Κάποιοι ψαράδες άθεοι και
χαρτοπαίχτες
θυμήθηκαν άξαφνα τον
τελευταίο της χορό.
Δεν πρόκειται για νησί.
Είναι μια σκάλα χωμένη σε
μια λίμνη.
Ακριβώς γιατί χόρευε
ασταμάτητα όλο το βράδυ,
- κλίμα υγρό και σάπιο
άλλωστε -
είχε βγάλει το πουλόβερ
της.
Ο τζόγος είναι εμμονή
Δεν θυμάσαι καν, πρόσφατα
χρώματα.
‘’Πονάνε, σουβλιές τα
πόδια
γιατί να χτυπάει στα κόκαλα η ηλικία ;’’
‘’Να παίρνεις παυσίπονο
πρωί σα ξυπνάς
και να πίνεις κάνα καφέ
παραπάνω’’
Το καλοκαίρι παρόλη τη
μούχλα,
έρχονται κάποιες γκόμενες
επί τούτου
Πολλές απ αυτές τις έχουν
πάρει.
Η μέτρια προς χάλια
γκόμενα,
είναι σαν τη σωτηρία μετά
το ιατρικό λάθος :
Σε γλυτώνει απ΄ την
απελπισία στο παρα-ένα.
Καλά καμία σχέση - αυτή
ήταν αερικό βέβαια
‘’Είδες πάλι, παίζουμε με
τρεις απουσίες...
Το είδα εξώφυλλο στο
πρακτορείο’’
‘’Ρε συ, ποιος απ τους
δυο έχει πάρει την πιο άσχημη;’’
‘’Εγώ μακράν! Θυμάσαι
εκείνη τη Σόνια , πλησίαζε τα εβδομήντα κιόλας
πάλευα δυο ώρες, ούτε
φάλαινα νάχα πιάσει’’
‘’Οι όμορφες γιατί
πεθαίνουν μικρές συνήθως;’’
‘’Γιατί δεν κάθονται
τελικά σε κανέναν’’
‘’ Εγώ θαρρώ θα το πάρουμε
το χ, γαμώ τους τραυματισμούς μου μέσα’’
Ανέκδοτο ποίημα του Νίκου Κυριακίδη