Είκοσι πέντε χρόνια μετά, και περίπου επτά χιλιάδες
όργανα αργότερα, κατασκευάζει τις κιθάρες JOKER, υλοποιώντας ένα όνειρο ζωής.
Μέσα σ' αυτή την πολύχρονη ενασχόληση, είχε την ευκαιρία να δεί αξιόλογα
όργανα, να τα παρατηρήσει και να τα μελετήσει, να συναντήσει σπουδαίους
μουσικούς και να ακούσει τις απόψεις τους για το ζητούμενο ήχο και τέλος να
συνεργαστεί στον τομέα της βαφής με τους καλύτερους κατασκευαστές μουσικών
οργάνων της εποχής του. Οι κιθάρες JOKER είναι το απόσταγμα όλης αυτής της
πλούσιας εμπειρίας, πολύ περισσότερο της αγάπης του για τα παλαιά όργανα και
τον vintage ήχο.
Κ.Κ: Ήμουν φοιτητής στη Γεωπονική σχολή Αθηνών όπου συνάντησα τον Peter Πλατή, έπαιζε κι αυτός κιθάρα και φτιάξαμε συγκρότημα. Αργότερα αυτός παράτησε τη σχολή κι έπιασε δουλειά σαν πωλητής στον Βαγγέλη τον Καγμάκη. Ο Βαγγέλης είχε ξεκινήσει να φτιάχνει κάτι ηλεκτρικές κιθάρες και είχε πρόβλημα με το φινίρισμα. Ο Peter γνωρίζοντας ότι έχω μια προϋπηρεσία στο αντικείμενο, (ο πατέρας μου είχε συνεργείο αυτοκινήτων και από μικρός δούλευα τα καλοκαίρια βοηθός στο βαφείο) μ’ έφερε σ’ επαφή με το Βαγγέλη, κι έτσι ξεκίνησα. Κόλλησα αμέσως με το αντικείμενο και γρήγορα το είδα σαν μια εναλλακτική για βιοπορισμό, γιατί η Γεωπονική δεν μου άρεσε έτσι κι αλλιώς. Μιλάμε για το 1984 και μετά, εποχή που δεν υπήρχε το internet με τα site οργανοποιών, εργοστασιακά factory tours και το youtube που στην κυριολεξία σπέρνουν την πληροφορία. Τότε το ερώτημα παρέμενε ερώτημα επί μακρόν και για να το απαντήσεις έπρεπε να πάρεις ένα δρόμο (που μπορεί να ήταν και λάθος) όπου θα σ’ έβγαζε σ’ ένα μονοπάτι και αυτό κάπου αλλού και ούτω καθ’ εξής ώσπου μετά από πολύ καιρό και πολύ κόπο να θεωρούσες ότι κάπου έφθασες. Η πληροφορία και η φωτογραφία ήταν σπάνιες και δυσεύρετες. Τα do it yourself βιβλία της εποχής παρέπεμπαν σε υλικά που δεν υπήρχαν στο Ελληνικό εμπόριο και φωτογραφίες σχετικές με το αντικείμενο υπήρχαν μόνο στα τεχνικά άρθρα του περιοδικού Guitar player και του Frets που δεν ερχόταν επισήμως, ευτυχώς ο Βαγγέλης είχε αρκετά τεύχη γιατί τότε ήταν συνδρομητής. Αλλά ακόμα και σε επαγγελματίες της βαφής αν απευθυνόσουν αργά η γρήγορα καταλάβαινες την ανεπάρκεια τους γιατί δείχνοντας τους φωτογραφίες οργάνων η ακόμα και όργανα, σου έλεγαν …δεν ξέρω. …δεν γίνεται…δεν το έχω κάνει ποτέ. Δεν μαθήτευσα λοιπόν πουθενά, απλά κάθε φορά συνέκρινα το αποτέλεσμα με το ζητούμενο που ήταν το επίπεδο του εργοστασιακού φινιρίσματος. Το σημερινό επίπεδο της δουλειάς μου είναι αποτέλεσμα μακράς κι επίπονης προσπάθειας έρευνας και πειραματισμού.
Κ.Κ: Το 1990 η δουλειά πέρασε μεγάλη κρίση. Σας θυμίζω ότι η μοναδική μου δραστηριότητα ήταν η βαφή ηλεκτρικών οργάνων, είχα ασχοληθεί επίσης για δυο τρία χρόνια και με το πιάνο (πρέπει να έχω βάψει καμμιά εικοσαριά) αλλά σταμάτησα. Πριν το 90 η Fender κυκλοφόρησε τα πρώτα made in Japan όργανα, είχαν μεγάλη διαφορά τιμής απ’ τα Αμερικάνικα κι έγιναν πολύ δημοφιλή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια «απόσυρση» οργάνων που μέχρι τότε υπήρχαν, και την αντικατάστασή τους με καινούργια σε μικρό χρονικό διάστημα. Έτσι λοιπόν η δουλειά συρρικνώθηκε πολύ, πράγμα το οποίο με ανάγκασε να αναζητήσω μεροκάματο αλλού πάλι σαν βαφέας αλλά όχι μουσικά όργανα. Το εργαστήριο το κράτησα βέβαια και μέσα σ’ ένα χρόνο, ήταν το 92, αποφάσισα να δοκιμάσω το χώρο των παραδοσιακών οργάνων, πράγμα που πριν ούτε μου πέρναγε απ’ το μυαλό. Μάλιστα εμείς του χώρου των ηλεκτρικών κιθαρών και του Rock απαξιώναμε μετά βδελυγμίας τα μπουζούκια κι όλο το σινάφι τους. Συστήνομαι λοιπόν και δειγματίζω τη δουλειά μου σ’ ένα κύκλωμα εντελώς διαφορετικό απ’ αυτά που ήξερα μέχρι τότε. Ερχόμουν από μια διαφορετική κουλτούρα φινιρισμάτων που άλλοι δεν ήξεραν καν, άλλοι την είχαν δει σ’ εργοστασιακά όργανα αλλά δεν ήξεραν αν γίνεται και πως. Τους άρεσε πολύ και σύντομα συγκεντρώθηκαν γύρω μου κορυφαίοι κατασκευαστές παραδοσιακών οργάνων. Η δουλειά φούντωσε κι έτσι επέστρεψα στο εργαστήριο full time. Συναντώ λοιπόν σπουδαίους ανθρώπους, μεγάλους μαστόρους χειροτέχνες και εξαιρετικούς μουσικούς. Παράλληλα μαθαίνω να «βλέπω» και να «ακούω». Με τα χρόνια δημιουργούνται φιλίες και ανταλλάζονται απόψεις περί κατασκευής, ήχου, παιξίματος και γενικά περί οργάνων. Συνάμα αποκτώ εμπειρία επισκευάζοντας ακουστικές κυρίως κιθάρες που μου δίνουν καταστήματα που συνεργάζομαι, έχω λοιπόν την ευκαιρία να πιάσω και να επιθεωρήσω όργανα γνωστών εργοστασίων και να βγάλω συμπεράσματα για τη φιλοσοφία κατασκευής του καθ’ ενός. Συγκεντρώνοντας λοιπόν γνώση περί οργανοποιίας έμπαινε το ερώτημα αν θα φτιάξω όργανο πως θα είναι. Την ιδέα της κατασκευής την έχω από παλιά. Το δύσκολο ήταν να βρεθεί ο χρόνος που δεν βρισκόταν κι έτσι το ’λεγα το ξανά ’λεγα, ο καιρός περνούσε κι ήλθε το τώρα η ποτέ και ξεκίνησα. Όσον αφορά το σχεδιασμό και την αισθητική, είμαι κλασσικός, ακολουθώ τα μονοπάτια που χάραξε ο μεγάλος Loyd Loar μουσικός και εφευρέτης που δούλεψε στη Gibson τη δεκαετία του ’20, χωρίς βέβαια να με αφήνουν αδιάφορο και οι παλιές Martin. Είμαι δύσπιστος σε σχεδιαστικές ακροβασίες και μοντέρνα υλικά που χρησιμοποιούν διάφοροι κατασκευαστές, νομίζω ότι δεν έχουν σχέση με τον ήχο που ψάχνω. Ολοκληρώνοντας λοιπόν, η απόφαση να εντάξω στο ήδη φορτωμένο πρόγραμμά μου την κατασκευή δεν έρχεται από ένα απλό ερέθισμα, αλλά είναι η υλοποίηση μιας γνώσης που προέρχεται από αναζήτηση σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Κ.