Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

1 Οκτ 2017

Έμιλυ Ντίκινσον, Επιστολή 30 προς την Τζέιν Χάμφρεϊ, 23 Ιανουαρίου 1850

Αγαπημένη Τζέιν.

      Σου έχω γράψει ένα σωρό γράμματα από τότε που έφυγες – όχι απ' τα γράμματα που πάνε σε ταχυδρομεία – και ταξιδεύουν σε ταχυδρομικούς σάκους – μα αλλόκοτα – μικρά σιωπηλά γράμματα – πλημμυρισμένα τρυφερότητα – και γεμάτα αυτοπεποίθηση – ωστόσο, χωρίς απόδειξη ύπαρξης για σένα – συνεπώς άκυρα – σίγουρα δεν θα τα απαντήσεις – και θα απαντούσες σε γράμματα από χαρτί, και μελάνι – θα δοκιμάσω κι εγώ ένα τέτοιο – αν και δεν θα έχει ούτε τη μισή αξία των άλλων. Εκείνα τα έγραφα νύχτα – όταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος κοιμόταν – όταν μόνο ο Θεός έμπαινε ανάμεσά μας – και δεν μας άκουγε ψυχή. Λόγος να κλείσω την πόρτα κανένας — ούτε να ψιθυρίζω ντροπαλά – ούτε να φοβάμαι μήπως και μας πάρει το αυτί αυτών που αφουγκράζονται – γιατί το σκότος τους κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του για να μην ανακατευτούν – και τα μπράτσα του είναι ρωμαλέα και στιβαρά. Δεν ήξερα αν κάπου—κάπου ξαγρυπνούσες – κι έλπιζα να 'γραφες μ' αυτή την πένα του πνεύματος – και σε ουράνιο χαρτί. Το έκανες άραγε ποτέ – κι ήμασταν μαζί κάποιο απ' αυτά τα βράδια; Σ' αγαπώ αλήθεια – και σε θυμάμαι Τζέιν – και προσπάθησα να σε πείσω για αυτό με τα μάτια – μα δεν είναι εύκολο να προσπαθήσω έτσι όπως είμαστε τώρα στο σπίτι – η Βίνι μακριά – και τα χέρια μου μόνο δυο – όχι τέσσερα, ή πέντε όπως έπρεπε να είναι – και τόσες πολλές ανάγκες – κι εγώ τόσο πολύ βολική — κι ο χρόνος μου τόσο ασήμαντος – και το γράψιμό μου τόσο περιττό – και κατέληξα όντως στο συμπέρασμα πως μάλλον θα ήμουν κακούργα άνευ προηγουμένου αν χρησιμοποιούσα έστω κι ένα κλάσμα δευτερολέπτου για έναν τόσο ανόσιο σκοπό όπως το να γράψω ένα φιλικό γράμμα – γιατί τι ανάγκη είχα εγώ από συμπαράσταση – ή πολύ λιγότερο από τρυφερότητα – και ποιος να τ' ακούσει – από φίλους – το νου σου στο σπίτι – και το φαγητό – σκούπισε αν νιώθεις κακοδιάθετη – τίποτα πιο δυναμωτικό από την άσκηση – πιο αναζωογονητικό – αρωγός στην απομάκρυνση τέτοιων ανοησιών – η δουλειά μας δυναμώνει, και μας φτιάχνει το κέφι – κι αν πεις για την κοινωνία ποια γειτονιά τόσο γεμάτη όσο η δική μου; Οι κουτσοί – οι χωλοί – κι οι τυφλοί – οι γέροι – οι αρρωστιάρηδες – οι κατάκοιτοι – κι οι υπέργηροι — οι άσχημοι, κι οι ενοχλητικοί – οι απόλυτα μισητοί για μένα – όλοι αυτοί εδώ να τους δεις – και να σε δουν – μια ευκαιρία σπάνια ν' αποκτήσω πραότητα — κι υπομονή – κι υποταγή – και για να γυρίσω την πλάτη μου σ' αυτόν τον πολύ αμαρτωλό, και φαύλο κόσμο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ρέπω σε άλλα πράγματα – κι ο Σατανάς τα καλύπτει με λουλούδια, κι απλώνω το χέρι να τα κόψω. Το μονοπάτι του καθήκοντος φαντάζει πράγματι ιδιαιτέρως απεχθές – και το μέρος που επιθυμώ να πάω πολύ πιο ευχάριστο – πολύ περισσότερο – είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις το λάθος παρά το σωστό, πόσο πολύ πιο απολαυστικό να είσαι σατανικός παρά καλός, δεν απορώ που οι καλοί άγγελοι κλαίνε – κι οι κακοί τραγουδάνε. Πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που σε είδα Τζέιν – κι ειλικρινά μου λείπεις αληθινά – οι μέρες θα κυλούσαν ταχύτερα αν βρισκόσουν εσύ στο τέλος