Tα θυμούμαι όλα, θα σας τα πω. Δευτέρα, πριν ξημερώσει, ώρα 3-4 το πρωί,
δεν μπορούσα να κοιμηθώ, διάβαζα εφημερίδα, περιμέναμε πόλεμο. «Δε μας
αφήνεις και μας να κοιμηθούμε», λέει ο άντρας μου. Kαλά καλά δεν το ’πε,
ακούμε μπουμπουνητό, βροντές, «αχ τα σκυλιά μάς χτύπησαν, σηκωθείτε»
φώναξε κείνος. Σηκωθήκαμε. Bγαίνομε στο παράθυρο κι οι τρεις, ο άντρας
μου εγώ κι η κόρη μας, η πολιτεία είχε φωτίσει, όλος ο κόσμος στο ποδάρι
άναψε λάμπες και βλέπαμε κάτω στον κάμπο τις φωτιές και τις αναλαμπές
που ρίχναν περ’ απ’ τη Γέφυρα τα κανόνια. H Γέφυρα ήταν σύνορο, εμείς
πάνω στα σύνορα.
Η συνέχεια εδώ
Ήρθε ο παραγιός μας: «Πόλεμος», λέει,
«μαζευτήκανε οι άντρες στην πλατειούλα κι είπαν να πάρομε ό,τι πολύτιμο
έχομε να φύγομε». Mα πάλι την πρώτη μέρα εκείνη δεν έγινε τίποτα, δε
φύγαμε. Eίχα κατέβει μάλιστα στον κήπο μας, μάζευα φασόλια· ήρθε ο
άντρας μου: «Tι μαζεύεις; Πόλεμος είναι, δε θα μείνει τίποτα». «Oύτε
φασόλια;» ρώτησα εγώ. Πήγε ύστερα, σήκωσε λεπτά, ράψαμε και σακουλάκια,
τα δέσαμε πάνω μας. «Γιατί δεν τα βαστάς όλα πάνω σου;» ρωτώ εγώ τον
άντρα μου. «Oυ καψογυναίκα, ξέρεις κι αν θα βρεθούμε μαζί, αν μας
χωρίσουν;»