα του «Μαραμπού» γράφτηκαν την εποχή που ο Καββαδίας εργαζόταν στη στεριά, και άρα ήταν καρποί της αχαλίνωτης φαντασίας του. Διότι, δεν μπορούσε να γνωρίζει το πουλί μαραμπού, της τάξης των πελαργοειδών, το οποίο ζούσε στις θερμές χώρες της τροπικής Αφρικής, όπου βέβαια δεν είχε πάει.
Αναμφίβολα, ο Καββαδίας δεν έμεινε ασυγκίνητος στα όσα συνέβαιναν γύρω του. Εκτός από τον ποιητή της θάλασσας, εκτός από τον ερωτικό Καββαδία, υπάρχει και ο πολιτικός Καββαδίας, ο ναυτικός που δεν ήταν αδιάφορος ούτε για τα πάθη των συντρόφων του στα καράβια ούτε για το δράμα του ελληνικού λαού στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ο ίδιος, με την κήρυξε του πολέμου στρατεύθηκε και υπηρέτησε τη θητεία του στο αλβανικό μέτωπο, οδηγώντας ένα μουλάρι. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια, ταλαιπωρημένος και πεινασμένος. Στα χρόνια της Κατοχής που δεν μπορούσε να μπαρκάρει οργανώθηκε στο ΕΑΜ και αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Τότε δημοσίευσε στο παράνομο αριστερό περιοδικό Πρωτοπόροι το ποίημα «Αθήνα 1943», όπου μιλούσε για το κλίμα στην κατοχική πρωτεύουσα, για τις ελπίδες των υπόδουλων Ελλήνων που καρτερούσαν την απελευθέρωση.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, διετέλεσε γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών και άρχισε συνεργασία με το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, όπου δημοσίευσε το ποίημα «Αντίσταση» με αναφορές στην Κόκκινη Κίνα (όρος που προήλθε από την επανάσταση του Μάο), στα Δεκεμβριανά και στον Άρη Βελουχιώτη, τον οποίο συγκρίνει με τον Αθανάσιο Διάκο και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αυτά τα δύο ποιήματα, παρά την λογοτεχνική και συναισθηματική τους αξία, δεν μπήκαν στις επόμενες συλλογές του, το «Πούσι» του 1947 και το «Τραβέρσο» του 1975, επειδή ο ίδιος πίστευε πως τα ποιήματα που μοιάζουν με μπροσούρες, δηλαδή με πολιτικά-προπαγανδιστικά άρθρα, δεν πρέπει να μπαίνουν σε βιβλία.
Αντιθέτως, δημοσιοποίησε δύο άλλα πολιτικά του ποιήματα, το «Federico Garcia Lorca» που δημοσιεύτηκε πάλι στα Ελεύθερα Γράμματα και μπήκε στο «Πούσι» και το «Guevara» που δημοσιεύτηκε μεταδικτατορικά στο περιοδικό Θούριος της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» και μπήκε στο «Τραβέρσο». Στο πρώτο που έχει ως κύριο θέμα τη δολοφονία του ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα τον Αύγουστο του 1936 από τους φαλαγγίτες του στρατηγού Φράνκο, μιλάει για τους εθελοντές των Διεθνών Ταξιαρχιών που πήγαν στην Ισπανία να πολεμήσουν στο πλευρό των δημοκρατικών, για την καταστροφή της πόλης των Βάσκων Γκερνίκα από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1937, για τους εκτελεσμένους από τα στρατεύματα κατοχής έλληνες πατριώτες στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944 και για τη σφαγή του Διστόμου, πάλι από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Το δεύτερο γράφτηκε το 1972 στην Έφεσο κι έχει ως κεντρικό θέμα τον θάνατο του αργεντινού επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που σκοτώθηκε στη Βολιβία τον Οκτώβριο του 1967. Σε αυτό αναφέρεται ξανά τον Λόρκα, στον κουβανό ποιητή κι αγωνιστή Χοσέ Μαρτί, στον εθνικό ήρωα της Κούβας, και στον απελευθερωτή πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής Σιμόν Μπολίβαρ.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου, ταξίδευε ως ασυρματιστής με το επιβατηγό «Κορινθία», το οποίο έκανε τη γραμμή Πειραιάς-Αλεξάνδρεια-Γένοβα-
Πάντως, ο Καββαδίας, μολονότι έλειπε συχνά, ταξιδεύοντας, ήταν απολύτως ενημερωμένος για το τι συνέβαινε στη χώρα. Αυτό φαίνεται από μια μεγάλη συνέντευξη που έδωσε τον Μάρτιο του 1967 σε δύο αριστερούς φοιτητές, τον Γεράσιμο Ρηγάτο και τον Γιάννη Καούνη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πανσπουδαστική. Αφού απαντάει σε διάφορες ερωτήσεις (για την ποίηση, τη λογοτεχνία, τον πόλεμο του Βιετνάμ), χαρίζει στους δύο φοιτητές ένα χειρόγραφο ποίημα με τον τίτλο «Σπουδαστές». Σε αυτό έχει τους εξής στίχους:
«Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά/σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη σπιλιάδα. /Πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά/ και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα».