Κ: Κατασκευάζω αποκλειστικά ακουστικές κιθάρες, είναι τα όργανα που παίζουν τη μουσική που μου αρέσει, τις έχω μέσα στην ψυχή μου και ανήκουν στη μυθολο-γία μου. Η κατασκευή των μουσικών οργάνων είναι ένα μοναχικό ας πούμε παιχνίδι στο οποίο αναγκαστικά τοποθετείσαι στη σχέση άνθρωπος –ξύλο-όργανο-ήχος, πράγμα το οποίο θα καθορίσει και την αξία σου σαν μάστορας μετέπειτα. Για μένα η λέξη οργανοποιός η οποία πιστεύω έχει αποδυναμωθεί λόγω εκτεταμένης χρήσης, δεν είναι απλά χαρακτηρισμός ενός επαγγέλματος, αλλά τίτλος και γνωρίζω ελάχιστους που τον φέρουν επάξια. Οι παλαιοί κατασκευαστές όταν ήθελαν να μιλήσουν απαξιωτικά για κάποιο συνάδελφό τους, τον αποκαλούσαν «μαραγκό» έτσι λοιπόν απ’ την ξυλουργική ως την οργανοποιητική τέχνη ο δρόμος είναι μακρύς. Τα ηλεκτρικά όργανα έχουν μια τελείως διαφορετική φιλοσοφία κατασκευής απ’ τα ακουστικά. Είναι πολύ πιο δημοφιλή, τα κρατάνε μεγάλα είδωλα κι έχουν φθάσει στο σημείο να έχουν δημιουργήσει και να χαρακτηρίζουν μουσικά στυλ επίσης είναι φορτωμένα με τρομερούς μύθους απ’ την αρχή της ύπαρξής τους μέχρι σήμερα. Έχω ακούσει απίστευτα πράγματα από σοβαρούς ενήλικες γύρω απ’ την κατασκευή και τον ήχο τους. Κατασκευαστικά δεν με συγκινούν και δεν με προκαλούν καθόλου, αντίθετα με εξιτάρει όταν μου τα φέρνουν για βάψιμο να πετύχω ένα ωραίο see through blonde η ένα sunburst ανάλογης δεκαετίας, να καταφέρω τέλος να δώσω «χαρακτήρα», καθ’ ότι κι έγω ολίγον θύμα της συγκεκριμένης μυθολογίας. Για μένα ο όρος ηλεκτρικό όργανο αποτελείται από δυο λέξεις. Η πρώτη, ηλεκτρικό, είναι καθοριστική. Δεν θεωρώ οργανοποιό κάποιον που δεν έχει δική του πρόταση σε μαγνήτες, προενισχύσεις και ότι άλλο γύρω απ’ τα ηλεκτρικά θα διαμορφώσει προσωπικό ήχο και άποψη, άρα πρόταση στο χώρο. Προσωπικά είμαι άσχετος και νομίζω ότι η έρευνα γύρω απ’ τα ηλεκτρικά των οργάνων εκεί που έχουν φθάσει τα πράγματα σήμερα είναι πολύ δύσκολη για να φθάσεις σε κάτι αξιόλογο. Όσο για το βαθμό δυσκολίας κατασκευής μεταξύ ακουστικών και ηλεκτρικών δεν νομίζω πως συγκρίνονται, όχι πως τα ηλεκτρικά δεν έχουν δυσκολίες, πάντα τα καλά αποτελέσματα δεν έρχονται στην τύχη, απλά με τα ακουστικά είσαι εσύ, πέντε φλούδες ξύλο και οι χορδές. Αυτά έχεις να διαχειριστείς και με αυτά πορεύεσαι.
Κ.Κ: Στην ερώτησή σας, μπαίνει ένα άλλο ερώτημα. Ποιο χειροποίητο; Τι εννοώ: Το εργοστασιακό κατασκευάζεται από πολύ καλά εκπαιδευμένους τεχνίτες που η συνεχής επανάληψη της ίδιας εργασίας τους κάνει ακόμα καλύτερους, έχει ελεγκτές παραγωγής σε κάθε βήμα της κατασκευής με αποτέλεσμα άριστο τελικό προϊόν υψηλών προδιαγραφών. Έχει κλιματολογικά ελεγχόμενους χώρους, έχει δικά του ξηραντήρια όπου τα ξύλα υφίστανται πολλαπλές διαδικασίες αφύγρανσης-ύγρανσης πριν περάσουν στο χώρο των εργαστηρίων και τέλος έχουν πρόσβαση στις καλύτερες παρτίδες ξυλείας του πλανήτη. Ας αφήσουμε στην άκρη τον διαρκώς εκσυγχρονιζόμενο εξοπλισμό. Όμως, έχει απρόσωπο τελικό προϊόν, κατασκευασμένο αποσπασματικά από διάφορους ανθρώπους που εφ’ όσον έχουν τηρηθεί οι άνωθεν δοσμένες προδιαγραφές απ’ τους σχεδιαστές, κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα ηχήσει. Το μικρό μονοπρόσωπο εργαστήριο δεν μπορεί να συγκριθεί με την οργανωμένη βιομηχανική μονάδα με τίποτα, όσον αφορά τα προαναφερθέντα. Όμως ο καλός κατασκευαστής έχει την ελευθερία να αυτοσχεδιάσει, να αλλάξει κατά περίπτωση πράγματα στο σχεδιασμό, να ασχοληθεί διεξοδικά με το κάθε μέρος του οργάνου με σκοπό την καλύτερη ηχητική απόδοσή του και τελικά να παρουσιαστεί ένα μουσικό όργανο μεγάλης αισθητικής και ηχητικής αξίας. Το χειροποίητο όργανο λοιπόν είναι τόσο καλό , όσο καλός είναι ο κατασκευαστής του. Στην ερώτηση της σύγκρισης του εργοστασιακού με το χειροποίητο η απάντηση εξαρτάται από ποιο χειροποίητο θα βάλεις απέναντι στη σταθερότητα και επαναληψιμότητα και επωνυμία βέβαια του βιομηχανικού παραγωγικού οργάνου. Το τι θα επηρεάσει την επιλογή του πιθανού αποδέκτη μουσικού χρειάζεται εγκυκλοπαίδειες για να απαντηθεί.
Κ.Κ: Αρχικά σας ανέφερα τη σχέση άνθρωπος-ξύλο-όργανο-ήχος. Το ξύλο, δεύτερο στη σειρά της αλυσίδας, αποτελεί βασικό συστατικό για να υπάρξουν τα επόμενα δυο. Τα κατάλληλα για οργανοποιία ξύλα, τα tonewoods είναι πολύ συγκεκριμένα και σήμερα λόγω έλλειψης, οι κατασκευαστές στρέφονται και πειραματίζονται και με άλλα είδη. Το μικρό εργαστήριο έχει δύσκολη και περιστασιακή πρόσβαση σε καλή ξυλεία. Το να έχεις καλά ξύλα είναι πολύ σημαντικό για το τελικό αποτέλεσμα, δεν το καθορίζει όμως. Έρχεται ο πρώτος παράγων της αλυσίδας ο άνθρωπος, ο οποίος είτε θα έχει την ικανότητα να αξιοποιήσει και να «αρμέξει» το καλό υλικό η θα το καταστρέψει ολοσχερώς με την κακή τεχνική του. Θέλω να πω π.χ. δεν είμαι μάγειρας, τα καλύτερα και φρεσκότερα υλικά να μου φέρεις, φαί δεν θα σου φτιάξω, τόσο απλά.