τους– κι αν μπορούσα να δω την κουκούλα της κάπας σου σίγουρα θα αισθανόμουν καλύτερα – πόσο θα 'θελα να ήσουν εδώ. Ο χρόνος κύλησε τόσο γρήγορα που δεν είχαμε χρόνο να σκεφτούμε – αν το 'ξερα πως θα σε έπαιρνε μαζί του θα είχα οπωσδήποτε σκεφτεί. Μόνο ένα πολύ αργά ακόμα να το βάλω με τα υπόλοιπα – ένα ακόμα να με κατηγορεί – και να με κοιτάζει λυπημένα με μεγάλα – σκοτεινά μάτια – και θα υπάρξουν κι άλλα – κι άλλα αν ζήσουμε και συμβάλουμε στην πραγματοποίησή τους. Ήταν τόσο ευχάριστο να σ' έχω εδώ – να ξέρω πως θα μπορούσα να σε δω – ώστε βούλιαξα σε μια αποχαύνωση — και δεν ήξερα – δεν νοιαζόμουν – ούτε σκεφτόμουν πως δεν θα μπορώ να σε βλέπω πάντα — κι ενώ εγώ κοιμόμουν εσύ ξεθώριασες και χάθηκες πολύ μακριά – κι όταν ξύπνησα είχες φύγει. «Μα που είμαι – πως ήρθα εδώ – ποιος με έβαλε μέσα – ποιος θα με βγάλει έξω – που είναι ο υπηρέτης μου – που είναι οι φίλοι μου – δεν έχεις κανένα». Ο ίδιος ο αθάνατος Πίκγουικ  δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατάπληκτος από εμένα όταν βρέθηκε ψυχή τε – και σώματι και – πνεύμα στο μαντρί που είναι ο εαυτός μου όταν μου είπαν πως αυτή έφυγε – έφυγε! Έφυγε πως – ή που – ή γιατί – ποιος την είδε να φεύγει – βοήθεια – κρατήστε – δέστε – και φρουρήστε την – βάλτε την στις Κρατικές — φυλακές – στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα – βγάλτε το μαστίγιο με τις μακριές άκρες – πεδικλώστε της τα πόδια – και δώστε της αρκετές καμτσικιές και κάντε την να μετανιώσει πικρά που έφυγε. Λένε πως διδάσκεις στο Γουόρεν – είσαι ευτυχισμένη – και ξέρω πως είσαι καλή – γιατί κανείς άλλος εκτός από τους καλούς δεν είναι ευτυχισμένος – αποφεύγεις την οδό του πειρασμού – αποφεύγεις εκείνον που σε βάζει σε πειρασμό — δεν σκόπευα να σε κάνω κακό κορίτσι – μα εγώ ήμουν – και είμαι – και θα είμαι – κι ήμουν μαζί σου τόσο πολύ που ήταν αναπόφευκτο να σε μολύνω. Αισθάνεσαι ποτέ μοναξιά στο Γουόρεν – αισθάνεσαι μόνη χωρίς εμένα – που είμαι πολύ μόνη αυτό είναι σίγουρο – μα θέλω να ξέρω.
     Η Βίνι ξέρεις πως λείπει – και είναι ξεκάθαρο πως νιώθω μοναξιά – είμαι μόνη – ολομόναχη. Έγραψε πως έλαβε νέα σου – και σου έγραψε κι η ίδια – σου είπε πως νοσταλγεί το σπίτι; ήξερε πως τα γράμματά της σε μένα θα ήταν οικογενειακές υποθέσεις – και δεν μπορεί να μου πει τίποτα απολύτως – δεν τολμά άλλωστε – κι ούτε θα 'θελα να το κάνει. Όταν έμαθα πως η Βίνι έπρεπε να φύγει, γαντζώθηκα σε σένα σαν την πάντοτε πιο αγαπημένη μου φίλη – μα όταν άνοιξε ο τάφος – και σας κατάπιε και τις δυο – άρχισα τη μουρμούρα – και θεώρησα πως είχα το δικαίωμα να το κάνω – κι ούτε — έχω αλλάξει γνώμη ακόμα. Μου αρέσει να είμαι στριμμένη – και πιεστική – κι ανάποδη – έπειτα θυμάμαι εσένα – και νιώθω πως κάνω το σωστό για σένα κατά κάποιο τρόπο – και για μένα – γεγονός που ξαλαφρώνει τη συνείδησή μου μια χαρά. Ω αποκρουστικέ χρόνε – και χώρε – και ποταπό οικοτροφείο που προσπαθείς να μας κρατήσεις χώρια – γέλα τώρα αν κάνεις κέφι – μα στο μέλλον θα ουρλιάζεις! Οχτώ βδομάδες να με τσιγκλάνε με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά τους – πόσο τις μισώ – και πως θα ¡θελα να τις βλάψω! Είναι διεστραμμένο να μιλώ έτσι Τζέιν – τι μπορώ να πω, πως δεν είναι; Εκ διεστραμμένης καρδίας διεστραμμένοι λόγοι εξέρχονται– ας την καθαρίσουμε σαρώνοντάς την – κι ας