Ο τελευταίος στίχος αναδεικνύει τις γνώσεις του για τα πολιτικά πράγματα μα φανερώνει και τις προφητικές του ικανότητες σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις, αφού πρόβλεψε την κήρυξη της στρατιωτικής δικτατορίας που έγινε τον επόμενο ακριβώς μήνα, κάτι που οδήγησε στην ανατροπή του Μακάριου και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Κι αυτό τη στιγμή που αρκετοί Έλληνες αριστεροί, πολιτικοί ή πολιτικολογούντες –σοφοί υποτίθεται, άνθρωποι που είχαν ταχθεί στο να υπηρετούν το λαό και να τον καθοδηγούν–, διαβεβαίωναν τους ανησυχούντες πως δεν υπάρχει κίνδυνος πραξικοπήματος.
Μπορούμε να πούμε πως η τελευταία πολιτική του πράξη, ήσσονος σημασίας, ωστόσο, ήταν η υπογραφή που έβαλε εναντίον της επιστροφής του βασιλιά. Πράγματι, εν όψει του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου για τη μοναρχία, πήγε και υπέγραψε τη σχετική διακήρυξη μιας αριστερής αντιμοναρχικής κίνησης, προσκείμενης στην ανανεωτική αριστερά.
Ο Καββαδίας ήταν πριν από όλα ανθρωπιστής. Όταν δεν ασχολιόταν με την πολιτική, διοχέτευε τα αποθέματα της αγάπης του προς δύο κατευθύνσεις: τη θάλασσα και τις γυναίκες. Ειδικά, στη Βάρδια, ένα παράξενο και γοητευτικό αφήγημα, προσπαθεί να απομυθοποιήσει τη ναυτική ζωή, αλλά αυτό που κατορθώνει είναι να την κάνει ακόμα πιο γοητευτική, πιο ελκυστική. Η Βάρδια θεωρείται μυθιστόρημα, μα με την κλασική έννοια δεν είναι. Εκεί, κάθε ναυτικός μπορεί βρει κομμάτια από τον εαυτό του, επειδή ο Καββαδίας μιλάει για τα βιώματά του που λίγο πολύ είναι κοινά για όλους τους ναυτικούς. Σε αυτό, η γυναίκα παρουσιάζεται ως πλάσμα γήινο και εξωγήινο, ως άγγελος και ως σατανάς, ως Παναγία και ως μέγαιρα.
Τις γυναίκες τις γνώριζε στα λιμάνια κι ήταν κυρίως γυναίκες που ασκούσαν το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Στο πρώτο κιόλας ποίημά του, το «Μαραμπού», μιλάει γι’ αυτές και δείχνει πως η σχέση του μαζί τους ήταν αγάπης-μίσους. Ξέρουμε όμως πως τις γυναίκες τις λάτρευε. Πιο πολύ αγαπούσε τις τρεις γυναίκες της οικογένειάς του. Τη μητέρα του Δωροθέα, την αδελφή του Τζένια –πεζογράφο, κριτικό και μεταφράστρια–, τον λογοτεχνικό του σύμβουλο που φρόντιζε την επιμέλεια των γραπτών του, και την ανιψιά την Έλγκα. Για τη μητέρα του κάνει μερικές νύξεις στα ποιήματά του. Στο «Θεσσαλονίκη» γράφει «Εχτός από τη μάνα σου κανείς δεν σε θυμάται, σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού». Στο «Yara yara» γράφει «Βίρα, Κεφαλονίτισσα, και μάινα το καντήλι». Στο «Σπουδή θαλάσσης» γράφει «Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας, είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά».
Ο θάνατος του Νίκου Καββαδία σε μια κλινική δεν ήταν όπως τον ήθελε, ούτε βέβαια η κηδεία του στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας ήταν όπως την οραματιζόταν. Αντί για έναν τάφο στη θάλασσα, βαθιά, στις μακρινές Ινδίες, σύμφωνα με το ποίημά του «Mal du Depart», κηδεύτηκε όπως οι στεριανοί, και είχε «ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ», και μια κηδεία, «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες». Κάτι σχετικό σημειώνει και στο ποίημα «Πικρία», που το έγραψε στις 7 Φεβρουαρίου 1975, λίγες μέρες προτού πεθάνει. Εκεί, στην τελευταία στροφή, απευθυνόμενος στον εαυτό του, λέει: «Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,/ δυο μέτρα καραβόπανο και αριστερά τιμόνι». Να θυμηθούμε πως τότε, όταν πέθαινε κάποιος ναυτικός, τον τυλίγανε με καραβόπανο, τον έβαζαν πάνω σε σανίδες και –αφού κάποιος από τους συντρόφους του διάβαζε προσευχές–, τον έριχναν στη θάλασσα, όπου χανόταν στο βυθό υπό το βάρος των παλιοσίδερων που του είχαν κρεμάσει. Πάνω στον τάφο του, ο φίλος του ναυτεργάτης Χρήστος Παντελίδης τον αποχαιρέτησε με ένα ποιητικό επικήδειο που άρχιζε «Αγαπημένε μας, σύντροφε ποιητή!» και τελείωνε ως εξής: «Για κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου σού αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο από τα μάτια μας θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…» Ίσως τους ποιητικότερους χαρακτηρισμούς για τον Καββαδία κάνει στο προαναφερθέν κείμενό του ο Τσίρκας που τον αποκαλεί, «νοσταλγό των μεγάλων οριζόντων, άδολο ποιητή για την αδελφοσύνη ανάμεσα σ’ όλες τις φυλές και σ’ όλους του ανθρώπους του μόχθου και του πνεύματος».
Πηγή: indexonline