7. Θα μπορούσατε να μου κατηγοριοποιήσετε τους πελάτες σας (αυτοί που πραγματικά νοιάζονται, τους φιγουρατζήδες κλπ)
Κ.Κ: Η λέξη φιγουρατζήδες που αναφέρετε δεν έχει σχέση με τους ανθρώπους που έρχονται στο εργαστήριο μου. Ίσως να υπάρχει σαν έννοια στην αρχή, όταν δηλαδή κάποιος πιτσιρικάς θέλει να μοιάσει σ’ ένα είδωλο και αγοράζει μια κιθάρα για να κάνει ας πούμε φιγούρα στα κορίτσια. Αν μείνει εκεί, γρήγορα θα τα παρατήσει, αν όμως αγκιστρωθεί, τα πράγματα σοβαρεύουν. Απ’ το εργαστήριο μου περνάνε όλες οι μουσικές «φυλές». Αυστηροί και ζόρικοι κατασκευαστές, σοβαροί κλασσικοί κιθαρίστες, ψαγμένοι παλαιοροκάδες, χεβυμεταλλάδες, καλά διαβασμένοι συλλέκτες οργάνων, μανιακοί των vintage, μπουζουκτσήδες που έχουν γυρίσει δυο και τρεις φορές τον πλανήτη, παραδοσιακοί-δημοτικοί μουσικοί και όποιος άλλος κρατάει κάτι που έχει χορδές. Θεωρώ πως το εργαστήρι μου είναι ένα σταυροδρόμι που συναντώνται και συνευρίσκονται μουσικοί και όργανα από τόσο διαφορετικές κουλτούρες. Πιστεύω ότι ένα απ’ τα καλά της δουλειάς μου είναι η επαφή με αυτούς τους ανθρώπους, πάντα τρελαίνομαι να ακούω τις ιστορίες τους, είμαι συλλέκτης τέτοιων ιστοριών παρασκηνίων. Γενικά είμαστε όλοι μεγάλα ψώνια (γελια). Δεν παίρνω ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό μου, υπηρετώ όμως με όση σοβαρότητα μπορώ να διαθέσω, τη δουλειά μου. Ένα πολύ δύσκολο κομμάτι της, ίσως δυσκολότερο ακόμα κι απ’ το εκτελεστικό, είναι η διαχείριση της σχέσης του πελάτη (ποτέ δεν μου άρεσε η λέξη) με το όργανο του. Κάποτε ο αείμνηστος Λάζαρος Τερζιβασιάν (ο γιος του Ζοζεφ) μου είπε: Κώστα μου, τα μουσικά όργανα είναι αντικείμενα που προκαλούν ψυχώσεις και εμείς που ασχολούμαστε με αυτά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να προφυλαχθούμε. Το πόσο δίκιο είχε το διαπιστώνω καθημερινά. Όντως πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός όταν κάποιος σου δίνει ένα σανίδι (slab) σε κοιτάει στα μάτια και σου λέει: Θέλω το vintage yellow των ‘60s όπως φαίνεται σ’ αυτή τη φωτογραφία. Που είναι το δύσκολο σ’ αυτό; Ο τύπος έχει τη φωτογραφία κάτω από το μαξιλάρι του, τη βλέπει το πρωί που ξυπνάει, το βράδυ πριν κοιμηθεί και ίσως την κοιτάει στα κλεφτά κατά τη διάρκεια της δουλειάς του στο γραφείο, έτσι λοιπόν όταν συναντηθεί με το τελειωμένο όργανο το αποδέχεται η το απορρίπτει με την πρώτη ματιά. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ξαναβάψει όργανο γιατί «μας έφυγε λίγο ο τόνος». Η αντίστοιχα σου φέρνουν μια Les Paul παρθένο ξύλο με ένα maple top 5A (εξαιρετικό) αγορασμένη από Αμερική κάποια σοβαρά χιλιάρικα «γιατί αυτά τα ξύλα είναι από τα ‘50s», σου δίνουν ένα βιβλίο που κάθε σελίδα του έχει ένα όργανο βαμμένο στο ίδιο χρώμα και σου λένε: Εγώ θέλω το χρώμα στη σελίδα 64 και «πρόσεχε τι νίτρο θα ρίξεις επάνω γιατί το όργανο σκοτώνει, μην πάθουμε καμιά ζημιά και μας κουρέψει τις μεσαίες». Αυτός που τα λέει αυτά ίσως να μην έχει μιλήσει ποιο σοβαρά στη ζωή του, νοιάζεται λοιπόν και με το παραπάνω κι εγώ μέχρι να το τελειώσω και να τον δω ευχαριστημένο, μπορεί να έχω χάσει και τον ύπνο μου. Αυτά όσο κι αν ακούγονται περίεργα, είναι πολύ σοβαρά πράγματα γιατί αντικατοπτρίζουν τη σχέση του ανθρώπου με το μουσικό όργανο, σχέση πολύ βαθύτερη απ’ τη σχέση με τη μουσική και καμιά φορά την ίδια τη σχέση με πρόσωπα. Σου γίνονται καθημερινότητα λοιπόν αυτές οι καταστάσεις και σιγά-σιγά ανακαλύπτεις ότι για να ικανοποιηθείς δεν σου φθάνουν τα χρήματα της όποιας αμοιβής έχεις συμφωνήσει, αλλά για να ολοκληρωθείς θέλεις την αποδοχή και την εκτίμηση ενός ευτυχισμένου «αρρώστου» πράγμα που δηλώνει ότι την ψύχωση δεν τη γλύτωσες ούτε εσύ. Μάλλον είμαστε επιβάτες του ίδιου λεωφορείου και καμιά φορά το τιμόνι το πιάνω κι εγώ (γέλια).
Κ.Κ.: Όσο χρειαστεί. Πάντα εξαρτάται απ’ την επισκευή. Αν πρόκειται για κοινά προβλήματα π.χ. σπασίματα μπράτσων, καπακιών. Πλαινων κλπ πράγματα που ας πούμε ανήκουν στο καθημερινό μενού, τότε δεν θα πάει μακριά ανάλογα βέβαια και με το φόρτο εργασίας. Αν όμως είναι περιπτώσεις «βαριές» δηλαδή αντικαταστάσεις μερών ολόκληρων η ολοκληρωτικά σπασμένα παλιά όργανα τότε δεν τα ακουμπάω μέχρι να αποφασίσω πως θα διαχειριστώ την κατάσταση. Γενικά ποτέ δεν «ορμάω» σε βαριές περιπτώσεις, αφήνω τα πράγματα να ωριμάσουν στο μυαλό μου και μετά καταστρώνω ένα σχέδιο επισκευής. Οι επισκευές είναι ιδιάζουσες περιπτώσεις, εννοώ ότι πολλές φορές παίζεις το κεφάλι σου. Πάντα λέω ότι το όργανο κινδυνεύει πραγματικά όταν πηγαίνει για επισκευή σε αμφιβόλου αξίας μάστορα. Έχω δει μεγάλες ζημιές, πολλές φορές ανεπανόρθωτες, ακόμα και κατεστραμένα πολύτιμα παλιά όργανα από τέτοιες κακές επεμβάσεις και φυσικά τους ιδιοκτήτες τους να κλαίνε. Πολλές φορές μου φέρνουν πράγματα που δεν είναι του πεδίου μου, δεν τα ακουμπάω και δεν ντρέπομαι να παραπέμψω τον άνθρωπο σε άλλο μάστορα που θεωρώ καταλληλότερο. Πιστεύω πως πάνω απ’ όλα είναι η ασφάλεια του οργάνου θέλω να πω δεν έχεις δικαίωμα να κάνεις ζημιά στο όργανο κάποιου, είναι αντιεπαγγελματικό και βάσει όσων σας είπα παραπάνω , στο τέλος θα σε μισήσουν, θα σε δυσφημίσουν και θα έχει πολύ κακό αντίκτυπο στην εξέλιξή σου.
Κ.Κ: Η ερώτηση για να απαντηθεί χρειάζεται πολλές σελίδες. Προτιμώ να σας απαντήσω λακωνικά. Η κατασκευή ενός οργάνου είναι εύκολη, αντίθετα η οργανοποιία είναι εξαιρετικά δύσκολη.
