Η μέρα είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Τα δέντρα και τα λουλούδια, όσα είχαν απομείνει, είχαν αρχίσει να ανθίζουν. Πλησίαζε η άνοιξη. Στις τάξεις των πουλιών επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Είχαν αποφασίσει να μην επιτρέψουν την είσοδο των χελιδονιών στην πόλη. Τόσα χρόνια τώρα, όλο τον χειμώνα υπέμεναν το κρύο, τις βροχές και τα χιόνια, ενώ τα χελιδόνια χαίρονταν τον ήλιο και τη ζέστη σε κάποια χώρα του νότου. Τους ατέλειωτους κρύους μήνες του χρόνου, εξασφάλιζαν με δυσκολία την τροφή τους, την ώρα που τα χελιδόνια είχαν όση τροφή ήθελαν χωρίς κανένα κόπο. Και όταν επιτέλους ερχόταν η άνοιξη, έπρεπε να μοιραστούν με αυτά τα άπληστα πλάσματα τη γη, τον αέρα και την τροφή. Τα έβλεπαν να πετούν ανέμελα στον ανέφελο ουρανό, να χτίζουν τις φωλιές τους, να κάθονται στα ηλεκτροφόρα σύρματα και να πιάνουν ψιλή κουβέντα και τα κοιτούσαν με μίσος. Η πόλη ανήκει στα πουλιά που έχουν συνδέσει τη μοίρα τους μαζί της. Που ζουν όλη τους τη ζωή εκεί. Που δεν την εγκαταλείπουν ποτέ. Που είναι πάντα εκεί, στα εύκολα και στα δύσκολα. Τα πουλιά που ζουν σ’ αυτήν περιστασιακά είναι παρείσακτοι. Κάπως έτσι σκέφτονταν και κάποια στιγμή αποφάσισαν να περάσουν απ’ τις σκέψεις στις πράξεις.
Η συνέχεια εδώ