Ήμουν τότε πολύ μικρός· όχι πλειότερο από οχτώ χρόνων. Όταν ξύπνησα είχα μέσα μου το συναίσθημα, ότι είχε ξημερώσει η Καθαροδεύτερα. Μια μεγάλη λύπη είχε δεμένη την παιδική μου καρδιά και δεν τολμούσα να τιναχθώ πέρα από τα στρώματά μου, με την ψεύτικη ελπίδα, ότι ήταν ψέματα, ότι δε είχε ξημερώσει η ανήλεη Καθαροδευτέρα. Αλλά λίγο – λίγο έλαβα το θάρρος να παραδεχθώ, ότι δεν ήταν ψέματά, κι ότι αληθινά εκείνο το φως κι εκείνες οι αργυρόχρυσες αχτίδες, που έμπαιναν από τες χαραμάδες των παραθυριών κι από τούς φεγγίτες της στέγης ήταν της φοβερής Καθαροδευτέρας.
Η συνέχεια εδώ