M.K.Ευχαριστώ πολύ.
Πηγή: http://rhythmichorizons.blogspot.com/
Της Μαρίας Καστανή
1. Πως ξεκινήσατε να ασχολείστε με τα μουσικά όργανα;
(μάθατε από κάποιον την τέχνη;)
Κ.Κ: Ήμουν φοιτητής στη Γεωπονική σχολή Αθηνών όπου συνάντησα τον Peter Πλατή, έπαιζε κι αυτός κιθάρα και φτιάξαμε συγκρότημα. Αργότερα αυτός παράτησε τη σχολή κι έπιασε δουλειά σαν πωλητής στον Βαγγέλη τον Καγμάκη. Ο Βαγγέλης είχε ξεκινήσει να φτιάχνει κάτι ηλεκτρικές κιθάρες και είχε πρόβλημα με το φινίρισμα. Ο Peter γνωρίζοντας ότι έχω μια προϋπηρεσία στο αντικείμενο, (ο πατέρας μου είχε συνεργείο αυτοκινήτων και από μικρός δούλευα τα καλοκαίρια βοηθός στο βαφείο) μ’ έφερε σ’ επαφή με το Βαγγέλη, κι έτσι ξεκίνησα. Κόλλησα αμέσως με το αντικείμενο και γρήγορα το είδα σαν μια εναλλακτική για βιοπορισμό, γιατί η Γεωπονική δεν μου άρεσε έτσι κι αλλιώς. Μιλάμε για το 1984 και μετά, εποχή που δεν υπήρχε το internet με τα site οργανοποιών, εργοστασιακά factory tours και το youtube που στην κυριολεξία σπέρνουν την πληροφορία. Τότε το ερώτημα παρέμενε ερώτημα επί μακρόν και για να το απαντήσεις έπρεπε να πάρεις ένα δρόμο (που μπορεί να ήταν και λάθος) όπου θα σ’ έβγαζε σ’ ένα μονοπάτι και αυτό κάπου αλλού και ούτω καθ’ εξής ώσπου μετά από πολύ καιρό και πολύ κόπο να θεωρούσες ότι κάπου έφθασες. Η πληροφορία και η φωτογραφία ήταν σπάνιες και δυσεύρετες. Τα do it yourself βιβλία της εποχής παρέπεμπαν σε υλικά που δεν υπήρχαν στο Ελληνικό εμπόριο και φωτογραφίες σχετικές με το αντικείμενο υπήρχαν μόνο στα τεχνικά άρθρα του περιοδικού Guitar player και του Frets που δεν ερχόταν επισήμως, ευτυχώς ο Βαγγέλης είχε αρκετά τεύχη γιατί τότε ήταν συνδρομητής. Αλλά ακόμα και σε επαγγελματίες της βαφής αν απευθυνόσουν αργά η γρήγορα καταλάβαινες την ανεπάρκεια τους γιατί δείχνοντας τους φωτογραφίες οργάνων η ακόμα και όργανα, σου έλεγαν …δεν ξέρω. …δεν γίνεται…δεν το έχω κάνει ποτέ. Δεν μαθήτευσα λοιπόν πουθενά, απλά κάθε φορά συνέκρινα το αποτέλεσμα με το ζητούμενο που ήταν το επίπεδο του εργοστασιακού φινιρίσματος. Το σημερινό επίπεδο της δουλειάς μου είναι αποτέλεσμα μακράς κι επίπονης προσπάθειας έρευνας και πειραματισμού.
Κ.Κ: Το 1990 η δουλειά πέρασε μεγάλη κρίση. Σας θυμίζω ότι η μοναδική μου δραστηριότητα ήταν η βαφή ηλεκτρικών οργάνων, είχα ασχοληθεί επίσης για δυο τρία χρόνια και με το πιάνο (πρέπει να έχω βάψει καμμιά εικοσαριά) αλλά σταμάτησα. Πριν το 90 η Fender κυκλοφόρησε τα πρώτα made in Japan όργανα, είχαν μεγάλη διαφορά τιμής απ’ τα Αμερικάνικα κι έγιναν πολύ δημοφιλή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια «απόσυρση» οργάνων που μέχρι τότε υπήρχαν, και την αντικατάστασή τους με καινούργια σε μικρό χρονικό διάστημα. Έτσι λοιπόν η δουλειά συρρικνώθηκε πολύ, πράγμα το οποίο με ανάγκασε να αναζητήσω μεροκάματο αλλού πάλι σαν βαφέας αλλά όχι μουσικά όργανα. Το εργαστήριο το κράτησα βέβαια και μέσα σ’ ένα χρόνο, ήταν το 92, αποφάσισα να δοκιμάσω το χώρο των παραδοσιακών οργάνων, πράγμα που πριν ούτε μου πέρναγε απ’ το μυαλό. Μάλιστα εμείς του χώρου των ηλεκτρικών κιθαρών και του Rock απαξιώναμε μετά βδελυγμίας τα μπουζούκια κι όλο το σινάφι τους. Συστήνομαι λοιπόν και δειγματίζω τη δουλειά μου σ’ ένα κύκλωμα εντελώς διαφορετικό απ’ αυτά που ήξερα μέχρι τότε. Ερχόμουν από μια διαφορετική κουλτούρα φινιρισμάτων που άλλοι δεν ήξεραν καν, άλλοι την είχαν δει σ’ εργοστασιακά όργανα αλλά δεν ήξεραν αν γίνεται και πως. Τους άρεσε πολύ και σύντομα συγκεντρώθηκαν γύρω μου κορυφαίοι κατασκευαστές παραδοσιακών οργάνων. Η δουλειά φούντωσε κι έτσι επέστρεψα στο εργαστήριο full time. Συναντώ λοιπόν σπουδαίους ανθρώπους, μεγάλους μαστόρους χειροτέχνες και εξαιρετικούς μουσικούς. Παράλληλα μαθαίνω να «βλέπω» και να «ακούω». Με τα χρόνια δημιουργούνται φιλίες και ανταλλάζονται απόψεις περί κατασκευής, ήχου, παιξίματος και γενικά περί οργάνων. Συνάμα αποκτώ εμπειρία επισκευάζοντας ακουστικές κυρίως κιθάρες που μου δίνουν καταστήματα που συνεργάζομαι, έχω λοιπόν την ευκαιρία να πιάσω και να επιθεωρήσω όργανα γνωστών εργοστασίων και να βγάλω συμπεράσματα για τη φιλοσοφία κατασκευής του καθ’ ενός. Συγκεντρώνοντας λοιπόν γνώση περί οργανοποιίας έμπαινε το ερώτημα αν θα φτιάξω όργανο πως θα είναι. Την ιδέα της κατασκευής την έχω από παλιά. Το δύσκολο ήταν να βρεθεί ο χρόνος που δεν βρισκόταν κι έτσι το ’λεγα το ξανά ’λεγα, ο καιρός περνούσε κι ήλθε το τώρα η ποτέ και ξεκίνησα. Όσον αφορά το σχεδιασμό και την αισθητική, είμαι κλασσικός, ακολουθώ τα μονοπάτια που χάραξε ο μεγάλος Loyd Loar μουσικός και εφευρέτης που δούλεψε στη Gibson τη δεκαετία του ’20, χωρίς βέβαια να με αφήνουν αδιάφορο και οι παλιές Martin. Είμαι δύσπιστος σε σχεδιαστικές ακροβασίες και μοντέρνα υλικά που χρησιμοποιούν διάφοροι κατασκευαστές, νομίζω ότι δεν έχουν σχέση με τον ήχο που ψάχνω. Ολοκληρώνοντας λοιπόν, η απόφαση να εντάξω στο ήδη φορτωμένο πρόγραμμά μου την κατασκευή δεν έρχεται από ένα απλό ερέθισμα, αλλά είναι η υλοποίηση μιας γνώσης που προέρχεται από αναζήτηση σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Κ.