τη ξεσκονίσουμε να φύγουν οι αράχνες – και να τη στολίσουμε — και να την ετοιμάσουμε για τον Κύριο! Ένα σωρό πράγματα συμβαίνουν αυτόν τον καιρό — οι δυο τελευταίες εβδομάδες ξεχείλιζαν από διασκέδαση. Ο Όστιν αγωνιζόταν να διαβάσει την Ιστορία του Χιουμ – κι η ολοκλήρωση της ανάγνωσης σηματοδότησε γενικευμένο πανδαιμόνιο. Η εκστρατεία ξεκίνησε με μια βόλτα με έλκηθρα με ένα πολύ μεγαλοπρεπές σχέδιο στο οποίο η αγαπημένη μου Τζέιν θα είχε συμπεριληφθεί με μεγάλη χαρά – αν βρισκόταν στην πόλη – μια δεκαμελής ομάδα από εδώ συνάντησε μια ισάριθμη ομάδα από το Γκρίνφιλντ – στον αγρό Σάουθ—Ντίρφιλντ το βράδυ μετά την Πρωτοχρονιά – και κάναμε τρέλες – παιχνίδια με γρίφους — σεργιάνι επ' αόριστον – μουσική – συζήτηση – και βραδινό – που παρατέθηκε με το πλέον μοντέρνο στιλ• γυρίσαμε σπίτι στις δύο – και δεν μας πείραξε καθόλου αυτό το επόμενο πρωί – γεγονός που όλοι θεωρήσαμε πολύ αξιόλογο. Τη σκυτάλη πήραν δραματικές σκηνές στο σπίτι του Προέδρου – μια παρέα Παγοδρόμων ακολούθησε κατά πόδας – και τελευταίες και καταϊδρωμένες αρκετές ευχάριστες κοινωνικές συγκεντρώσεις. Και που να σου πω και για το πάρτι universale στο σπίτι του Σίντνει Άνταμς –κι ένα confindentiale στο σπίτι του Τεμπ Λίνελ. Πόσο μας λείπει η φίλη μας όταν τα κάνουμε όλα αυτά! Θα τα αντάλλαζα όλα ευχαρίστως για μια βραδιά συζήτησης με τις φίλες που αγαπώ – μα δεν είναι δυνατό. Αν έπιαναν όλες οι προσευχές μας δεν θα ¡χαμε και τίποτα για να προσευχηθούμε – πρέπει να «υποφέρουμε – και να είμαστε δυνατοί».  Θα είμαστε άραγε δυνατοί – τα δεινά δεν θα εξασθενίσουν αυτήν την ανθρώπινη ύπαρξη – δυναμώνει ναι μα όχι εμάς – μα ό,τι έδωσε ο Θεός, κι ότι θα μας πάρει— πενθούν τα σώματά μας φωναχτά. Δεν ξέρουμε πως αυτός είναι ο Θεός – και θα προσπαθήσουμε να μείνουμε ατάραχοι – αν κι εμείς στα αλήθεια θα προτιμούσαμε να παραπονεθούμε. Ο Σύλλογος Κοπτικής και Ραπτικής άρχισε τις εργασίες του ξανά – και πραγματοποίησε την πρώτη του σύσκεψη την περασμένη εβδομάδα – τώρα όλοι οι φτωχοί θα λάβουν βοήθεια – εκείνοι που κρυώνουν θα ζεσταθούν – εκείνοι που ζεσταίνονται θα δροσιστούν – οι πεινασμένοι θα χορτάσουν — οι διψασμένοι θα ξεδιψάσουν – οι κουρελιάρηδες θα ντυθούν – και τούτος ο ταλαίπωρος — αναποδογυρισμένος κόσμος θα ξανασταθεί στα πόδια του με την αρωγή τους – γεγονός που θα μας ευχαριστήσει λίαν όλους. Δεν παρευρίσκομαι – παρά την απόλυτη επιδοκιμασία μου — γεγονός που πρέπει να σπαζοκεφαλιάζει σφόδρα το κοινό. Έχω ήδη καταγραφεί ως ένα από αυτά τα καντήλια που έχουν σχεδόν σβήσει– και πολλοί προσεύχονται για την σκληροκαρδία μου. Ο Σπένσερ βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς – είπε πως έλαβε νέα σου πριν λίγο καιρό – κι έδειχνε πολύ ικανοποιημένος. Κι η Άμπι Χάσκελ είναι πολύ καλύτερα — πιστεύω ειλικρινά πως θα ζήσουν παρά τον «άγγελο του θανάτου». Τον Τόλμαν δεν τον είδα –υποθέτω πως ακόμα μαραζώνει — και δεν μπορώ να πω πως τον κατηγορώ βάσει των δεδομένων της υπόθεσης. Δεν θα σου πω τι τον βασανίζει – γιατί είναι προσωπικό θέμα – και δεν θα πρέπει να ξέρεις! Πως μπορείς να είσαι τόσο άσπλαχνη Τζέιν – θα τον σκοτώσει σίγουρα – και θα το 'χεις βάρος εσύ αν γίνει. Γράψε μου σύντομα αγάπη μου!


                                                                   Πολύ ειλικρινά δική σου

Μετάφραση: Φρόσω Μαντά