Κ: Κατασκευάζω αποκλειστικά ακουστικές κιθάρες, είναι τα όργανα που παίζουν τη μουσική που μου αρέσει, τις έχω μέσα στην ψυχή μου και ανήκουν στη μυθολο-γία μου. Η κατασκευή των μουσικών οργάνων είναι ένα μοναχικό ας πούμε παιχνίδι στο οποίο αναγκαστικά τοποθετείσαι στη σχέση άνθρωπος –ξύλο-όργανο-ήχος, πράγμα το οποίο θα καθορίσει και την αξία σου σαν μάστορας μετέπειτα. Για μένα η λέξη οργανοποιός η οποία πιστεύω έχει αποδυναμωθεί λόγω εκτεταμένης χρήσης, δεν είναι απλά χαρακτηρισμός ενός επαγγέλματος, αλλά τίτλος και γνωρίζω ελάχιστους που τον φέρουν επάξια. Οι παλαιοί κατασκευαστές όταν ήθελαν να μιλήσουν απαξιωτικά για κάποιο συνάδελφό τους, τον αποκαλούσαν «μαραγκό» έτσι λοιπόν απ’ την ξυλουργική ως την οργανοποιητική τέχνη ο δρόμος είναι μακρύς. Τα ηλεκτρικά όργανα έχουν μια τελείως διαφορετική φιλοσοφία κατασκευής απ’ τα ακουστικά. Είναι πολύ πιο δημοφιλή, τα κρατάνε μεγάλα είδωλα κι έχουν φθάσει στο σημείο να έχουν δημιουργήσει και να χαρακτηρίζουν μουσικά στυλ επίσης είναι φορτωμένα με τρομερούς μύθους απ’ την αρχή της ύπαρξής τους μέχρι σήμερα. Έχω ακούσει απίστευτα πράγματα από σοβαρούς ενήλικες γύρω απ’ την κατασκευή και τον ήχο τους. Κατασκευαστικά δεν με συγκινούν και δεν με προκαλούν καθόλου, αντίθετα με εξιτάρει όταν μου τα φέρνουν για βάψιμο να πετύχω ένα ωραίο see through blonde η ένα sunburst ανάλογης δεκαετίας, να καταφέρω τέλος να δώσω «χαρακτήρα», καθ’ ότι κι έγω ολίγον θύμα της συγκεκριμένης μυθολογίας. Για μένα ο όρος ηλεκτρικό όργανο αποτελείται από δυο λέξεις. Η πρώτη, ηλεκτρικό, είναι καθοριστική. Δεν θεωρώ οργανοποιό κάποιον που δεν έχει δική του πρόταση σε μαγνήτες, προενισχύσεις και ότι άλλο γύρω απ’ τα ηλεκτρικά θα διαμορφώσει προσωπικό ήχο και άποψη, άρα πρόταση στο χώρο. Προσωπικά είμαι άσχετος και νομίζω ότι η έρευνα γύρω απ’ τα ηλεκτρικά των οργάνων εκεί που έχουν φθάσει τα πράγματα σήμερα είναι πολύ δύσκολη για να φθάσεις σε κάτι αξιόλογο. Όσο για το βαθμό δυσκολίας κατασκευής μεταξύ ακουστικών και ηλεκτρικών δεν νομίζω πως συγκρίνονται, όχι πως τα ηλεκτρικά δεν έχουν δυσκολίες, πάντα τα καλά αποτελέσματα δεν έρχονται στην τύχη, απλά με τα ακουστικά είσαι εσύ, πέντε φλούδες ξύλο και οι χορδές. Αυτά έχεις να διαχειριστείς και με αυτά πορεύεσαι.
Κ.Κ: Στην ερώτησή σας, μπαίνει ένα άλλο ερώτημα. Ποιο χειροποίητο; Τι εννοώ: Το εργοστασιακό κατασκευάζεται από πολύ καλά εκπαιδευμένους τεχνίτες που η συνεχής επανάληψη της ίδιας εργασίας τους κάνει ακόμα καλύτερους, έχει ελεγκτές παραγωγής σε κάθε βήμα της κατασκευής με αποτέλεσμα άριστο τελικό προϊόν υψηλών προδιαγραφών. Έχει κλιματολογικά ελεγχόμενους χώρους, έχει δικά του ξηραντήρια όπου τα ξύλα υφίστανται πολλαπλές διαδικασίες αφύγρανσης-ύγρανσης πριν περάσουν στο χώρο των εργαστηρίων και τέλος έχουν πρόσβαση στις καλύτερες παρτίδες ξυλείας του πλανήτη. Ας αφήσουμε στην άκρη τον διαρκώς εκσυγχρονιζόμενο εξοπλισμό. Όμως, έχει απρόσωπο τελικό προϊόν, κατασκευασμένο αποσπασματικά από διάφορους ανθρώπους που εφ’ όσον έχουν τηρηθεί οι άνωθεν δοσμένες προδιαγραφές απ’ τους σχεδιαστές, κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα ηχήσει. Το μικρό μονοπρόσωπο εργαστήριο δεν μπορεί να συγκριθεί με την οργανωμένη βιομηχανική μονάδα με τίποτα, όσον αφορά τα προαναφερθέντα. Όμως ο καλός κατασκευαστής έχει την ελευθερία να αυτοσχεδιάσει, να αλλάξει κατά περίπτωση πράγματα στο σχεδιασμό, να ασχοληθεί διεξοδικά με το κάθε μέρος του οργάνου με σκοπό την καλύτερη ηχητική απόδοσή του και τελικά να παρουσιαστεί ένα μουσικό όργανο μεγάλης αισθητικής και ηχητικής αξίας. Το χειροποίητο όργανο λοιπόν είναι τόσο καλό , όσο καλός είναι ο κατασκευαστής του. Στην ερώτηση της σύγκρισης του εργοστασιακού με το χειροποίητο η απάντηση εξαρτάται από ποιο χειροποίητο θα βάλεις απέναντι στη σταθερότητα και επαναληψιμότητα και επωνυμία βέβαια του βιομηχανικού παραγωγικού οργάνου. Το τι θα επηρεάσει την επιλογή του πιθανού αποδέκτη μουσικού χρειάζεται εγκυκλοπαίδειες για να απαντηθεί.
Κ.Κ: Αρχικά σας ανέφερα τη σχέση άνθρωπος-ξύλο-όργανο-ήχος. Το ξύλο, δεύτερο στη σειρά της αλυσίδας, αποτελεί βασικό συστατικό για να υπάρξουν τα επόμενα δυο. Τα κατάλληλα για οργανοποιία ξύλα, τα tonewoods είναι πολύ συγκεκριμένα και σήμερα λόγω έλλειψης, οι κατασκευαστές στρέφονται και πειραματίζονται και με άλλα είδη. Το μικρό εργαστήριο έχει δύσκολη και περιστασιακή πρόσβαση σε καλή ξυλεία. Το να έχεις καλά ξύλα είναι πολύ σημαντικό για το τελικό αποτέλεσμα, δεν το καθορίζει όμως. Έρχεται ο πρώτος παράγων της αλυσίδας ο άνθρωπος, ο οποίος είτε θα έχει την ικανότητα να αξιοποιήσει και να «αρμέξει» το καλό υλικό η θα το καταστρέψει ολοσχερώς με την κακή τεχνική του. Θέλω να πω π.χ. δεν είμαι μάγειρας, τα καλύτερα και φρεσκότερα υλικά να μου φέρεις, φαί δεν θα σου φτιάξω, τόσο απλά.
Κ.Κ: Σαν βαφέας όλα αυτά τα χρόνια έχω κάνει αρκετές (όχι
πολλές) custom δουλειές σε ηλεκτρικές κιθάρες κυρίως. Από απλά stripes έως
σημαίες του νότου, αστέρια σε διάφορα φόντα, τον Che, ονόματα ιδιοκτητών,
frankestein του Van Halen και διάφορα άλλα. Ξεχωρίζω όμως δυο περιπτώσεις. Η
πρώτη, είναι μια Kramer neckthrough που μου έδωσε ο Tony ο Κονταξάκης όταν
έπαιζε με τη Βίσση. Υποτίθεται ότι θα έκαναν κάποιο show μαζί επί σκηνής και
κάποιος είχε την ιδέα η κιθάρα να είχε το ίδιο μοτίβο με το γιλέκο της τραγουδίστριας
το οποίο είχε χρυσοκεντημένα λαχούρια σε βαθύ μωβ φόντο. Έντυσα την κιθάρα με
χρυσόφυλλα και ζωγράφισα το φόντο ώστε να φαίνονται από μέσα χρυσά τα λαχούρια.
Δυστυχώς δεν έχω φωτογραφίες, ίσως έχει οTony, θα τον ρωτήσω. Για την ιστορία,
χρόνια αργότερα την ξύσαμε και την βάψαμε κόκκινη transparent. H δεύτερη, είναι
γύρω στο ’93 η ’94. Εμφανίζεται ένας τύπος με ένα κιθαρομπούζουκο (μπράτσο
μπουζουκιού, σκάφος κιθάρας) κατασκευής Απαρτιαν, και λέει: Θα πάρω μέρος
στο φεστιβάλ τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη και θέλω το όργανο να βαφτεί άσπρο με
την ελληνική σημαία εμπρός και πίσω και επίσης εμπρός να υπάρχει ο Παρθενώνας
και πίσω ο Λευκός Πύργος, τη σύνθεση την αφήνω σε σένα. Ο τύπος σοβαρολογούσε,
το έφτιαξα και λίγο πριν το φεστιβάλ είδα σ’ ένα μικρό κανάλι, το new chanell
ένα video clip με τον τύπο να κρατάει το όργανο στο χέρι του και να χορεύει
ντυμένος με κοστούμι ελληνική σημαία, και μου’ πεσε το σαγώνι. Ούτε τότε
κράτησα φωτογραφίες ευτυχώς όμως το όργανο πρόσφατα εμφανίστηκε στο
οργανοποιείο του Βαρλα για επισκευή και φωτογραφήθηκε. Επίσης τώρα που το
θυμήθηκα έχω βάψει και το σφυροδρέπανο του Πανούση όταν το είχε κατασκευάσει ο
Καγμακης.
7. Θα μπορούσατε να μου κατηγοριοποιήσετε τους πελάτες σας (αυτοί που πραγματικά νοιάζονται, τους φιγουρατζήδες κλπ)
Κ.Κ: Η λέξη φιγουρατζήδες που αναφέρετε δεν έχει σχέση με τους ανθρώπους που έρχονται στο εργαστήριο μου. Ίσως να υπάρχει σαν έννοια στην αρχή, όταν δηλαδή κάποιος πιτσιρικάς θέλει να μοιάσει σ’ ένα είδωλο και αγοράζει μια κιθάρα για να κάνει ας πούμε φιγούρα στα κορίτσια. Αν μείνει εκεί, γρήγορα θα τα παρατήσει, αν όμως αγκιστρωθεί, τα πράγματα σοβαρεύουν. Απ’ το εργαστήριο μου περνάνε όλες οι μουσικές «φυλές». Αυστηροί και ζόρικοι κατασκευαστές, σοβαροί κλασσικοί κιθαρίστες, ψαγμένοι παλαιοροκάδες, χεβυμεταλλάδες, καλά διαβασμένοι συλλέκτες οργάνων, μανιακοί των vintage, μπουζουκτσήδες που έχουν γυρίσει δυο και τρεις φορές τον πλανήτη, παραδοσιακοί-δημοτικοί μουσικοί και όποιος άλλος κρατάει κάτι που έχει χορδές. Θεωρώ πως το εργαστήρι μου είναι ένα σταυροδρόμι που συναντώνται και συνευρίσκονται μουσικοί και όργανα από τόσο διαφορετικές κουλτούρες. Πιστεύω ότι ένα απ’ τα καλά της δουλειάς μου είναι η επαφή με αυτούς τους ανθρώπους, πάντα τρελαίνομαι να ακούω τις ιστορίες τους, είμαι συλλέκτης τέτοιων ιστοριών παρασκηνίων. Γενικά είμαστε όλοι μεγάλα ψώνια (γελια). Δεν παίρνω ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό μου, υπηρετώ όμως με όση σοβαρότητα μπορώ να διαθέσω, τη δουλειά μου. Ένα πολύ δύσκολο κομμάτι της, ίσως δυσκολότερο ακόμα κι απ’ το εκτελεστικό, είναι η διαχείριση της σχέσης του πελάτη (ποτέ δεν μου άρεσε η λέξη) με το όργανο του. Κάποτε ο αείμνηστος Λάζαρος Τερζιβασιάν (ο γιος του Ζοζεφ) μου είπε: Κώστα μου, τα μουσικά όργανα είναι αντικείμενα που προκαλούν ψυχώσεις και εμείς που ασχολούμαστε με αυτά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να προφυλαχθούμε. Το πόσο δίκιο είχε το διαπιστώνω καθημερινά. Όντως πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός όταν κάποιος σου δίνει ένα σανίδι (slab) σε κοιτάει στα μάτια και σου λέει: Θέλω το vintage yellow των ‘60s όπως φαίνεται σ’ αυτή τη φωτογραφία. Που είναι το δύσκολο σ’ αυτό; Ο τύπος έχει τη φωτογραφία κάτω από το μαξιλάρι του, τη βλέπει το πρωί που ξυπνάει, το βράδυ πριν κοιμηθεί και ίσως την κοιτάει στα κλεφτά κατά τη διάρκεια της δουλειάς του στο γραφείο, έτσι λοιπόν όταν συναντηθεί με το τελειωμένο όργανο το αποδέχεται η το απορρίπτει με την πρώτη ματιά. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ξαναβάψει όργανο γιατί «μας έφυγε λίγο ο τόνος». Η αντίστοιχα σου φέρνουν μια Les Paul παρθένο ξύλο με ένα maple top 5A (εξαιρετικό) αγορασμένη από Αμερική κάποια σοβαρά χιλιάρικα «γιατί αυτά τα ξύλα είναι από τα ‘50s», σου δίνουν ένα βιβλίο που κάθε σελίδα του έχει ένα όργανο βαμμένο στο ίδιο χρώμα και σου λένε: Εγώ θέλω το χρώμα στη σελίδα 64 και «πρόσεχε τι νίτρο θα ρίξεις επάνω γιατί το όργανο σκοτώνει, μην πάθουμε καμιά ζημιά και μας κουρέψει τις μεσαίες». Αυτός που τα λέει αυτά ίσως να μην έχει μιλήσει ποιο σοβαρά στη ζωή του, νοιάζεται λοιπόν και με το παραπάνω κι εγώ μέχρι να το τελειώσω και να τον δω ευχαριστημένο, μπορεί να έχω χάσει και τον ύπνο μου. Αυτά όσο κι αν ακούγονται περίεργα, είναι πολύ σοβαρά πράγματα γιατί αντικατοπτρίζουν τη σχέση του ανθρώπου με το μουσικό όργανο, σχέση πολύ βαθύτερη απ’ τη σχέση με τη μουσική και καμιά φορά την ίδια τη σχέση με πρόσωπα. Σου γίνονται καθημερινότητα λοιπόν αυτές οι καταστάσεις και σιγά-σιγά ανακαλύπτεις ότι για να ικανοποιηθείς δεν σου φθάνουν τα χρήματα της όποιας αμοιβής έχεις συμφωνήσει, αλλά για να ολοκληρωθείς θέλεις την αποδοχή και την εκτίμηση ενός ευτυχισμένου «αρρώστου» πράγμα που δηλώνει ότι την ψύχωση δεν τη γλύτωσες ούτε εσύ. Μάλλον είμαστε επιβάτες του ίδιου λεωφορείου και καμιά φορά το τιμόνι το πιάνω κι εγώ (γέλια).
Κ.Κ.: Όσο χρειαστεί. Πάντα εξαρτάται απ’ την επισκευή. Αν πρόκειται για κοινά προβλήματα π.χ. σπασίματα μπράτσων, καπακιών. Πλαινων κλπ πράγματα που ας πούμε ανήκουν στο καθημερινό μενού, τότε δεν θα πάει μακριά ανάλογα βέβαια και με το φόρτο εργασίας. Αν όμως είναι περιπτώσεις «βαριές» δηλαδή αντικαταστάσεις μερών ολόκληρων η ολοκληρωτικά σπασμένα παλιά όργανα τότε δεν τα ακουμπάω μέχρι να αποφασίσω πως θα διαχειριστώ την κατάσταση. Γενικά ποτέ δεν «ορμάω» σε βαριές περιπτώσεις, αφήνω τα πράγματα να ωριμάσουν στο μυαλό μου και μετά καταστρώνω ένα σχέδιο επισκευής. Οι επισκευές είναι ιδιάζουσες περιπτώσεις, εννοώ ότι πολλές φορές παίζεις το κεφάλι σου. Πάντα λέω ότι το όργανο κινδυνεύει πραγματικά όταν πηγαίνει για επισκευή σε αμφιβόλου αξίας μάστορα. Έχω δει μεγάλες ζημιές, πολλές φορές ανεπανόρθωτες, ακόμα και κατεστραμένα πολύτιμα παλιά όργανα από τέτοιες κακές επεμβάσεις και φυσικά τους ιδιοκτήτες τους να κλαίνε. Πολλές φορές μου φέρνουν πράγματα που δεν είναι του πεδίου μου, δεν τα ακουμπάω και δεν ντρέπομαι να παραπέμψω τον άνθρωπο σε άλλο μάστορα που θεωρώ καταλληλότερο. Πιστεύω πως πάνω απ’ όλα είναι η ασφάλεια του οργάνου θέλω να πω δεν έχεις δικαίωμα να κάνεις ζημιά στο όργανο κάποιου, είναι αντιεπαγγελματικό και βάσει όσων σας είπα παραπάνω , στο τέλος θα σε μισήσουν, θα σε δυσφημίσουν και θα έχει πολύ κακό αντίκτυπο στην εξέλιξή σου.
Κ.Κ: Η ερώτηση για να απαντηθεί χρειάζεται πολλές σελίδες. Προτιμώ να σας απαντήσω λακωνικά. Η κατασκευή ενός οργάνου είναι εύκολη, αντίθετα η οργανοποιία είναι εξαιρετικά δύσκολη.
M.K.Ευχαριστώ πολύ.
Κ.Κ. Η χαρά ήταν όλη δική μου.
Kostas
Kakaniaris
“The
Absolute Definition of a Luthier”.
An
interview with the man who paints and varnishes the stringed instruments of the
most
noted
Greek Musicians and a master builder of acoustic guitars (www.jokerguitars.gr).
By
Maria
Kastanis
Translated
into English by Dimitris Epikouris
1.
How did your involvement with musical instruments begin? Was there anyone to
introduce you to this particular kind of profession?
K.K:
I was a student at the Agricultural University of Athens and there I met Mr.
Peter Platis who played the guitar. Together, we formed a band and played at
various venues. After some time, Peter quit the university and got a job as a
salesman at Vaghelis Kagmakis’ shop. Vaghelis had begun making his own guitar
brand but he had a problem with the dyeing process as well as the finish. Peter
knew that I had some experience with dyeing because every summer as a child, I
used to help my dad who painted cars. He introduced me to Vaghelis Kagmakis and
I began working for him. Immediately, I fell in love with what I was doing besides
the fact that it was a profession that enabled me to support myself
financially. I must admit that I was never thrilled with my studies at the
Agricultural University.
It was
around 1984 and the internet back then was just an “unknown word” not to mention
the virtual factory tours, youtube and all the means of spreading information
so as to promote a profession and get the people acquainted with
it. The question back then was if I had chosen the right
professional path and the answer to that question had waited for a long time
before it was finally answered. Since no pictures and other media where no
available back then, one had to search in specialized magazines such as the
“Guitar Player” and “Frets” that contained some articles describing the techniques
of painting and varnishing an instrument. Luckily, Vaghelis Kagmakis was a
subscriber to those magazines in those days. However, the materials used for
that purpose couldn’t be found here in Greece. In addition, my visits to the
professionals of that era had left me somewhat disappointed because when I
would show them some pictures and some instruments attempting to acquire some
of their knowledge, all I would get as a reply was “I have no idea how it is
done”, “I don’t think it can be done”, “I haven’t done it before”.
As a result
of their professional incompetence, I must say that I had nobody to show me the
art of painting, varnishing and coloring a musical instrument. The only thing
that I was doing continuously was to compare the instruments I treated with the
ones that came straight from the factory. I spent a lot of time experimenting,
working hard and researching to reach the level I am in today.
2.
Besides being a very prominent figure when it comes to painting and varnishing
an instrument, you are an excellent luthier as well. What made you get involved
in the craftsmanship of a musical instrument?
K.K: In
1990 my profession experienced a great crisis. I must remind you that back then
that I was only involved in painting and varnishing an instrument, mainly
electric guitars and basses. I had also gotten involved in painting some pianos
(I must have painted around twenty) but I stopped.
Before
1990, Fender Corporation started marketing and selling its first made in Japan
instruments which had a tremendous price difference from the equivalent
instruments that were made in the US. As a result, many instruments were
replaced by the cheaper Japanese and nobody really cared to spend money
repainting them or repairing their color color or varnish. That forced me to
seek employment as a painter somewhere else that had nothing to do with musical
instruments. However, I didn’t close my workshop knowing that one day I would
return to what I was doing before. It was in 1992 when I decided to try to work
on traditional musical instruments something that I hadn’t imagined before.
Usually, the people who deal with electric guitars and basses have no taste for
traditional instruments such as “bouzouki” and whatever follows it. I
introduced my work to many bouzouki luthiers who had no idea of my work and how
it was done. They liked it a lot and soon, I was professionally approached by
many top craftsmen of traditional instruments and started collaborating with
them. Since my business was flourishing, I returned to my good old workshop. It
was time for me to “see” and “hear” those great craftsmen at work. I began
building strong friendships and exchanging ideas regarding the construction,
the sound and the playing techniques of a musical instrument. I also started
acquiring substantial knowledge related to the construction of acoustic guitars
by repairing guitars that were forwarded to me by various instrument stores. In
other words, I was given the opportunity to study certain instruments, some
well known brands that were made by top factories. Having acquired
enough knowledge I began questioning myself on how I would make a musical the
instrument. Free time was an issue that I hadn’t dealt with success but finally
I got round to it. Concerning the shape and the aesthetics of a musical
instrument, I must say that I am a classicist. I follow the footsteps of the
great luthier Loyd Loar both a musician and an inventor who worked for Gibson
Corporation in the 1920’s. Nevertheless, I am not indifferent to old Martin guitars
but I am a skeptic regarding new designs and modern materials that are used by
various craftsmen since I don’t think that they can produce the sound I am
interested in. So, when I decided to build a musical instrument myself, it was
in reality the materialization of a thought that had occupied my mind for a
long time since all the knowledge that I had previously acquired had to take a
certain shape and form.
3. Do
you make both acoustic and electric musical instruments? Which seems to be the
harder to make?
K.K: I only
make acoustic guitars since they are the instruments that play the music that I
like. Acoustic guitars are part of my existence, my soul and my mythology if
you wish. The making of a musical instrument is a loner’s game so as to speak
which is mainly based on the relationship among man, wood and sound. It is an
imposed relationship that in the process of time, determines your value as a
luthier, as a craftsman, as a creator of a soul-possessing object. To me, the
word “luthier” has weakened in meaning due to its extensive use. In other
words, it’s not just a description of a profession but a title and I know very
few people who righteously bear this title. When the old luthiers wanted to
talk about a colleague of theirs with disdain, they called him “carpenter”. So,
we must really make a crucial distinction between carpentry and the craft of
making stringed instruments. Now, about the comparison between acoustic and
electric musical instruments, again there is a great difference, a different
philosophy, regarding the way they are perceived by the public eye. The
electric ones are very popular because they are held by big names that have
created their own public mythology since the rock era came to being. I have
heard many wild stories from some supposedly mature adults concerning the
making and the sound of instruments of some popular bands. In terms of their
craftsmanship, I must admit that I am not that impressed. However, painting and
varnishing them is a different story which is indeed exciting. For example,
when I am called to give an old see through blonde or a sunburst look to an
electric instrument, it’s a challenge indeed. However, the word “electric” has
a very determinative meaning. I do not consider as a luthier someone who doesn’t
have his own proposition regarding the pickups, the electric parts and the
pre-amplification of an instrument. I have intentionally kept myself away from
that particular area of instrument-making because with the rapid technological
expansion, it is extraordinarily difficult to get somewhere on your own. Now,
regarding the differences between acoustic and electric musical instruments, I
think there is no comparison because the first require the presence of the
craftsman, five layers of wood and a set of strings. Those are the materials
that you’ll have to deal with and make something out of them.
4. Is
there a difference between a hand crafted and a factory made musical
instrument?
K.K: There
is another question that unavoidably enters your question. What do we mean by
hand-crafted? The factory made instruments are made by skilled technicians who
have been doing what they do repetitively and become better as time goes by. A
factory also has production controllers in every step of the production line and
that can guarantee that the final product will indeed have very high standards.
A factory has climatically controlled areas, its own wood drying facilities
where timber undergoes through numerous dehumidification and humidification
processes. Finally, factories have access to the best quality timber in the
world, let alone that their facilities and equipment are constantly modernized.
However, the factory doesn’t really care how the final product will sound since
many people are involved in its production. On the other hand, the small,
one-man, workshop although cannot compare itself to a factory, it has some
other advantages that the factory production lacks. For example, the good
luthier has the ability to improvise, to change the design, to spend a lot of
time designing and elaborating every part of the instrument aiming at making
something that would have a better sound and be of a better aesthetic quality.
In other words, the final product will be as good as the person who made it.
Now about the factors that would influence the buyer to buy a hand crafted or a
factory made musical instrument, is indeed an issue that requires many pages to
be answered.
5.
How do you see wood as the major component of the final product?
K.K:
Initially, I made a reference regarding the relationship among man-wood and
sound. Wood is the second link in the “chain” and constitutes the basic part of
it. The tonewoods that a luthier uses are very specific and due to their lack,
luthiers are forced to experiment with other kinds of wood. A small workshop
has a rare and occasional access to good timber. Having high quality wood is
very important for the final product but it is not the factor that determines
its quality. At this point, the term “luthier” comes to play. Does he have the
ability to properly use the good timber or will he destroy it? In other words,
if I don’t know how to cook, I won’t cook something descent even if I use the
best quality ingredients. It is that simple.
6.
Have you ever come to contact with customers of yours that had weird tastes in
terms of making a musical instrument?
K.K: As a
musical instrument painter, I have custom painted several instruments, electric
guitars mainly. I have painted from simple stripes, to the confederacy flag,
stars in various depths and backgrounds, Van Halen’s Frankestein and various
other designs. However, I have two occasions that I wish to describe. The first
was a Kramer neck-through guitar that was given to me by Tony Kontaxakis who played
with Anna Vissy (a popular female singer in Greece). He was supposed to appear
with her on a show and he thought that it would be nice to have a guitar that
matched the vest of the singer which had gold guipure paisleys placed into a
deep purple background. I “dressed” the guitar with golden leaves and painted
the background so as to give some depth to the paisleys. Years later, I
re-painted the instrument transparent red. The second occasion: I vividly
remember that it took place around ’93-94. A guy came bringing along a
bouzouki-guitar instrument (bouzouki neck and guitar body) crafted by Apartian.
He told me that he wanted to take part in the Salonica song contest and he
wished to have his instrument painted white having the Greek flag all over it. He
also wanted the Parthenon in the front and the White Tower in the back. The guy
was dead serious; it wasn’t a joke at all. I got his guitar done and before the
contest I saw him on a t.v channel holding the instrument and
dancing while wearing a suit with the Greek flag. It was a jaw dropping scene!
Although I didn’t keep any pictures, the instrument appeared at Varlas’
workshop (a colleague of mine) and several pictures were taken then. I have
also painted the hammer and sickle-shaped guitar of Panousis that Kagmakis had
crafted for him.
7.
Could you categorize your customers? Those who come to you because they really
care about their instruments and those who are just “show offs”.
K.K: The
word “show-off” has nothing to do with the people that come to my workshop.
Occasionally, some youngsters would come to ask me to make their guitar
resemble the one that their idol plays. Usually, this is just a passing fancy.
However, if youngsters grow up and become mature adults and continue to imitate
their teen idols in terms of the appearance of their instrument, then there is
a problem. All kinds of “tribes” pass the door of my workshop. Some strict and
stiff luthiers, some serious classical guitarists, some old rock well
researched adults, heavy metal musicians, well researched collectors, vintage
guitar maniacs, bouzouki players that have travelled the whole world two and
three times, and everyone else that happens to hold a stringed instrument. I
consider my workshop as the gathering place of people and instruments from
different cultures. I truly enjoy meeting all these people and listening to
their wild stories. We are all a bunch of boastful creatures (he laughs). I
never take myself seriously but I do take my job very seriously indeed.
Perhaps, the hardest part about my profession is to manage the relationship
between my customer and his instrument. One day, my long gone friend Lazaros
Terzivasian (the son of the legendary bouzouki maker Zozef Terzivasian) told
me: Kostas, the musical instruments are objects that cause all sorts of
psychoses and since we deal with them must be very careful so as to protect
ourselves. He was right and I make myself remember that phrase on a daily
basis. It is true that we have to be very careful. When somebody gives you a slab,
looks at you straight in the eyes and tells you: “I want the ‘60s yellow just
like this one in the picture.” The guy has the picture under his pillow, he
sees it when he wakes up, when he goes to bed at night and while he is working,
he never misses a chance to look at it again and again. So when he gets his
painted instrument, he will accept it or reject it almost immediately. There
have been times that I had to re-paint an instrument because “the color tone
was slightly different from that of the picture”. Sometimes, someone would
bring a Les Paul made of virgin wood with a maple top 5A, bought in the US for
several thousand Euros, gives you a book where in every page there is a
varnished instrument and tells you: “I want the color on page 64 and be careful
with the nitro you use because the instrument is exceptional and I don’t want
it damaged.” The person who says such things shows an extreme passion on his
instrument and this causes me a few sleepless nights until I finish the job and
see a smile on his face. All these matters are very serious and I deal with
them on a daily basis. Sometimes the money I make comes second to the
satisfaction that comes out of a customer because I get a feeling of gratitude
and appreciation for the work I do which brings us back to the statement made
by Lazaros. In other words, that happily “sick” person transfers a part of his
psychosis to me, as well. We are all passengers in the same bus and sometimes I
happen to be the driver (he laughs again).
8.
How much time do you spend on an instrument?
K.K: As
long as it is needed. If I have to deal with common problems such as a broken
neck of an instrument, a broken top, or some broken sides etc, I usually don’t
take long depending of course on the work load. However, there are some pretty
difficult cases which involve the replacement of parts that have been
completely broken or destroyed; I do not touch them until I have a plan on my
head regarding the way I am going to deal with the problem. In general, I never
rush into things and I wait until I have a mature plan of repairing each heavy
damage. Repairs constitute a very special case meaning that several times, a
luthier takes a big risk. I have always said that the musical instrument is in
great danger if the repairman is of a doubtful reputation. I have seen damages
caused to instruments by semi-professionals and surely I have seen their owners
crying for having trusted them. Sometimes, they bring me instruments that are
not related to my line of business and I do not touch them. We have no right to
ruin somebody’s musical instrument and occasionally, I send those people to
other luthiers that I believe can repair them better than myself. If someone
doesn’t do a professional job, he better be ready to be humiliated and hated
for the damages he has done on an instrument.
9.
How difficult is the construction of an instrument?
K.K: Oh,
that’s a tough question that requires many pages to be answered. However, I
will answer it laconically: The making of an instrument is quite simple. Being
a true luthier is very hard and complicated.
Mr.
kakaniaris, I wish to thank you for your time.
K.K: The
pleasure is all mine.